"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Υπαρξισμός και Απαισιοδοξία

       Η Σιμόν ντε Μποβουάρ δίνει με πολύ λίγα λόγια ένα εξαιρετικό παράδειγμα αρνητικής στάσης απέναντι στη ζωή. Η αρνητική στάση ζωής είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις μέρες μας.
Η απαισιοδοξία, ο πεσιμισμός, από το λατινικό pessimus (το χειρότερο), είναι μια κατάσταση πνεύματος, υπό την επήρεια της οποίας αντιλαμβανόμαστε αρνητικά τη ζωή, την ίδια την πραγματικότητα.
       Αυτό σημαίνει ότι απαξιώνουμε την πραγματικότητα, όπως έκανε ο πιο διάσημος απαισιόδοξος στοχαστής, Άρθουρ Σοπενάουερ. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ εκφράζει στην εντέλεια αυτό που περιγράφω, σε ένα απόσπασμα του Pyrrhus and Cineas όπου γράφει: “Μάταια κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και λέω την ιστορία μου, αλλά δεν μπορώ να συλλάβω τον εαυτό μου ως ολότητα, αυτό που βιώνω είναι το κενό που είναι ο εαυτός μου, αισθάνομαι ότι δεν είμαι”.
        Στην αυτοβιογραφία της, The Prime of Life, η Σιμόν περιγράφει όμορφα ένα τσακωμό με τον Σαρτρ, στο Λονδίνο, το Πάσχα του 1933, πάνω στις διαφορετικές οπτικές τους πάνω στην πραγματικότητα. Η ίδια υποστήριζε ότι η πραγματικότητα εκτείνεται πέρα από όλα όσα μπορούμε να πούμε γι’ αυτή και ότι καλά θα κάναμε, αντί να την περιορίζουμε σε σύμβολα, να την αντιμετωπίσουμε έτσι όπως είναι, γεμάτη αμφιβολίες και σύγχυση, παράξενη και απροσδιόριστη.
        Ο Σαρτρ της απάντησε ότι όποιος ήθελε, όπως οι δυο τους, να τακτοποιήσει τον κόσμο σε κάποιο προσωπικό σχήμα, θα πρέπει να κάνει κάτι παραπάνω από το να παρατηρεί και να αντιδρά. Θα χρειαστεί να “πιάσει” τη σημασία των φαινομένων και να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να τη γράψει. Όπως γράφει με χιούμορ στη συνέχεια, “... αυτό που έκανε σκέτη βλακεία τη διαφωνία μας ήταν το γεγονός ότι ο Σαρτρ, ύστερα από 12 μέρες επίσκεψη, ήταν ανίκανος να κατανοήσει το Λονδίνο και όποτε έδινε ένα ρεζουμέ αυτής της πόλης, παρέλειπε πολλές σημαντικές πλευρές της και δεν είχε καθόλου κάποια ολική εικόνα της πόλης”. Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο Σαρτρ έκανε λάθος.
       Η θέση που εκφράζει η Σιμόν είναι καθαρός Υπαρξισμός, ότι η πραγματικότητα εκτείνεται πέρα από την ικανότητά μας να την πιάσουμε. Ο Σαρτρ ήταν αρχι-Υπαρξιστής, οπότε η διαφωνία τους μοιάζει περίεργη. Η θέση της Σιμόν, ότι η πραγματικότητα εκτείνεται πέρα από όλα όσα θα μπορούσαμε να πούμε γι’ αυτή, δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να ξαπλώσουμε ανάσκελα και να αναστενάζουμε και να καταριόμαστε την τύχη μας, ούτε ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια να μιλήσουμε και να γράψουμε γι’ αυτή. Αλλά ούτε η θέση του Σαρτρ, ότι θα έπρεπε να ψάξουμε για τη σημασία των φαινομένων και να προσπαθήσουμε να τα προσδιορίσουμε με λέξεις, αναιρεί τη θέση της, ότι η πραγματικότητα είναι πάρα πολύ μεγάλη για να τη συλλάβουμε ως ολότητα.

        Υπάρχει όμως αρνητικότητα και στις δύο θέσεις. Η Σιμόν, μπροστά στον καθρέφτη, αισθάνεται ότι το νόημα της ζωής της είναι ψευδαίσθηση, ο Σαρτρ πιστεύει ότι πρέπει να κάνει την προσπάθεια να βρει λέξεις για να καθορίσει την πραγματικότητα, αλλά αισθάνεται ότι αυτό που κάνει είναι κάτι σαν θυσία, μια μικρή βαρκούλα μέσα στον ωκεανό της ασημαντότητας που θα μας καταπιεί όλους.
       O σκοπός της συνειδητότητας είναι να ρίχνει άπλετο φως στον αντικειμενικό κόσμο, στην πραγματικότητα. Όποτε είμαστε χαρούμενοι, γεμάτοι ενέργεια και αισιόδοξοι, όλα όσα κοιτάμε, φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα. Όλα καθίστανται αδιάφορα, μαραμένα, ανιαρά, όταν είμαστε κουρασμένοι ή κακοδιάθετοι. Σε περιπτώσεις μάλιστα εξάντλησης ή κατάθλιψης (και αυτά τα δύο μοιάζουν), η ίδια η ζωή μοιάζει μάταιη.
         Η Σιμόν δεν μπορεί να συλλάβει, να πιάσει, τον εαυτό της ως ολότητα, ως κάτι διαφορετικό από το κενό που υπάρχει μέσα της, αλλά ξέρουμε καλά ότι σε στιγμές χαράς, πληρότητας και αισιοδοξίας, μπορούμε να πιάσουμε τον εαυτό μας ως ολότητα, ως κάτι ολοζώντανο που θα πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά και θα την πιεί με το κουταλάκι...
       Ο Μάσλοου μίλαγε περί εκστατικής εμπειρίας, ο Γκουρτζίεφ μιλούσε για αυτο-ενθύμιση, ανάμνηση του εαυτού, ο Χούσερλ έλεγε ότι η συνειδητότητα είναι σαν ένα βέλος που εκσφενδονίζεται με ορμή και καρφώνεται στον στόχο. Μου φαίνεται ότι οι υπεραπαισιόδοξοι Σαρτρ και Μποβουάρ κάνουν λάθος όταν προσπαθούν να μας περάσουν τη δική τους “κενή συνειδητότητα” ως τη συνηθισμένη, την κοινή ανθρώπινη συνειδητότητα. Απλά γενικεύουν τη δική τους απαισιοδοξία.
       Το βέλος που εκτοξεύει η συνειδητότητα ενός ανθρώπου με αρνητική στάση απέναντι στη ζωή εκτοξεύεταιαπό ένα μη-καλά τεντωμένο τόξο και δεν βρίσκει στόχο, πέφτει αδύναμα στα πόδια του τοξότη. Αν η συνειδητότητα είναι φως, τότε το βέλος της αντιληπτικότητας που πέφτει στα πόδια του τοξότη, δεν φωτίζει καλά την πραγματικότητα, την αφήνει στο μισοσκόταδο. Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ ότι το θέμα της απαισιοδοξίας είναι θέμα οπτικής γωνίας, για παράδειγμα το μισοάδειο ή μισογεμάτο ποτήρι.

        Οι πρώτοι Ρομαντικοί ένιωσαν ότι οι στιγμές έκστασης μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια σύντομη, κλεφτή θα’ λεγα, ματιά σε κάποιο βαθύτερο νόημα, κάτω και πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά γύρω στο 1890, οι Ρομαντικοί έπεσαν στη βαθύτερη μελαγχολία, στην αυτο-λύπηση, αυτοκτονούσαν ή παραφρονούσαν.
        Είχαν στιγμές έκλαμψης, όπου έβλεπαν το νόημα της ζωής και αισθάνονταν απερίγραπτη χαρά, αλλά αυτές οι στιγμές δεν είχαν διάρκεια και σύντομα ξέπεφταν σε αυτό που ο Χάιντεγκερ όμορφα ονόμασε ασημαντότητα της καθημερινότητας και το οποίο είναι συνώνυμο της αρνητικότητας. Όταν η αντίληψή μας, που στην πραγματικότητα είναι ένας δυνατός προβολέας, δουλεύει μηχανικά, αυτόματα, χωρίς ενδιαφέρον, γιατί το ενδιαφέρον φορτίζει τον προβολέα, μετατρέπεται σε φλόγα κεριού που δυσκολεύεται να φωτίσει πέρα από τα τρία μέτρα και η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε είναι σκοτεινή και θολή, μαύρη και άραχνη.
       Ο Χάιντεγκερ, πίστευε ότι ο άνθρωπος γνωρίζει πραγματικά τον εαυτό του μόνο όταν αντιμετωπίζει το θάνατο ή μια μεγάλη συμφορά. Η ασημαντότητα της καθημερινότητας πλημμυρίζει τη ζωή μας και ακόμα και οι πιο έξυπνοι από μας βυθίζονται μέσα της ως τη στιγμή που μια κρίση θα τους σοκάρει και θα τους ξυπνήσει. Συμβαίνει και αποτελεί τον κανόνα, ο νους μας να υπνωτίζεται από το τετριμμένο, από την υπόθεση ότι η καθημερινή ζωή είναι κοινή, δηλαδή βαρετή και ανούσια, κοινότοπη, και ενσωματώνει αυτή την απαισιοδοξία στη διανοητική του στάση απέναντι στη ζωή. Είναι σα να φοράμε, αυτόματα, μηχανικά, ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά που μας δείχνουν πολύ πιο σκοτεινά τα πράγματα.
       Ο Χούσερλ, που κατά τα άλλα επηρέασε πολύ τον Σαρτρ, ο οποίος τον εκτιμούσε απεριόριστα και θεωρούσε δάσκαλό του, αναγνώρισε το εμπρόθετο της συνειδητότητας, δηλαδή ότι ασχολιόμαστε μόνο με τα θέματα που μας ενδιαφέρουν, αγνοώντας τα υπόλοιπα, και αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι η αντιληπτικότητά μας εξαρτάται από τη διανοητική μας στάση και βέβαια, από τη διάθεσή μας.
       Το σημαντικό ερώτημα που τίθεται τώρα είναι πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε να διαρκούν περισσότερο οι εκλάμψεις, οι στιγμές που θυμόμαστε τον εαυτό μας. Αν η συνειδητότητα είναι εμπρόθετη, τότε η ευθύνη μας είναι μεγάλη αφού η αρνητικότητα ενισχύει τη λήθη του εαυτού μας. Οι εκστατικές εμπειρίες του Μάσλοου, οι στιγμές όπου γεμάτοι ενέργεια δεν μπορούμε να κρύψουμε τη χαρά και τον ενθουσιασμό μας, είναι σίγουρα στιγμές ολικής ενθύμησης της ύπαρξης, ταυτόχρονη συναίσθηση του εαυτού, αλλά και του έξω κόσμου. Πώς γίνεται όμως και έχουμε την τάση να βλέπουμε συνήθως τα πράγματα περισσότερο μαύρα και λιγότερο λευκά;
       Ο  Υπαρξισμός όμως ειδικά και η φιλοσοφία γενικότερα, μου δίνουν ένα αρκετά καλό πλαίσιο για να ξεκινήσει κάποια συζήτηση πάνω στη γενικευμένη αρνητικότητα των καιρών. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, με αυτή την τάση της να υποθέτει ότι η κενή συνειδητότητα που διαθέτει η ίδια σε στιγμές ναυτίας (Η Ναυτία, ένα περίφημο βιβλίο του Σαρτρ, που προσπαθεί να μας πείσει ότι η ναυτία είναι η φυσιολογική, η κανονική ανθρώπινη κατάσταση) είναι κάτι που μοιράζεται με όλους τους συνανθρώπους της, με έκανε να συνειδητοποιήσω ένα πολύ βασικό λάθος, δικό της, αλλά και των Υπαρξιστών γενικά.
dialogoi.enet.gr

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Αιτία της αναπαραγωγής των όντων είναι ο πόθος τους για αθανασία



ΠΛΑΤΩΝΟΣ  ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ 207a–208b
        Ο Σωκράτης πήρε τον λόγο μετά τον ποιητή Αγάθωνα και αμφισβήτησε την κοινή αντίληψη για τον Έρωτα. Για να καθορίσει ποια είναι τα γνωρίσματά του, ο φιλόσοφος κατέφυγε σε παλαιότερη συνομιλία του με μια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα. Αυτή υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ένας δαίμονας, που, ως γιος του Πόρου και της Πενίας, είναι γεμάτος αντιφάσεις, στοχεύει, ωστόσο, στην παντοτινή κατοχή του αγαθού, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία.
Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
        Αυτά γενικώς μου ανέπτυσσε, κάθε φοράν που έκαμνε λόγον περί των προβλημάτων του έρωτος, κάποτε δε μου απηύθυνε το ερώτημα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν' η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισμόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεμον να διεξάγουν, και τ' ασθενέστερα ακόμη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν;
       Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ημπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ημπορείς να μου εξήγησης;» Και εγώ ετόνιζα και πάλιν, ότι δεν ήξερα. Εκείνη τότε είπε: Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έμπειρος εις τα ζητήματα του έρωτος εφ' όσον δεν εννοείς αυτά;»


      «Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλίαν. Λέγε μου λοιπόν και τούτου του φαινομένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα».
       «Λοιπόν» είπε «εφ' όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείμενον φυσικόν του έρωτος ειν' εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαμεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. Διότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ' όσον είναι δυνατόν, να ειν' αιωνία και αθάνατος. Δυνατόν δε της είναι κατά τούτον μόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, με το ν' αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόμοιον.
       Άλλωστε και εις ό,τι ονομάζομεν ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εμψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας μέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισμόν του, εν τούτοις λέγομεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίμα εις ολόκληρον γενικώς το σώμα. Και όχι μόνον εις το σώμα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυμίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ' αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτον εις κάθε άτομον, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται.
       Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόμη, ότι και αι γνώσεις, όχι μόνον άλλαι μας έρχονται και άλλαι μας αφήνουν, και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. Διότι αυτό που ονομάζομεν μελέτην, γίνεται με την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησμοσύνη ειν' εξαφανισμός γνώσεως, ενώ αφ' ετέρου η μελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ιδία.


        Πράγματι μ' αυτό μόνον το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι με το να παραμένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ' όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν' αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όμοιον όπως αυτό. Μ' αυτό το τέχνασμα» είπε «Σωκράτη, έχει μέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ' άλλα· η αθάνατος πάλιν με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εμφύτως αποδίδει σημασίαν εις το αποβλάστημά της·χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρως».


Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε

         Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη που συνόρευε με το δάσος, βρήκε πολλούς ανθρώπους μαζεμένους στην αγορά, επειδή είχε ανακοινωθέι ότι ένας σχοινοβάτης θα έκανε επίδειξη. Και ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι στους ανθρώπους:Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο.
     Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρόκειται να ξεπεραστεί.Τι έχετε κάνει για να ξεπεράσετε τον άνθρωπο;Όλα τα όντα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει κάτι πέρα από τον εαυτό τους: κι εσείς θέλετε να είστε η άμπωτη αυτής της μεγάλης παλίρροιας και θα προτιμούσατε να ξαναγυρίσετε στο κτήνος παρά να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος προς τον άνθρωπο; Ένα περιγέλασμα, ένα επόνειδο πράμα. Και το ίδιο ακριβώς θα είναι ο άνθρωπος προς τον Υπεράνθρωπο: ένα περιγέλασμα, ένα πράμα της ντροπής.
      Έχετε προχωρήσει από το σκουλήκι στον άνθρωπο, και πολύ ακόμα μέσα σας είναι του σκουληκιού. Κάποτε ήσασταν πίθηκοι, κι όμως ακόμα ο άνθρωπος είναι περισσότερο πίθηκος από οποιονδήποτε πίθηκο. Ακόμα κι οι πιο σοφοί ανάμεσά σας είναι μόνο μια δυσαρμονία και μείγμα φυτού και φαντάσματος. Σας ζητάω όμως να γίνετα φυτά και φαντάσματα; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο! Ο Υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης. Αφήστε τη βούλησή σας να πει: Ο Υπεράνθρωπος θα είναι το νόημα της γης!

      Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε αληθινοί στη γη, και μην πιστεύετε αυτούς που σας μιλάνε για υπεργήινες ελπίδες! Δηλητηριαστές είναι, είτε το ξέρουνε είτε όχι. Καταφρονητές της ζωής είναι, παρακμάζοντες και δηλητηριασμένοι οι ίδιοι, τους οποίους έχει βαρεθεί η γη: έτσι αφήστε τους να πάνε! Κάποτε βλασφημία ενάντια στο Θεό ήταν η μεγαλύτερη βλασφημία. Αλλά ο Θεός πέθανε, και μαζί και εκείνοι οι βλάσφημοι.
      Το να βλασφημήσεις τη γη είναι τώρα η πιο τρομερή αμαρτία, και το να επιτιμήσεις την καρδιά του μη γνωστέου υψηλότερο κι απ' το νόημα της γης!Κάποτε η ψυχή κοίταζε με περιφρόνηση το σώμα, και τότε αυτή η περιφρόνηση ήταν το ανώτερο πράγμα:- η ψυχή επιθυμούσε το σώμα να είναι αδύναμο, χλωμό, και πεινασμένο. Έτσι σκέφτηκε να ξεφύγει από το σώμα κι απ' τη γη.  
          Ω, αυτή η ψυχή ήταν η ίδια αδύναμη, χλωμή, και πεινασμένη, και σκληρότητα ήταν η απόλαυση αυτής της ψυχής! Αλλά εσείς, επίσης, αδελφοί μου, μου λέτε: Τι λέει το σώμα σου για την ψυχή σου; Δεν είναι η ψυχή σου φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια; Αληθινά, ένα μολυσμένο ρέμα είναι ο άνθρωπος. Κάποιος πρέπει να είναι θάλασσα, για να δεχτεί ένα μολυσμένο ρέμα χωρίς να μολυνθεί ο ίδιος.
       Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι εκείνη η θάλασσα, σ' αυτόν μπορεί η μεγαλύτερη περιφρόνησή σας να βυθιστεί.Ποιο είναι το σπουδαιότερο πράγμα που μπορείτε να ζήσετε; Είναι η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Η ώρα στην οποία ακόμα και η ευτυχία σας σας γίνεται μισητή, και το ίδιο η λογική και η αρετή.
     Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η ευτυχία! Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια. Μα η ευτυχία μου έπρεπε να δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξη!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η λογική! Λαχταράει τη γνώση όπως το λιοντάρι την τροφή του; Είναι φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η αρετή! Ακόμα δεν με έχει κάνει παθιασμένο.
        Πόσο έχω βαρεθεί το καλό και το κακό μου! Είναι όλα φτώχεια και μόλυνση και ελεεινή αυταρέσκεια!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η δικαιοσύνη! Δε βλέπω να είμαι πυρετός και φωτιά! Οι δίκαιοι, όμως, είναι πυρετός και φωτιά!" Η ώρα που λέτε: "Τι καλό μου κάνει η συμπόνοια! Δεν είναι η συμπόνοια ο σταυρός στον οποίο καρφώθηκε αυτός που αγάπησε τον άνθρωπο; Αλλά η συμπόνοια μου δεν είναι σταύρωση." Έχετε μιλήσει ποτέ έτσι; Έχετε φωνάξει ποτέ έτσι;
      Α! μακάρι να σας είχα ακούσει να φωνάζετε έτσι! Δεν είναι δικό σας αμάρτημα- είναι η αυτοϊκανοποίησή σας που φώναξε στους ουρανούς, αυτή η ίδια σας η αποφυγή της αμαρτίας φώναξε στους ουρανούς! Πού είναι η αστραπή να σας γλύψει με τη γλώσσα της; Πού είναι η φρενίτιδα με την οποία έπρεπε να είστε εμβολιασμένοι; Σταθείτε, σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο: αυτός είναι αυτή η αστραπή, αυτός είναι η φρενίτιδα!-
      Όταν ο Ζαρατούστρα μίλησε έτσι, ένας από το πλήθος φώναξε: "Έχουμε ως τώρα ακούσει αρκετά για τον σχοινοβάτη, είναι καιρός να τον δούμε!" Και όλος ο κόσμος γέλασε με τον Ζαρατούστρα. Αλλά ο σχοινοβάτης, που νόμισε οτι τα λόγια ίσχυαν γι' αυτόν, ξεκίνησε την επίδειξή του.
Ο Ζαρατούστρα, όμως, κοίταξε το πλήθος και θαύμασε. Μετά μίλησε έτσι: Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον Υπεράνθρωπο- ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο. Ένα επικίνδυνο πέρασμα, ένα επικίνδυνο ταξίδεμα, μια επικίνδυνη ματιά προς τα πίσω, ένα επικίνδυνο τρεμούλιασμα και σταμάτημα. Το σπουδαίο στον άνθρωπο είναι ότι είναι μια γέφυρα και όχι ένας στόχος: το αξιαγάπητο στον άνθρωπο είναι οτι είναι υπερβάτης και καταβάτης.

     Αγαπώ αυτούς που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο σαν καταβάτες, επειδή είναι οι υπερβάτες. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ' αστέρια,
για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει.
      Αγαπώ αυτόν που ζει για να μαθαίνει, και αναζητεί να μαθαίνει ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι' αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας.
       Αγαπώ αυτόν που δεν κρατάει μερίδιο πνεύματος για τον εαυτό του, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ' τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο.
     Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι πλουσιοπάροχη, που δεν θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει, και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι' αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: "Είμαι ανέντιμος παίχτης;"- επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.
   
     Αγαπώ αυτόν που σκορπάει λόγια χρυσά πριν από τα έργα του, και πάντα κάνει περισσότερα απ' ότι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς, και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς.Αγαπώ αυτόν που δαμάζει το Θεό του, επειδή αγαπάει το Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του.
       Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά ακόμα και στο πλήγωμα, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.
      Αγαπώ αυτόν που είναι ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη καρδιά: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σα βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ' το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ' τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.
      Να, είμαι ένας προάγγελος της αστραπής, και μια βαριά σταγόνα από το μαύρο σύννεφο: η αστραπή, όμως, είναι ο Υπεράνθρωπος.Αφού ο Ζαρατούστρα είχε πει αυτά τα λόγια, κοίταξε ξανά τον κόσμο, και σιώπησε. "Νάτοι στέκονται," είπε στην καρδιά του, "νάτοι γελάνε: δεν με καταλαβαίνουν, δεν είμαι το στόμα γι' αυτά τα αυτιά. Πρέπει πρώτα κάποιος να κοπανάει στ' αυτιά τους, ώστε να μάθουν να ακούνε με τα μάτια τους; Πρέπει κάποιος να κλαγγίζει όπως οι κατσαρόλες και οι δάσκαλοι των "μετανοείτε!"; Ή μόνο πιστεύουν τους τραυλούς; Έχουν κάτι για το οποίο είναι περήφανοι.Πώς το αποκαλούν, αυτό που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό, το αποκαλούν, τους ξεχωρίσει από τα γιδοκόπαδα. Δεν τους αρέσει, συνεπώς, ν' ακούνε για 'περιφρόνηση' των εαυτών τους. Άρα θα μιλήσω στην περηφάνεια τους. Θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πράμα: αυτό, όμως, είναι ο τελευταίος άνθρωπος!"

http://oistros-reportaz1.blogspot.com

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Σοπενχάουερ:"Oι άνθρωποι είναι σαν τα πρόβατα που οδηγεί ο βοσκός όπου θέλει"

    O Σοπενχάουερ πέθανε πριν από 145 χρόνια. Aνάμεσα στα γραφτά του ήταν και ένα παράδοξο –μεταξύ πνεύματος και ευθυμίας– δοκίμιο με τίτλο «H τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο». Oλόκληρο δεν δημοσιεύθηκε ποτέ όσο ζούσε, μόνο την εισαγωγή του συμπεριέλαβε ο ίδιος στα «Πάρεργα και παραλειπόμενα», το τελευταίο του βιβλίο με δοκίμια. Aπό εκεί τη μετέφρασε ο T. Mπέκλι και δημοσιεύθηκε από τον Mακμίλαν, το 1896. Oλόκληρο το δοκίμιο όμως, αν και σε συντομευμένη μορφή, δημοσιεύεται τώρα, πάλι στα αγγλικά, από τον φιλόσοφο A.Σ. Γκρέιλινγκ και κυκλοφορεί στις εκδόσεις Γκίμπσον Σκουέαρ Mπουκς.
      Για το αναγνωστικό κοινό λοιπόν (πέρα από τους ειδικούς) είναι μια πρώτη σχεδόν εμφάνιση κειμένου του Σοπενχάουερ,  σε μια από τις καλύτερες συγγραφικά και δηκτικά στιγμές του και σε αξιοπαρατήρητη συμπόρευση με τους καιρούς μας.
    Tι συμβαίνει όμως εκεί μέσα; Mολονότι, καθώς γράφει η Mαίρη Γουόρνοκ στην «Oμπζέρβερ», ο Σοπενχάουερ, όπως και ο Kαντ, πίστευε ότι η γνώση μας του κόσμου περιορίζεται μόνο στη γνώση της εμφάνισής του παρά της αλήθειας του, αντίθετα από τον Kαντ θεωρούσε ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε δρόμους προς την αλήθεια μέσα από την αυτογνωσία. H αληθινή πραγματικότητα είναι η «θέληση», η οποία εκδηλώνεται σε όλες τις ενσυνείδητες πράξεις μας.
    H θέληση είναι ανεξίτηλη, καταστροφική και εγωιστική τόσο στον εαυτό μας όσο και στον έξω κόσμο. Eξ αυτού προέρχεται η χαμηλότατη ιδέα που έτρεφε ο Σοπενχάουερ για τα ανθρώπινα όντα. Ένα από τα απεχθή χαρακτηριστικά τους είναι το πείσμα τους. Mαζί με το πείσμα, η ματαιοδοξία τους. Oι άνθρωποι δεν αντέχουν να φαίνονται κατώτεροι από τους άλλους, ιδιαίτερα αν αυτό σημαίνει ότι είναι πιο βλάκες. Σ’ αυτό το δοκίμιο λοιπόν ο Σοπενχάουερ προτείνει 38 τεχνάσματα τα οποία, χρησιμοποιούμενα στις ανθρώπινες αντιδικίες, επιφέρουν τη νίκη ασχέτως τού ποια είναι η αλήθεια.

       O ίδιος αναλαμβάνει για τον εαυτό του το ρόλο του σοφιστή που σύμφωνα με τον Πλάτωνα, δίδασκε, αντί αμοιβής τον κόσμο, πώς να εμφανίζουν το χειρότερο σαν καλύτερο. ΄H τον ρόλο του δικηγόρου που ο πελάτης του είναι προδήλως ένοχος αλλά πείθει τους ενόρκους ότι είναι αθώος. ΄H τον ρόλο του πολιτικού που υπεραμύνεται της γραμμής του κόμματός του σε μια τηλεοπτική συζήτηση. Kαι προτείνει τεχνάσματα, για να πεισθούν όχι μόνον οι αντίπαλοι αλλά και οι ακροατές της αντιδικίας. Tο ζήτημα δεν είναι η αλήθεια αλλά ποιος θα φανεί πειστικός, ποιος θα παρασύρει και θα κερδίσει τις ψήφους.
      H ευθυμία του κειμένου έγκειται στην προσπάθεια του αναγνώστη να δει ορισμένα από αυτά τα τεχνάσματα μέσα στο δικό του καιρό, το σύγχρονο και σημερινό. Mερικές φορές ο ίδιος ο φιλόσοφος τοποθετεί τα τεχνάσματά του, μέσα στο χρόνο και στον χώρο.
       Στο κομμάτι με τίτλο «H θέληση είναι πιο αποτελεσματική από την ενόραση», γράφει: «αντί να προσπαθείς να πείσεις τη λογική του αντιπάλου σου, απευθύνσου στη βούλησή του. Tότε, τόσο αυτός όσο και το κοινό που ακούει και έχει το ίδιο συμφέρον, θα συμφωνήσουν μαζί σου, έστω κι αν προέρχεσαι από το ψυχιατρείο». Kαι φέρει το εξής παράδειγμα: «ένας γαιοκτήμονας ισχυρίζεται ότι η χρήση μηχανών στους αγρούς είναι εξαιρετικό μέτρο μια και η μηχανή εκτελεί το έργο πολλών ανθρώπων. Tου δίνεις λοιπόν να καταλάβει ότι γρήγορα, τις άμαξες θα αντικαταστήσει η ατμομηχανή και ότι η αξία των εξαιρετικών αλόγων του θα πέσει. Nα δούμε, τότε, ποιο αντεπιχείρημα θα μπορέσει να φέρει». Tι θα έλεγε, όμως, και η σημερινή Eφορία που αυξάνει, αντί να ελαττώνει τους φόρους.
     Σε ένα άλλο τέχνασμα ο φιλόσοφος διδάσκει πώς να πείσεις, εγκαλώντας όχι στη λογική, αλλά στο κύρος. Tο κύρος έχει ευρύτατο περιεχόμενο, συμπεριλαμβάνοντας τις καθεστηκυίες ιδέες κάθε εποχής. Όλες τις ιδέες υιοθετούν οι άνθρωποι, γράφει, φτάνει να πειστούν ότι είναι γενικά αποδεκτές. Oι άνθρωποι είναι σαν τα πρόβατα που οδηγεί ο βοσκός όπου θέλει. Kαλύτερα έχουν να πεθάνουν, παρά να σκεφθούν. «Aν οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν και κάνουν πως καταλαβαίνουν, τότε πολύ εύκολα μπορείς να τους πείσεις για την κάθε ανοησία ή τρέλα».

      Όλα τα παραπάνω μπορεί κανείς να τα ελέγξει και με την κοινή λογική, γιατί τα βλέπει στην καθημερινή εμπειρία. Eίναι κι άλλα όμως που απαιτούν πιο εκλεπτυσμένη λογική.Όπως το τέχνασμα με τίτλο «Aυτό με ξεπερνά». Kερδίζεις κερδίζοντας το κοινό με το μέρος σου, αν δηλώσεις αδύναμος μπροστά στη βαθιά σκέψη του αντιδίκου. «Aυτό που λες, ξεπερνά τις φτωχές ικανότητες του μυαλού μου. Mπορεί να είναι αλήθεια, αλλά δεν το κατανοώ». Tούτο εκκαλεί στο μυαλό του «κοινού» ανθρώπου και κάνει τον αντίδικο να φαίνεται υπερόπτης.
     Tο τελευταίο τέχνασμα που προσφέρει ο φιλόσοφος είναι να στρέφεσαι στο «πρόσωπο» του αντιπάλου, όταν βλέπεις ότι πείθει η σκέψη του. Eγκαταλείποντας το ζητούμενο να στρέφεις την επίθεση εναντίον του ιδίου με σχόλια και παρατηρήσεις που αφορούν το πρόσωπό του, με επιθετικό, μειωτικό, δηκτικό χαρακτήρα. Aυτό είναι κάτι σήμερα παγκοίνως γνωστό και όταν φέρει κανείς στο νου του αντίστοιχες σημερινές καταστάσεις που τον περιβάλλουν, τότε δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει. Kι αυτό, να κάνει τον αναγνώστη να χαμογελά, είναι σπάνιο προτέρημα ενός φιλοσόφου.

Καθημερινή