"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

"Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ` απάντων Σωκράτης σοφότατος"

        Με το Σωκράτη αρχίζει η ανθρωπολογική περίοδος της ελληνικής φιλοσοφίας, γιατί αυτός δεν ασχολείται με τα προβλήματα για την αρχή του κόσμου, αλλά μόνο με τον άνθρωπο. Βασική θέση της σωκρατικής φιλοσοφίας ήταν ότι η αληθινή γνώση δεν είναι μόνο πηγή, αλλά η ουσία της αρετής. Για αυτό προτιμούσε να αναζητεί εκείνο το είδος της αλήθειας που θα καθόριζε τη διαγωγή των ανθρώπων. Έτσι, προσπαθούσε να βρει απάντηση στα ερωτήματα: «Τι είναι ευσέβεια και τι ασέβεια;», «Τι είναι το ωραίο και τι το άσχημο;»
      H σωκρατική μέθοδος έρευνας γινόταν πάντα μέσω της συζήτησης .Επειδή ήταν εκπληκτικός χειριστής του λόγου, χωρίς δυσκολία μπορούσε να αποδείξει στο συνομιλητή του πως ήταν ακατατόπιστος στο θέμα που συζητούσαν. Αφού είχε ξεκαθαρίσει το θέμα της συζήτησης, προχωρούσε επαγωγικά στο να θεμελιώσει ακριβείς ορισμούς γενικών όρων.
         Έτσι, ενώ δήλωνε πλήρη άγνοια για όλα τα θέματα, συγχρόνως προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κύρια βάση ηθικής επιστήμης που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός στον εαυτό του και στους άλλους. Αμφισβητώντας όλα τα πράγματα, βρισκόταν κοντά στους σοφιστές. Όμως εκείνος υποδείκνυε τη λογική μάλλον παρά τις αισθήσεις ως το καθολικό και αιώνιο στοιχείο μέσα στον άνθρωπο και γι' αυτό αποτελούσε το μοναδικό αλάθητο κριτήριο της αλήθειας.
       Επειδή όμως η πνευματική μόρφωση μπορούσε να μεγαλώνει τη δύναμη του ανθρώπου, για να πράξει το κακό, προσπάθησε πρώτα από όλα να διδάξει στους μαθητές του τον αυτοέλεγχο και να τους εμπνεύσει πνεύμα σωφροσύνης στις σχέσεις τους με τους θεούς.Πρέπει να γυρεύουμε, ισχυριζόταν, τη σοφία και τη δικαιοσύνη, όχι γιατί είναι χρήσιμες στους ανθρώπους, αλλά και γιατί είναι αρεστές στους θεούς. Κοντολογίς τα διδάγματα του ήταν σχεδόν στον ίδιο βαθμό θρησκευτικά αλλά και φιλοσοφικά.
     Αναλυτικότερα ο Σωκράτης είναι περισσότερο γνωστός από την άποψη του ότι «η αρετή είναι γνώση». Οι κυρίως αντίπαλοι του, οι σοφιστές, υποστήριζαν δύο πράγματα: α) ότι οι ίδιοι μπορούσαν να διδάξουν ή να μεταδώσουν την αρετή, β) ότι η γνώση, τουλάχιστον αυτή που μπορούσε να διδαχτεί, ήταν μια χίμαιρα.Εξισώνοντας, λοιπόν αρετή και γνώση ο Σωκράτης με το ρητό του εμφανίζεται να τους προκαλεί.

      Για να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του επέμενε να στρέφει τη συζήτηση σε ταπεινούς και φαινομενικά άσχετους ανθρώπους, όπως ήταν οι τσαγκάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγμή που οι συνομιλητές του ρωτούσαν να μάθουν τι σήμαινε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε κάτι ανάλογο της ηθικής υποχρέωσης.
      Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγκάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο που είναι απαραίτητο να μάθεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του. Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη μέθοδο χρησιμοποίησής τους, αν δεν έχεις σχηματίσει πριν στο νου σου μια σαφή και λεπτομερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να κατασκευάσεις και ποια λειτουργία θα έχει αυτό το αντικείμενο να εκτελέσει. Δηλαδή η αρετή του τσαγκάρη εξαρτάται από την κατοχή αυτής της γνώσης.
      Ήταν πολύ φυσικό για το Σωκράτη να μιλάει για την αρετή ενός τσαγκάρη, όπως ακριβώς θα μπορούσε να μιλήσει για την αρετή ενός στρατηγού ή πολιτικού. H λέξη αρετή σήμαινε αυτό που τους έκανε καλούς στο συγκεκριμένο τους επάγγελμα και, ξεκινώντας από τα ταπεινά παραδείγματα των πρακτικών τεχνών, ο Σωκράτης μπορούσε εύκολα να δείξει ότι σε κάθε περίπτωση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάνει με τη γνώση. Αν, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη αρετή, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι σοφιστές -εννοώντας ότι με την αρετή μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή – έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργημα που όλοι μας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουμε.
      H πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουμε αυτή τη γενική ανθρώπινη αρετή, είναι να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Δίνει ο Σωκράτης άραγε απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα; H απάντηση είναι μονολεκτική: Όχι! Είναι σύμφωνο με το χαρακτήρα του Σωκράτη να μην έχει δώσει την απάντηση. Είχε συνηθίσει να λέει ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτε και ότι το μόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. H ουσία της σωκρατικής μεθόδου ήταν να πείθει το συνομιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγματικότητα δεν ήξερε.

      H πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για την απόκτηση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά με οτιδήποτε, αν έχει την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη. Άπαξ και αντιλαμβανόταν ποιος ήταν ο δρόμος για το στόχο, ήταν πρόθυμος να τον αναζητήσει μαζί τους και η όλη φιλοσοφία για το Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας».
       Ούτε ο συνομιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόμα την αλήθεια, αλλά, αν πειθόταν ο άλλος ότι αυτό ήταν έτσι, θα μπορούσαν και οι δύο να ξεκινήσουν μαζί, με την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Αυτή η πίστη για την άγνοια όχι μόνο του εαυτού του αλλά και όλης της ανθρωπότητας, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποτελεί τη συμβολή του Σωκράτη στη φιλοσοφική σκέψη.
      H συζήτηση των ανθρώπων της εποχής του αφορούσε μια μεγάλη ποικιλία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίμευαν για να περιγράψουν ηθικές έννοιες – δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία κ.ο.κ. O Σωκράτης ξεκινούσε πιστεύοντας ότι οι άνθρωποι ήξεραν τι σήμαιναν αυτοί οι όροι, εφόσον τους χρησιμοποιούσαν καθημερινά, και ήλπιζε ότι θα το έλεγαν και σε αυτόν που δεν το γνώριζε. Όταν τους ρωτούσε όμως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν μπορούσε να του δώσει μια σωστή ερμηνεία.
      Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν είχαν πράγματι σημασία, αλλά, εάν ίσχυε αυτό, οι άνθρωποι θα έπρεπε να σταματήσουν να τους χρησιμοποιούν. Εάν εξάλλου είχαν κάποια σταθερή σημασία, τότε όσοι τις χρησιμοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σημαίνουν. Δεν μπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά μόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα.Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορετικά πράγματα, συζητούν χωρίς να συνεννοούνται, το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η σύγχυση. H σύγχυση θα είναι γνωστική αλλά – το σημαντικότερο – και ηθική.
       Από γνωστική άποψη το να συζητάς με κάποιον που χρησιμοποιεί τους όρους του με σημασία διαφορετική από τη δική σου δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά και, από ηθική άποψη, όταν οι αμφισβητούμενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, τότε μόνο αναρχία μπορεί να προκύψει. Αυτή τη διπλή όψη του προβλήματος, γνωστική και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης με το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση. Τόσο καθαρό εξάλλου ήταν το μυαλό του και τόσο σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπόδεικτο το γεγονός ότι, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόματα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους πείσει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφημο ρητό του, ότι κανείς δεν κάνει με τη θέληση του το κακό. Av η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και μόνο.

      Πώς, λοιπόν, θα ξεκινήσουμε για να κατακτήσουμε τη γνώση τι είναι αρετή, δικαιοσύνη κ.λπ.; O Σωκράτης ήταν έτοιμος να προτείνει μια μέθοδο και για τους άλλους και για τον εαυτό του.H γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκράτης μπορεί δικαιολογημένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγματα, την επαγωγή και το γενικό ορισμό.
       Αυτοί οι λογικοί όροι δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση με την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική. Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγματα, για τα οποία -συμφωνούν και οι δύο συζητητές- μπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούμενο).
       Τότε τα συγκεντρωμένα παραδείγματα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφθεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότητα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτό το χαρακτηρισμό.H κοινή ιδιότητα, ή μια ομάδα ή μια δέσμη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δίκαιων πράξεων. Συνιστά πράγματι αυτή τον ορισμό της δικαιοσύνης. Έτσι, η επαγωγή αποτελεί μια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουμε και τις δούμε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού όρου.
     Το σφάλμα που έβρισκε ο Σωκράτης στις απαντήσεις των συνομιλητών του ήταν ότι θεωρούσαν αρκετό να ολοκληρώνουν το πρώτο στάδιο μόνο, δηλαδή να αναφέρουν μερικά παραδείγματα και να λένε, π.χ., «αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη» και γι' αυτό προσπαθούσε να τους κάνει να δουν ότι, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγματα ορθής ενέργειας, πρέπει όλα αυτό να έχουν μια κοινή ιδιότητα ή ένα χαρακτήρα κοινό, με βάση τον οποίο και χαρακτηρίζονται ορθά. Διαφορετικά, η λέξη «ορθός» δεν έχει νόημα.
     Αυτός ήταν ο στόχος των επίμονων και καμιά φορά ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέστησαν το Σωκράτη τόσο αντιδημοτικό – να φτάσει από το σμήνος των αρετών στον ορισμό του ενός, της αρετής. Μοιάζει με άσκηση λογικής, αλλά στην πράξη ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεμούσε τις ανατρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, όπως «Τι είναι ευσέβεια;» απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώρα», είναι ακριβώς αυτοί που θα υποστήριζαν ότι ο μόνος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρμητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο. Κανόνες δεν υπήρχαν. Το λογικό σόφισμα οδηγούσε κατευθείαν σε ηθική αναρχία.
      Σχηματικά ο Σωκράτης πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός και οι ηθικές έννοιες λανθάνουν στο εσωτερικό του και αποτελούν ένα αντικειμενικό κριτήριο. O άνθρωπος, εάν εμβαθύνει στον εαυτό του, θα βρει τους ηθικούς κανόνες (γνώθι σαυτόν) και θα γίνει ενάρετος. Έπειτα από αυτό οι πράξεις του θα είναι αγαθές, γιατί δεν μπορεί να είναι κακός, αφού αυτό συγκρούεται με την εσώτατη φύση του.

http://sciencearchives.wordpress.com

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Ο χρόνος και ο θάνατος

    Η έννοια «χρόνος» είναι ούτως ή άλλως μια αφαίρεση: κανένα ζωντανό ον δεν υπάρχει μέσα στον απόλυτο χρόνο.Και, βέβαια, οι άνθρωποι είναι θνητοί: «Και στο μεταξύ, ο χρόνος συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του να κάνει τους πάντες να μοιάζουν, αλλά και να νιώθουν άσχημα».
      Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας,κάποτε,κυνήγησε πολλή ώρα στο δάσος το γέρο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια:
      «Φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγματα  που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ό,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο».
      Ο θάνατος ,όπως και η γέννηση , συμβαίνουν μόνο μια φορά και δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κανείς «να το κάνει σωστά την επόμενη φορά», γιατί πρόκειται για ένα συμβάν που δεν θα το ξαναζήσει. Λίγα πράγματα πλησιάζουν τόσο πολύ το θάνατο –λέει ο Ζ. Μπάουμαν - όσο ο έρωτας: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στον έρωτα ή στο θάνατο δυο φορές. Είναι και οι δυο πιο μοναδικοί ακόμα και από τον ηρακλείτιο ρου. Είναι, πράγματι, και κεφάλι και ουρά, που αποκλείουν και αγνοούν καθετί άλλο».

      Κάθε εμφάνιση του ενός από τους δυο είναι φαινόμενο μοναδικό, παντοτινό,ανεπίδεκτο,επανάληψης, ανάκλησης ή αναστολής. Κάθε ον γεννιέται για πρώτη φορά ή ξαναγεννιέται, όποτε συμβαίνει , ερχόμενο πάντα από το πουθενά, από το έρεβος μιας ανυπαρξίας, χωρίς παρελθόν ή μέλλον.
     Καθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, το αναπόφευκτο των αλλαγών, η πίεση των πάμπολλων ερεθισμάτων επιθυμούμε να τον σταματήσουμε, να τον ακινητοποιήσουμε, να τον εντάξουμε σε προκαθορισμένα σχήματα. Αναπολούμε, νοσταλγούμε και εκλαμβάνουμε το παρελθόν και το μέλλον ως πάγιες οντότητες, ακλόνητες, αδιαπέραστες από τον ρυθμό των μεταβολών.Αυτή η τάση οντοποίησης του χρόνου, ως νοσταλγία του παρελθόντος ή ως θεοποίηση του μέλλοντος, ξεκινά από το φόβο της εξαφάνισης , του θανάτου. Όμως όπως μας προειδοποιεί οRichard Rorty η έκφραση «φόβος της εξαφάνισης » δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει φόβος της ανυπαρξίας,παρά μόνο φόβος μιας συγκεκριμένης απώλειας.                                                                          
       «Θάνατος » και «ανυπαρξία» είναι όροι εξίσου ηχηροί και εξίσου κενοί. Το να λέμε πως μας φοβίζουν είναι το ίδιο αδέξιο όσο και η προσπάθεια του Επίκουρου να πει, γιατί δεν θα έπρεπε να μας φοβίζουν. Ο Επίκουρος λοιπόν  έλεγε: Όσο υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών κι όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Αντίθετα από ότι πίστευε ο Επίκουρος εμείς υπάρχουμε χάρη στο θάνατο.

Ο Θάνατος, δίνει μορφή,σχήμα και νόημα στη πεπερασμένη ζωή μας . Ο Θάνατος είναι παρών , εδώ ,τώρα τη στιγμή που ζούμε. Δεν βρίσκεται στο τέρμα της ζωής – όπως υποθέτουμε αλλά παραμονεύει από κάτω της, ως το υπόστρωμα της ή το βάθρο της.
Ο προσανατολισμός προς τον θάνατο -έλεγε ο Μαξ Σελερ - υπονοείται ουσιωδώς από την εμπειρία κάθε ζωής.
      Ο θάνατος αποκτά τη μορφή και την υφή, που ο καθένας του δίνει ανάλογα με την προσωπικότητά του, αλλά και την εποχή στην οποία ζει. Είναι ένα πλαίσιο, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε η εικόνα μιας ζωής. «Αν σβήσουμε με τη σκέψη μας την ενορατική βεβαιότητα του θανάτου, ευθύς θα προέκυπτε μέσα στο μέλλον μια ριζικά διαφορετική στάση από την πραγματική μας στάση. Θα βλέπαμε τότε μπροστά μας την ίδια μας τη ζωή να εκτυλίσσεται σαν μια διαδικασία ατελεύτητη και εκ φύσεως ατέρμονη λόγω της απουσίας προοπτικής μέσα στη σφαίρα αναμονής και κάθε μια από τις έμπειρες μας θα έπαιρνε άλλη όψη και κάθε συμπεριφορά μας θα ήταν διαφορετική από ό,τι είναι στη πραγματικότητα.
     Στ’ αλήθεια, τι άλλο μπορεί να ήταν η αθανασία των θεών, πάρα εκείνη η αιώνια βαρεμάρα ,«η
ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο », όπως την περιέγραφε ο Σοπενχάουερ: Σύμφωναμε τον Κίρκεργκορ «Οι θεοί βαριούνταν και γι’ αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα .»Η μονότονη πλήξη , μοιάζει συχνά επουράνια. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν. Αλλά αυτό το άπειρο ,η μονοτονία ,διαφέρει από αυτό που περιγράφουν οι μυστικιστές.
    Η Simon Weil γράφει: «Η μονοτονία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο, αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό, αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου. Τοσύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς».
    Στο διήγημα του Μπόρχες «ο Αθάνατος », ο Ιωσήφ Καρτάφιλος από τη Σμύρνη, φτάνει στην Πολιτεία των Αθανάτων. Καθώς περιπλανιέται στο λαβυρινθώδες ανάκτορο, πού αποτελούσε την πολιτεία, καταπλήσσεται από την εντύπωση μιας παλαιότητας που κόβει την ανάσα, και από την εντύπωση του ημιτελούς, το απροσδιόριστου, του απολύτως άνευ νοήματος.

       «Το πρώτο, που μου έκανε εντύπωση - διηγείται ο Ιωσήφ Καρτάφιλος – σ’ εκείνο το απίστευτο μνημείο,ήταν η παλαιότητα του. Αισθάνθηκα ότι ήταν αρχαιότερο των ανθρώπων, αρχαιότερο της γης. Αυτή η πανηγυρική του παλαιότητα (παρόλο που , κατά κάποιο τρόπο, τρόμαζε το βλέμμα) μου φάνηκε απολύτως ταιριαστή για έργο που έφτιαξαν αθάνατοι τεχνίτες.
      Στην αρχή με προφυλάξεις, ύστερα με αδιαφορία και στο τέλος με απόγνωση ,περιπλανήθηκα στις κλίμακες και στα πλακόστρωτα του ανεξιχνίαστου ανακτόρου. … Αυτό το ανάκτορο είναι έργο των θεών, σκέφτηκα στην αρχή. Όταν εξερεύνησα το ακατοίκητο εσωτερικό του διόρθωσα την σκέψη μου: Οι θεοί που το έχτισαν έχουν πεθάνει . Όταν πρόσεξα τις παραδοξότητες του, αποφάνθηκα : Οι θεοί που το έχτισαν ήταν τρελοί ».
     Το ανάκτορο ήταν γεμάτο αδιέξοδους διαδρόμους: πανύψηλα απροσπέλαστα παράθυρα,φανταχτερές πόρτες που έβγαζαν σε ένα κελί ή ένα πηγάδι, απίστευτες ανάστροφες σκάλες ή κρεμαστές στο πλάι ενός μνημειώδους τοίχου που δεν κατέληγαν πουθενά.Στο ανάκτορο που το έχτισαν αθάνατοι, τίποτε δεν είχε νόημα , τίποτε δεν υπηρετούσε κάποιο σκοπό. Επρόκειτο για μια πολιτεία όχι των οποιωνδήποτε αθανάτων αλλά κάποιων που γνώρισαν την εμπειρία του να είναι θνητοί, διδάχθηκαν δεξιότητες που αντιστοιχούσαν με μια τέτοια εμπειρία και μετά ,κατά κάποιο τρόπο, απέκτησαν την αθανασία. Εκείνη την στιγμή, ένιωθαν ακόμη την ανάγκη να εκφράσουν τη συνταρακτική ανακάλυψη ότι όλα όσα είχαν μάθει έγιναν ξαφνικά άχρηστα και εντελώς κενά νοήματος.
     Τώρα όμως είχαν εγκαταλείψει ακόμη και τα ανάκτορο που έχτισαν τη στιγμή της ανακάλυψης , και ο Ιωσήφ τους βρήκε μέσα σε αβαθή πηγάδια στην άμμο:«Από εκείνες τις άθλιες τρύπες ξεπρόβαλλαν κάτι άνθρωποι γυμνοί , με γκρίζοδέρμα , με ατημέλητες γενειάδες. Δεν μιλούσαν και καταβρόχθιζαν φίδια».Τα συμπεράσματα είναι διαυγή: Τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή έχουν σημασία, επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί και το ξέρουν. Όσα κάνουν οι θνητοί άνθρωποι ,έχουν νόημα ,εξαιτίας αυτής της επίγνωσης. Αν νικιόταν κάποτε ο θάνατος, δεν θα είχαν πια νόημα όλα αυτά, που με τόσο μόχθο συνέθεσαν οι άνθρωποι ,προκειμένου να ενσταλάξουν κάποιο σκοπό στην τόσο σύντομη ζωή τους. Ο ανθρώπινος πολιτισμός–«συνελήφθη στον τόπο της τραγικής κι ωστόσο αποφασιστικής συνάντησης, ανάμεσα στην πεπερασμένη έκταση της σωματικής ανθρώπινης ύπαρξης και στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης πνευματικής ζωής.»

      Το μηδέν ,το κενό ,ο θάνατος ,είναι συστατική διάρθρωση του υπάρχοντος. Ζούμε μόνο μια φορά. Το όριο το μηδενός ,(ή του θανάτου),την περιορίζει και ορίζει την πεπερασμένη μοναδική ζωή μας: όπως το κενό στο κέντρο ενόςδακτυλιδιού ,συγκροτεί και το ίδιο το δαχτυλίδι.
     Ο ποιητής Φίλιπ Λάρκιν έγραψε για το θάνατο:"Μονάχα με τον καιρό,μισοαναγνωρίζουμε το τυφλό αποτύπωμα, που φέρουν όλες μας οι συμπεριφορές. Μα κι αν ομολογήσουμε, εκείνο το άωροαπόγευμα που αρχίζει ο θάνατος μας ,τι ακριβώς ήταν, μικρή παρηγοριά,γιατί αφορούσε μόνο έναν άνθρωπο μια φορά, Και τούτον στο κατώφλι του θανάτου. Και τι απομένει από τον εαυτό στο κατώφλι του θανάτου;" Όταν το τέλος πλησιάζει, έγραψε ο Καρτάφιλος στο διήγημα του Μπόρχες , δεν μένουν πια αναμνήσεις εικόνων μένουν μόνο λέξεις,δάνειες και ακρωτηριασμένες λέξεις, λέξεις άλλων, να ποια ήταν η ισχνή ελεημοσύνη που του άφησαν οι ώρες και οι αιώνες».

Πέτρος Θεοδωρίδης, "έρωτας θνητός, απωθημένος θάνατος"

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Προσωκρατικοί φιλόσοφοι

       Η πρώτη περίοδος της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, η προσωκρατική, ήταν μία αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου να προσδιορίσει την πρώτη αρχή και την ουσία του κόσμου. Αυτό καθορίζει και την ανάγκη δημιουργίας των επιστημών.

1. ΘΑΛΗΣ (624 – 548 π.Χ.)
     Ο Θαλής ανοίγει για πρώτη φορά το δρόμο στη φιλοσοφική σκέψη με την άποψη ότι η καταγωγή όλων των όντων είναι το υγρό στοιχείο, το νερό και το ταυτίζει με την ύλη και την ενέργεια μαζί. Η αρχή αυτή προϋποθέτει την αποδοχή της ενότητας όλων των όντων που συνθέτουν το σύμπαν, την παραγωγή τους από μία φυσική αιτία και την ασταμάτητη μεταβολή των φαινομένων που υπάγεται στην «ουσία» τους και εξηγεί την αιτία τους.

2. ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ (610 – 546 π.Χ.)
     Ο Αναξίμανδρος διαισθάνθηκε έναν «γενικό Νόμο» που διέπει όλα τα μέρη του Σύμπαντος κι αυτό το είπε «ουσία» απεριόριστη και στο σχήμα και στο μέγεθός της. Το Σύμπαν του Αναξίμανδρου είναι «ανώλεθρον και αθάνατον», δηλαδή δεν θα καταστραφεί ποτέ, είναι αιώνιο. Ο άνθρωπος στον πλανήτη Γη βρίσκεται «έτοιμος» χωρίς να είναι προϊόν εξελίξεως, για τον απλό λόγο ότι είναι το μόνο ζώο που δεν έχει αυτάρκεια με τη γέννησή του αλλά χρειάζεται για πολύ καιρό την φροντίδα της μάνας του. ‘Αρα η μητέρα, ο πατέρας και το παιδί υπάρχουν ταυτόχρονα μαζί, η δε ψυχή τους έχει «φύσιν αερώδη».

3. ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ (598 περίπου – 525 π.Χ.)
     Ο Αναξιμένης ταυτίζει τον αέρα με την ψυχή σαν «γενετική αιτία» του σύμπαντος κόσμου. Μ’ αυτό τον τρόπο εγκαινιάζει την θεωρία του «μικρόκοσμου» και του «μεγάκοσμου» που θα κυριαρχήσουν στον επόμενο αιώνα.Ο αέρας είναι η «άπειρος αρχή»,δηλαδή από τον αέρα παράγονται τα πάντα.

4. ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ (580 – 500 π.Χ.)
       Ο Πυθαγόρας ανακάλυψε ότι η αρμονία της μουσικής, η αρμονία της λειτουργίας της φύσης και του κόσμου και η αρμονία των νόμων που διέπουν την κατασκευή και λειτουργία όλων των όντων, εξαρτώνται από ορισμένες μαθηματικές σχέσεις. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι βασικές αρχές του κόσμου είναι οι αριθμοί και ταυτίζει τον «άρτιο» αριθμό με το ‘Απειρο και τον «περιττό» με το Πεπερασμένο.
       Πιστεύει ότι η αρμονία γεννιέται από τις ζεύξεις αντιθέτων δυνάμεων και ωθεί τον άνθρωπο να συμμορφώνει την εσωτερική ζωή του σύμφωνα με τους αριθμητικούς κώδικες της αρμονίας. Έτσι γεννιέται η Πυθαγόρεια Ηθική.Σύμφωνα με την Ορφική θρησκεία, η ψυχή έχει θεία καταγωγή, προέρχεται δηλαδή από μία συμπαντική ψυχή και επομένως είναι αθάνατη.Η Πυθαγόρεια σύλληψη της Συμπαντικής ψυχής αποτελεί την αρχική κοσμοθεωρία ότι η ύλη του κόσμου είναι πνευματοποιημένη και υπάγεται σ’ ένα ψυχικό σύνολο που δηλώνει την Συμπαντική θεότητα.

5. ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ (580 – 485 π.Χ.)
      Ο Ξενοφάνης ασκεί σκληρή κριτική στην ανθρώπινη μορφή που έχουν οι θεοί της εποχής του και το ελάττωμα των ιερατείων να ταυτίζουν τους θεούς με τα ανθρώπινα μέτρα.
       Η Ιωνική Φυσική που ανακάλυψε την έννοια της Ενότητας και της Ολότητας του κόσμου, βοήθησε τον Ξενοφάνη στην σύλληψη του θείου και η έννοια του Θεού ορίζεται ως αρχή και ουσία του Σύμπαντος κόσμου.
Η επαναστατική αυτή ιδέα ανεβάζει την Θεότητα στην κορυφή της πνευματικής ανάτασης του ανθρώπου και το «ρεύμα» της διαμορφώνει τις βασικές αρχές της ιστορίας του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού.

6. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (540 – 480 π.Χ.)
      Η φιλοσοφία του Παρμενίδη συνοψίζεται στην διδασκαλία του για το Ον.Αυτό το Όν, η ύπαρξη και ουσία του κόσμου, προϋποθέτει την έννοια του κόσμου, όπως την ανεκάλυψαν οι Υλοζωϊστές και την έννοια του Θεού, σύμφωνα με την θεωρία του Ξενοφάνη.Το Όν του Παρμενίδη είναι Ακίνητο και Στατικό. Κάθε μορφής κίνηση βρίσκεται μόνον μέσα του. Η αληθινή γνώση είναι μόνον η γνώση του Όντος. Κάθε άλλης μορφής γνώση είναι ψεύτικη και απατηλή.
     Κάθε στιγμή η φύση μάς διδάσκει ότι το Ον είναι αγέννητο και αθάνατο, γιατί αποτελεί Ολότητα, είναι Αμετακίνητο και δεν έχει τέλος. Δεν «ήταν» ποτέ και δεν «θα είναι» ποτέ στο μέλλον, επειδή τώρα, στο παρόν, είναι όλο μαζί, είναι Ένα και έχει τη συνέχεια μέσα του. Με αυτό τον τρόπο ο Παρμενίδης συνοψίζει το Παν, δηλαδή τον ‘Ανθρωπο, τη Φύση και το Σύμπαν μέσα στην ίδια σφαίρα που ενυπάρχει ο Θεός και όλα μαζί αποτελούν μία ενότητα. Μ’ αυτή τη θεωρία ανοίγει η πύλη της Μεταφυσικής γνώσης ως το τέλος της Νεοπλατωνικής Φιλοσοφίας.

7. ΖΗΝΩΝ (490 – 430 π.Χ.)
       Ο Ζήνων υπερασπίζεται με πάθος την θεωρία του δασκάλου του, Παρμενίδη και με μία σειρά συλλογισμών αποδεικνύει ότι η «πολλότητα» δεν έχει υπόσταση, δηλαδή στο σύνολο του κόσμου η σύγκριση των όντων και των φαινομένων έχει ίσες θετικές και αρνητικές δυνάμεις και αποδίδει Μηδέν. Μέσα στην θεωρία του η «κίνησις» είναι αδύνατη.Ο Ζήνων αρνείται ακόμα και την κίνηση του Όντος μέσα στο χώρο και μάλιστα αρνείται και τον ίδιο το χώρο.
      Οι απόψεις του συνοψίζονται στα εξής: ‘Αν ο χώρος είναι κάτι, τότε που βρίσκεται; ‘Αν ο χώρος ανήκει στο «είναι» πού θα μπορούσε να «είναι»; Αλλά αν το «είναι» ολόκληρο είναι μέσα στο χώρο, τότε θα πρέπει ο χώρος να βρίσκεται μέσα σε έναν άλλο χώρο κι ο άλλος χώρος σ’ έναν άλλο χώρο, πράγμα που είναι αδύνατον.Γι’ αυτό, δεν υπάρχει χώρος.
      Η κατάργηση της έννοιας του χώρου και του χρόνου και οι συνθήκες ορίου της κινητικής αρχής, όπως τα συνέλαβε ο Ζήνων, απασχολούν σήμερα πολλούς κοσμολόγους και θεολόγους και αποτελούν τεκμήρια για επιστημονικές αναζητήσεις που αφορούν στην αρχή της Δημιουργίας του Σύμπαντος και την έννοια του Θεού ως Δημιουργού.

8. ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ (495 – 435 π.Χ.)
      Για τον Εμπεδοκλή το Ον, όταν το κοιτάμε σαν σύνολο, είναι Ακίνητο, Αμετάβλητο, Ολοτελές και Αιώνιο. Ποτέ δεν γεννήθηκε και ποτέ δεν θα πεθάνει.Όταν όμως κοιτάμε το Ον στα μέρη του, είναι κινούμενο σύμφωνα με τους όρους της κοσμολογίας του Ηρακλείτου. Τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τον κόσμο είναι το νερό, το χώμα, ο αέρας και η φωτιά. Τίποτα δεν γίνεται από το «μη είναι» και τίποτα δεν καταλήγει στο «μη είναι».
       Σύμφωνα μ’ αυτή τη θέση, αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν γένεση και φθορά, δεν είναι παρά η συνένωση και ο χωρισμός των στοιχειακών φορέων.Τα στοιχεία που συνθέτουν την ύλη του κόσμου είναι αιώνια αμετάβλητα, ενώ η ύλη του κόσμου είναι αιώνια μεταβλητή. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος στη φύση και στο Σύμπαν. Και τα δύο είναι αιώνια.Η ψυχή για τον Εμπεδοκλή σ’ αυτό τον κόσμο είναι εξόριστη. Ο μόνος τρόπος για να ενωθεί με το Θεό είναι μόνον η Αγάπη.

9. ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ (496 – 428 π.Χ.)
      Ο Αναξαγόρας είναι πιστός σύμμαχος της Ελεατικής Οντολογίας: Τίποτα στο Σύμπαν δεν καταλήγει στο μηδέν και τίποτα δεν αρχίζει από το μηδέν. Το Όν είναι χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, και ποιοτικά αναλλοίωτο. Αυτό που οι άνθρωποι λένε ζωή και θάνατο, δεν είναι παρά ο διαχωρισμός των στοιχείων της ύλης, που από την φύση τους είναι άφθαρτα. Για τον Αναξαγόρα η λέξις "Κόσμος" στην εσωτερική της σημασία σημαίνει «τάξη μέσα στο κοσμικό σύστημα». Δημιουργός της τάξης είναι το Θεϊκό πνεύμα. Αυτό ισχύει για ολόκληρο το Σύμπαν.
     Την διανοητική δύναμη και την ψυχή τα ονομάζει Νου. Κι ενώ η ψυχή κινεί το Παν, ο Νους είναι άπειρος, αυτούσιος παντοδύναμος, παντογνώστης, πανταχού παρών.Ο Αναξαγόρας είναι ο πρώτος στοχαστής στην ιστορία του κόσμου που διαχώρησε την ύλη από το πνεύμα. Ανάμεσα στο έμψυχο και το άψυχο,ο κοσμικός «Νους» συμπεριλαμβάνει το σύνολο των νόμων που εκδηλώνουν την δραστηριότητα του Θεού.

sciencearchives.wordpress.com

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Ο "ξένος"του Άλμπερτ Καμύ

     Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο  Μερσώ, ένας ασήμαντος γραφειοκράτης, χωρίς ιδεολογία, άθεος, ένας άβουλος άνθρωπος, αντικοινωνικός, χωρίς πάθη, φιλοδοξίες και φίλους,  χωρίς όνειρα, χωρίς κανένα ουσιαστικό δεσμό με τους γύρω του, που ζει μια αδιάφορη ζωή υποταγμένη στη μοίρα.
      Αναπτύσσει σχέσεις επιφανειακές με τους γύρω του-όπως είναι ο δεσμός του με την Μαρί και η φιλία του με τον Ραϊμόν- αρνείται όμως να συμμετάσχει ενεργά στη ζωή, προσπαθώντας να ελέγξει το πεπρωμένο, όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι παλεύοντας, ελπίζοντας  ή πιστεύοντας σε κάτι που θα την αλλάξει, γιατί υπάρχει μέσα του μια ενστικτώδης άρνηση που εκφράζεται με αδιαφορία  και απραξία σε όσα του συμβαίνουν.  Ζει σε μια κοινωνία παράξενα αυταρχική και καταπιεστική.
      Από τη μια λοιπόν ένας άνθρωπος ξένος προς την ζωή, ξένος με τους γύρω, απορεί με τον τρόπο που οι άλλοι λειτουργούν, αισθάνονται και σκέφτονται -η γυναικούλα νευρόσπαστο, ο γέρο- Σαλαμανό, ο φύλακας, η Μαρί, ο εισαγγελέας, ο δικηγόρος κλπ-κι από την άλλη μια απολιθωμένη κοινωνία που καταδικάζει αυτούς που δεν ακολουθούν τις συναισθηματικές και ηθικές αξίες της και τις αμφισβητούν, δηλαδή  όσους δεν λειτουργούν  σύμφωνα με τους «κοινά» αποδεχτούς της όρους.
      Ανάμεσα σε μια τέτοια κοινωνία και τον «ξένο» εισβάλλει το τυχαίο με την μορφή αρχικά του θανάτου της μητέρας του, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν αδιάφορα («δεν είχα τίποτα να περιμένω από αυτήν αλλά ούτε κι αυτή από εμένα»), τον αδιάφορο έρωτά του για την Μαρί που δυστυχώς  γεννήθηκε την επομένη της κηδείας (ενοχοποιητικό στοιχείο στη δίκη ) και με τη φιλία του με τον Ραϊμόν που ο Μερσώ δέχεται αλόγιστα.
 
         Ακολουθεί το έγκλημα που κάνει σκοτώνοντας τον Άραβα. Κι αυτό οφείλεται σε συμπτώσεις συνθηκών:ο εκτυφλωτικός ήλιος, η κούραση, η επιθετικότητα του Ραϊμόν και του Άραβα. Αφήνεται και πάλι έρμαιο των γεγονότων που ακολουθούν το φόνο, αφού στη δίκη τον υπερασπίζεται ένας δικηγόρος που ορίζεται αυτεπάγγελτα.
       Δεν προσπαθεί καθόλου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρακολουθεί σχεδόν με απάθεια σαν τρίτος  την εξωτερική εμφάνιση ή τη συμπεριφορά των άλλων, ξαφνιάζεται με το μίσος που του δείχνει ο εισαγγελέας, που του φαίνεται τόσο ανεξήγητο όσο και η φιλία που του πρότεινε ο Ραϊμόν.
       Ωστόσο για τη δικαιοσύνη δεν υπάρχει τύχη. Ο εισαγγελέας εξιστορεί με τη σειρά τα γεγονότα που οδήγησαν τον Μερσώ να σκοτώσει, ισχυριζόμενος πως είχε απόλυτη επίγνωση των πράξεών του. Μάλιστα την επίγνωση αυτή τη στηρίζει, επικαλούμενος την εξυπνάδα του, για να πείσει πως πρόκειται για πράξη απεχθή και προμελετημένη, στηρίζει δε το παράλογο της αγόρευσής του στο γεγονός πως δεν δήλωσε ποτέ μετάνοια: «πώς να τόκανε άλλωστε αφού κήδεψε τη μητέρα του με την καρδιά ενός εγκληματία;». Όλα αυτά οδηγούν το Μερσώ στην καταδίκη και στη λαιμητόμο.
      Στη φυλακή σκέφτεται τον τρόπο που έζησε. Παρόλ' αυτά δεν τον αναιρεί: «είχα ζήσει κατά έναν ορισμένο τρόπο και θα μπορούσα να είχα ζήσει με κάποιον άλλο». Σκέφτεται τη μητέρα του και την κοινή τους μοίρα μπροστά στο θάνατο και για πρώτη φορά συναισθάνεται,  αφού καταλαβαίνει την επιθυμία και την ανάγκη της να κάνει νέα αρχή,  μιας κι αυτός είναι και ο δικός του πόθος.

       Έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του. Όπως κάθε άνθρωπος φοβάται τον θάνατο και τον τρόπο που αυτός θα επέλθει, γιατί η λαιμητόμος του στερεί την παραμικρή ελπίδα διαφυγής. Παρατηρεί την αδικία που διέπει το ποινικό σύστημα: « είχα παρατηρήσει πως ήταν βασικό να δίνεται μια ευκαιρία στον κατάδικο. Μια μόνο στις χίλιες ήταν αρκετή για να διορθώσει πολλά πράγματα». Σκέφτεται την Μαρί. Παρόλ' αυτά δεν απελπίζεται και θυμώνει. Τον θυμό και τον αγνωστικισμό του ξεσπά στον κληρικό που τον επισκέπτεται, αρνούμενος την κατήχηση και την παρηγοριά που του προσφέρει.
      Αποδέχεται τη ζωή όσο και το θάνατο.Η επίγνωση αυτή κι ο θυμός,  που ξεσπά, τον ελευθερώνει: «λες κι αυτός ο μεγάλος θυμός με είχε απαλλάξει από το κακό, μου είχε αφαιρέσει την ελπίδα και μπροστά σ' αυτή τη φορτωμένη σημάδια και άστρα νύχτα, ξανοιγόμουνα για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Διαπιστώνοντας πόσο όμοιος ήταν μ' εμένα, πόσο τέλος πάντων αδελφικός, ένοιωσα πως είχα γίνει ευτυχισμένος και πως ήμουνα ακόμα ευτυχισμένος». Ούτε μια στιγμή μετάνοιας κι η ευτυχία, που νοιώθει, ένα ακόμη στοιχείο του παραλόγου.
      Λυτρωμένος από το φόβο του θανάτου και την κοινωνική του μάσκα,  τραγική φιγούρα πια διατυπώνει μιαν ευχή: «Για να γίνουν όλα στην εντέλεια, για να νοιώσω λιγότερο μόνος, μου απόμεινε να εύχομαι να υπάρχουν πολλοί θεατές τη  μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους».
    Ο ήρωας του Καμύ μας ξαφνιάζει. Αναρωτιέται κανείς. Πώς μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος ένας άνθρωπος,  ώστε να μην δίνει καμία αξία και νόημα στη ζωή του; Πώς αφήνεται στη μοίρα που τον καθιστά τελικά παιχνιδάκι στα χέρια της; Πώς γίνεται τυχαία να αφαιρέσει μια ζωή; Πώς παρακολουθεί τη δίκη του σαν θεατής, ενώ δικάζεται από μεροληπτικούς δικαστές, προκαλώντας έτσι τη δυστυχία και το τέλος της ζωής του; Πώς γίνεται η Δικαιοσύνη να επιβάλλει μια ποινή βασιζόμενη σε μια σαθρή λογική που αντιστρατεύεται κάθε Δίκαιο; Στην πραγματικότητα δεν καταδικάζεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει, αλλά γιατί είναι διαφορετικός από τους ομοίους του, ξένος ανάμεσα σ' αυτούς-δεν έκλαψε στην κηδεία της μάνας του. Δεν είναι παράλογο;
      Μήπως ο Μερσώ αρχικά,  αν και με τον δικό του τρόπο ενσωματωμένος στην κοινωνία,  φορούσε μια μάσκα αδιαφορίας κι υποταγής, για να έχει την ελευθερία να ζει τους στιγμιαίους πόθους και τα  συναισθήματά του; Μήπως στην πραγματικότητα η απάθεια ήταν το μόνο όπλο που διέθετε απέναντι στο φόβο, στη μοναξιά, στο θάνατο, ζώντας σε μια κοινωνία παράλογη και ξένη; Μήπως μια μάσκα φορούμε όλοι και σωπαίνουμε, για να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί, ώστε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα στη ζωή και το μερίδιο της ευτυχίας που μας ανήκει;

      Σε όλο το μυθιστόρημα το παράλογο είναι που κυριαρχεί. Γι αυτό θέλησε ο Καμύ να μιλήσει, για το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο, το παράλογο μιας απολιθωμένης κοινωνίας και το προϊόν της που είναι η παράλογη συμπεριφορά των ανθρώπων της. Επιπλέον, το παράλογο χρησιμοποιεί για να περιγράψει την αίσθηση της ανούσιας ύπαρξης.
      Ίσως το μυθιστόρημα να χαρακτηρίζεται από μια έξαρση υπερβολής, αλλά πρέπει να αναλογιστούμε πόσες φορές οι άνθρωποι έχουν σταθεί αντιμέτωποι με την κοινωνία και τις δομές της. Πόσες φορές έχασαν την ζωή τους μαχόμενοι, πόσες φορές διχάστηκαν με τον ίδιο τους τον εαυτό κι άλλες πόσες στάθηκαν ανίκανοι να κυριαρχήσουν στη ζωή τους ή ν' αλλάξουν την ροή της ιστορίας…
     Το έργο γράφτηκε από ένα μαχόμενο συγγραφέα - φιλόσοφο - υπαρξιστή, σε μια εποχή (1942) που οι συγγραφείς αισθάνονταν ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ο άνθρωπος.Ας αναρωτηθούμε ποια είναι η ουσία της δικής μας ζωής και πώς την διαχειριζόμαστε. Ας αναλογιστούμε σε ποιες κοινωνίες ζούμε, βιώνοντας τη φρίκη του πολέμου και της εξαθλίωσης αναπαυτικά στους καναπέδες μας μέσω της τηλεόρασης  κι ας σκύψουμε μέσα μας να δούμε αν είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια ζωή φαινομενικά ασφαλή. Αν κρύβουμε σ' ένα βαθμό έναν Μερσώ που λειτουργεί, τόσο παράλογα, όσο παράλογος είναι και ο κόσμος του.
     Για το συγκεκριμένο έργο , ο Σαρτρ είπε χαρακτηριστικά : « Ο παράλογος άνθρωπος είναι ένα κλασικό έργο που γράφτηκε για το παράλογο και κόντρα στο παράλογο.Ο παράλογος άνθρωπος δεν έχει τίποτα να δικαιολογήσει».
Αικατερίνη Βεζιρτζόγλου/www.lexima.gr/

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Κίργκεγκορ:«Το θέμα είναι να βρω μια αλήθεια δική μου, μια ιδέα, για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω».

       Ο Κίρκεγκορ, υπήρξε  ένας απόλυτα ελεύθερος στοχαστής, που δεν ανήκει σε σχολές και ρεύματα. Επισήμανε την καθοριστική σημασία «του εαυτού» και εξερεύνησε τις ευαισθησίες και τα συναισθήματα των ανθρώπων, όταν έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές ζωής: «Το θέμα είναι να βρω μια αλήθεια δική μου, μια ιδέα, για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». Αυτός ο αφορισμός του έγινε η σημαία του Υπαρξισμού, από τη δεκαετία του 30, εποχή που ο Δανός φιλόσοφος κέρδισε τον θρόνο της ευρωπαϊκής διανόησης.
     Μελαγχολικός και ανατρεπτικός, αγνόησε όλες τις συμβάσεις της εποχής του: Στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ανακάλυψε ότι δεν τον ενδιέφερε η ιστορία και η φιλοσοφία. «Αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι να ξεκαθαρίσω τι θα κάνω, ποιος θα είμαι και όχι τι πρέπει να ξέρω…δεν θέλω να ζήσω απομονωμένος στη γνώση, αλλά εκτεθειμένος στην πραγματική ζωή». Η διαθήκη του είναι διαχρονική: « Η εποχή δεν χρειάζεται μια ιδιοφυία –έχει αρκετές- αλλά έναν μάρτυρα, που θα διδάξει στους ανθρώπους τον σεβασμό, με το παράδειγμά του. Η εποχή χρειάζεται αφύπνιση».
      Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν κήρυξε ποτέ, δεν εξομολογήθηκε ποτέ, παρά μόνο στα ημερολόγιά του, όπως είπε ο ίδιος , στις 7000 σελίδες τους, συγκεντρωμένες σε 23 τόμους, γραμμένες με ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, τα οποία αποτελούν την σημαντικότερη πηγή κατανόησης της ζωής και της σκέψης του. Μάλιστα πολύ νωρίς έγινε ένα πρόσωπο περιθωριακό κι απόβλητο, στόχος σαρκασμού και ειρωνείας. Και με τον καιρό, άρχισε κι αυτός να δείχνει την πίκρα του, σαν το άγριο σκυλί που δαγκώνει όλους όσοι το πλησιάζουν. Σιγά σιγά, έγινε ακριβώς αυτό που ο Ίψεν αργότερα θα ονομάσει "εχθρό του λαού".

      Προς το τέλος πια της ζωής του, είχε φτάσει ν’ ασκεί οξυτάτη κριτική στο σύνολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πίστευε ότι ολόκληρη η Ευρώπη βάδιζε προς τη χρεοκοπία, ότι ζούσε σε μια εποχή χωρίς πάθη και πίστη και εξαπέλυε μύδρους εναντίον της χαλαρής και αδιάφορης στάσης της Εκκλησίας.
      Κυρίως, εναντίον των "χριστιανών της Κυριακής", όπως τους ονόμαζε, εκτόξευε, τα κείμενα του, βέλη πύρινα και φαρμακερά». Σήμερα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους "χριστιανούς των εορτών και των πανηγυριών.     
       Εξαιτίας της ενασχόλησης του με τη θρησκεία το έργο του Κίρκεγκορ έχει καταταγεί στον χριστιανικό υπαρξισμό και την υπαρξιακή ψυχολογία. Οι ιδέες που έφερε στο φως ο Κίρκεγκορ έγιναν αιτία έντονων συνειδησιακών διλημμάτων και αυτοκριτικής για τους αναγνώστες του. Στο έργο του Δανού θεολόγου υπογραμμίζεται μια επιτακτική ανάγκη: για να γίνουν γόνιμοι οι καιροί που ζούμε, οφείλουν να απολακτίσουν την πολλή και ποικίλη γνώση προς χάριν της αυτογνωσίας· η εποχή μας πρέπει να σπάσει τα δεσμά της αυθεντίας και του δογματισμού και να γίνει σωκρατική, δηλαδή διαλεκτική. Αυτό μπορεί να συμβεί εφόσον πάψει η αντικειμενικότητα να γίνεται το επίκεντρο στην αναζήτηση της αλήθειας. Η σωκρατική φιλοσοφική σκέψη επηρέασε βαθιά τις ιδέες και τα έργα του. Επίσης, η βασική έννοια της υπαρξιακής αγωνίας για την σωτηρία του ανθρώπου που ανέπτυξε ο Κίρκεγκορ εμφανίστηκε και ορίστηκε αρχικά από τον Ιωάννη Δαμασκηνό.
      Τα πρώιμα έργα του τα έγραψε χρησιμοποιώντας διάφορους χαρακτήρες με ψευδώνυμα, οι οποίοι παρουσίαζαν τις διαφορετικές απόψεις τους μέσω πολύπλοκων διαλόγων. Ο Κίρκεγκορ άφηνε στον κάθε αναγνώστη του να κατανοήσει τη σημασία των έργων του, διότι «το έργο [του αναγνώστη] θα πρέπει να καθίσταται δύσκολο, καθώς μόνο η δυσκολία εμπνέει εκείνον που έχει ευγενή κίνητρα». Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν εξέφρασε την άποψη ότι ο Κίρκεγκορ ήταν «με διαφορά, ο πιο εξέχων διανοητής του δέκατου ένατου αιώνα». Αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα που επηρέασε τη σύγχρονη διανόηση».
       Ο Κίργκεγκορ είχε ακονίσει τη ματιά του έτσι ώστε να διακρίνει με κάθε λεπτομέρεια τη σημασία του μεμονωμένου ατόμου. Αλλά σ’ ένα πράγμα είχε δίκιο: δεν είμαστε μονάχα "παιδιά της εποχής μας". Καθεμιά και καθένας από μας είναι ταυτόχρονα κι ένα μοναδικό άτομο, που ζει μόνο τώρα, αυτή τη μία και μοναδική φορά. Επειδή ο Χέγκελ ενδιαφερόταν μονάχα για την ιστορική εξέλιξη σε γενικές γραμμές, ο Κίρκεγκορ θεώρησε ότι η φιλοσοφία των ρομαντικών και ο ιστορισμός του Χέγκελ είχαν αφαιρέσει από το άτομο την ευθύνη για τη ζωή του. Κατά τη γνώμη του, οι ρομαντικοί και ο Χέγκελ έβραζαν στο ίδιο καζάνι.

       Για τον Κίρκεγκορ, ο χριστιανισμός ήταν κάτι τόσο συγκλονιστικό και συνάμα τόσο παράλογο, που τα απαιτούσε όλα ή τίποτα. Κατά τη γνώμη του, ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς "λίγο" ή "μέχρι ένα ορισμένο σημείο". Διότι ή αναστήθηκε ο Θεός την Κυριακή του Πάσχα ή δεν αναστήθηκε.
      Κι αν αναστήθηκε στ’ αλήθεια εκ νεκρών, αν πέθανε πράγματι για χάρη μας, τότε έχουμε μπροστά μας ένα γεγονός τόσο συγκλονιστικό, που πρέπει να χαράξει βαθιά κι ανεξίτηλα όλη μας τη ζωή».Ο Κίρκεγκορ διέκρινε στους συγχρόνους του, Εκκλησία και πλήρωμα, μια στάση ψεύτικης ευσέβειας συνδυασμένη με μια δασκαλίστικη λογική κατανόηση της πίστης. Κάτι τέτοιο ήταν γι’ αυτόν αδιανόητο. H θρησκεία και η λογική ήταν γι’ αυτόν σαν το νερό με τη φωτιά. Δεν αρκούσε να θεωρεί κανείς το χριστιανισμό "αληθινό", έλεγε. H χριστιανική πίστη επιβάλλει να βαδίζουμε στα χνάρια του Χριστού».Με τη φιλοσοφία του, ωστόσο, επηρέασε και μη χριστιανούς διανοητές, όπως αυτούς της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, που άντλησαν πολλά στοιχεία από τη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ.
      Στα είκοσι οχτώ του χρόνια, έκλεισε τις σπουδές του με την εργασία "H έννοια της ειρωνείας στον Σωκράτη", με την οποία κανονίζει ταυτόχρονα μια και καλή τους λογαριασμούς του με τη ρομαντική ειρωνεία και το αιώνιο παιχνίδι των ρομαντικών με την ψευδαίσθηση. Απέναντι στη ρομαντική ειρωνεία, τοποθετεί τη "σωκρατική ειρωνεία".O Σωκράτης είχε, επίσης, χρησιμοποιήσει κατά κόρον την ειρωνεία, ο σκοπός του, όμως, ήταν να διαπαιδαγωγήσει τους ακροατές του και να τους οδηγήσει σε μια όλο και πιο σοβαρή στάση απέναντι στη ζωή. O Σωκράτης, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς, ήταν, για τον Κίρκεγκορ, ένας υπαρξιακός φιλόσοφος, ένας φιλόσοφος, δηλαδή, που συμπεριλαμβάνει όλη του την ύπαρξη στη φιλοσοφική του σκέψη, ενώ οι ρομαντικοί, με την έλλειψη σοβαρότητας που τους διέκρινε, πολύ απείχαν από μια τέτοια υπεύθυνη και συνεπή στάση.
       O Κίρκεγκορ υιοθέτησε την ακριβώς αντίθετη στάση από το "σύστημα" του Έγελου που οι οπαδοί του το χρησιμοποιούσαν και το εφάρμοζαν σε όλους σχεδόν τους τομείς της έρευνας και της επιστήμης. και δήλωσε ότι οι "αντικειμενικές αλήθειες", με τις οποίες ασχολιόταν η εγελιανή φιλοσοφία, ήταν εντελώς αδιάφορες για την ύπαρξη του μεμονωμένου ανθρώπου.Σημασία για τον μεμονωμένο άνθρωπο, σύμφωνα με τον Δανό φιλόσοφο, δεν ήταν τόσο η αναζήτηση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ με κεφαλαία, αλλά ήταν η αναζήτηση των αληθειών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του κάθε ατόμου. Το σπουδαίο είναι, έλεγε, "να βρω τη δική μου αλήθεια".
      Τοποθέτησε, λοιπόν, απέναντι στο "Σύστημα" το άτομο – τον μεμονωμένο άνθρωπο. O Χέγκελ, έλεγε, είχε ξεχάσει πως ήταν κι ο ίδιος ένας άνθρωπος. O Κίρκεγκορ κορόιδευε με καυστικό τρόπο τους αφηρημένους καθηγητές της εγελιανής φιλοσοφίας, που ζουν στα σύννεφα, κι ενώ εξηγούν ολόκληρο το Σύμπαν, ξεχνούν το ίδιο τους το όνομα, ξεχνούν ότι είναι ανθρώπινα όντα κι όχι ενσαρκώσεις μιας κάποιας στρυφνής και ακαταλαβίστικης παραγράφου.

         Μια περιγραφή, γενική και θεωρητική, της ανθρώπινης φύσης ή της ανθρώπινης "ύπαρξης" δεν ενδιέφερε καθόλου τον Κίρκεγκορ. Σημασία έχει γι’ αυτόν η ύπαρξη του μεμονωμένου ατόμου, του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Κι ο άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με την ύπαρξή του καθισμένος πίσω από ένα γραφείο. Μόνο όταν ενεργούμε, – και προπάντων όταν προχωρούμε με σημαντικές επιλογές- , μόνο τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ύπαρξή μας.
       Μια ιστορία από τη ζωή του Βούδα μπορεί να μας δώσει να καταλάβουμε το ακριβώς εννοούσε ο Κίρκεγκορ. Γιατί και η φιλοσοφία του Βούδα είχε ως αφετηρία της την ανθρώπινη ύπαρξή. Κάποτε ήταν ένας μοναχός που πίστευε ότι ο Βούδας δίνει ασαφείς απαντήσεις σε πολύ σημαντικά ερωτήματα, όπως: τι είναι ο κόσμος και τι είναι ο άνθρωπος.
       O Βούδας του απάντησε με ένα πολύ πετυχημένο παράδειγμα: Ας πούμε ότι κάποιος πληγώνεται από βέλος φαρμακερό. O άνθρωπος αυτός δε θα ρωτήσει ποτέ από καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον, από περιέργεια, πώς είναι φτιαγμένο το βέλος που τον χτύπησε, σε ποιο δηλητήριο ήταν βουτηγμένη η μύτη του και από ποια γωνία έπεσε πάνω του και τον χτύπησε. Το σπουδαιότερο για τον πληγωμένο θα ήταν να έρθει κάποιος και να του το βγάλει και να περιποιηθεί την πληγή του.
       O Βούδας κι ο Κίρκεγκορ ένιωθαν κι οι δυο πολύ έντονα ότι η ζωή είναι εξαιρετικά σύντομη. Και σ’ αυτή την περίπτωση δε χώνεται κανείς πίσω από ένα γραφείο να σπαζοκεφαλιάζει για το Παγκόσμιο Πνεύμα.Ο Κίρκεγκορ είπε ακόμα ότι η αλήθεια είναι "υποκειμενική". Δεν εννοούσε ότι ό,τι κι αν πιστεύουμε, ό,τι κι αν λέμε, κάνει το ίδιο. Εννοούσε ότι οι πραγματικά σημαντικές αλήθειες είναι προσωπικές. Μόνο τέτοιες αλήθειες είναι "αλήθειες για μένα", "δικές μου αλήθειες"».
       Ένα σημαντικό ερώτημα είναι, για παράδειγμα, η αλήθεια ή όχι του χριστιανισμού. Το ερώτημα αυτό δεν μπορούμε, κατά τη γνώμη του Κίρκεγκορ, να το αντιμετωπίσουμε με ακαδημαϊκό ή θεωρητικό τρόπο. Για κάποιον που αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Δεν αρχίζει να το συζητά απλά και μόνο επειδή του αρέσει η συζήτηση. Είναι ένα θέμα που προσεγγίζουμε με μεγάλο πάθος. Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε μια διάκριση: από τη μια, έχουμε το φιλοσοφικό ερώτημα αν υπάρχει ή όχι Θεός κι από την άλλη, έχουμε τη στάση του ατόμου απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα. O κάθε άνθρωπος μπορεί και πρέπει ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις ερωτήσεις με τον δικό του τρόπο. Κι εξάλλου, δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε οριστική απάντηση σ’ αυτές παρά μονάχα μέσω της πίστης. Τα πράγματα που μπορούμε ν’ αντιληφθούμε με τη λογική και το μυαλό μας είναι για τον Κίρκεγκορ ασήμαντα.

       Για παράδειγμα: Οχτώ και τέσσερα κάνουν δώδεκα. Αυτό το ξέρουμε με σιγουριά. Είναι ένα παράδειγμα λογικής αλήθειας, που απασχολεί όλους τους φιλόσοφους από τον Ντεκάρτ και μετά. Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να τη συμπεριλάβει στη βραδινή του προσευχή; Και ποιος κάθεται να τις συλλογιστεί αυτές τις αλήθειες, όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του θανάτου; Κανείς! Αυτές οι αλήθειες, όσο "αντικειμενικές" και "γενικές" κι αν είναι, παραμένουν εντελώς αδιάφορες για την ύπαρξη του μεμονωμένου ατόμου.
      Η πίστη έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, όταν πρόκειται για ζητήματα θρησκείας. O Κίρκεγκορ λέει ότι αν αντιλαμβάνομαι αντικειμενικά το Θεό, τότε δεν τον πιστεύω. Ακριβώς, όμως, επειδή δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ αντικειμενικά την ύπαρξη του, οφείλω να πιστέψω σ’ αυτήν. Κι αν θέλω να διατηρήσω την πίστη μου, πρέπει πάντα να ‘χω τα μάτια μου δεκατέσσερα, να μην ξεχάσω ότι και όμως πιστεύω.
       Έτσι, παλιά πολλοί προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού – ή, έστω, να την αντιληφθούν – με τη λογική τους. Αν, όμως, καταπιαστούμε με τέτοια συστήματα απόδειξης του Θεού και λογικά επιχειρήματα, τότε χάνουμε την πίστη μας και τη θρησκευτική μας θέρμη. Το σημαντικό δεν είναι αν ο χριστιανισμός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά αν "για μένα" είναι ή όχι αλήθεια. Στο Μεσαίωνα, η ίδια σκέψη είχε διατυπωθεί με τη φράση "Credo quia absurdum". Που σημαίνει: "Πιστεύω επειδή είναι παράλογο". Αν ο χριστιανισμός απευθυνόταν στη λογική μας, – και όχι σε άλλες πλευρές μέσα μας -, τότε δε θα ήταν ζήτημα πίστης.
       Στις τρεις έννοιες – "ύπαρξη", "πίστη" και "υποκειμενική αλήθεια" – ο Κίρκεγκορ οδηγήθηκε χάρη στην κριτική που άσκησε στη φιλοσοφική παράδοση και, προπάντων, στη φιλοσοφία του Χέγκελ. H κριτική σκέψη του, ωστόσο, αφορούσε ολόκληρο τον πολιτισμό. Στη σύγχρονη κοινωνία των μεγαλουπόλεων, ο άνθρωπος έχει μετατραπεί σε "κοινό" ή "κοινή γνώμη", έλεγε ο Κίρκεγκορ. Και το πρώτο χαρακτηριστικό του "πλήθους" είναι ακριβώς η "ανόητη φλυαρία". Σήμερα, θα χρησιμοποιούσαμε ίσως τη λέξη "κομφορμισμός", που σημαίνει ότι όλοι "πιστεύουν" το ίδιο, έχουν "την ίδια γνώμη", χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για τίποτα.

sciencearchives.wordpress.com