"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Αντόν Τσέχωφ, Διηγήματα

Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα.
Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν...
Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα... Για σαράντα. Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει.
Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...
Δύο μήνες και πέντε μέρες... Δύο μήνες ακριβώς... Το 'χω σημειώσει...
Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές.
Πηγαίνετε περίπατο μετα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα...
Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες...
Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό...
Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. ’ρχισε να τρέμει το σαγόνι της.
Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια...
Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο!
Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του...
Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια.. άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες,
έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας.
Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε...
Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια.
Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...
Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία. Το 'χω σημειώσει! Καλά...
Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της.
Κακόμοιρο κορίτσι! Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα.
Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε...
Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα. Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά.
Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου!
Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ' τα...
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
Ευχαριστώ, ψιθύρισε. Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω
πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
Και γιατί με ευχαριστείς; Για τα χρήματα.
Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
Οι άλλοι δε μου 'διναν τίποτα!...
Δε σου 'διναν τίποτα. Φυσικά!
Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα.
Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο!
Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή;
Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι,
αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Πλάγιος Λόγος της Αρχαίας Ελληνικής

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Υπόδειγμα απαντήσεων διδαγμένου κειμένου (Πλάτωνος Πρωταγόρας)

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Δ΄ ΤΑΞΗΣ
 ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 ΜΑΪΟΥ 2001
 ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Πλάτωνος Πρωταγόρας 323 c8- 324b
Ερώτηση Β3 : Να εντοπίσετε στο μεταφρασμένο κείμενο που ακολουθεί τα σημεία, τα οποία αναπτύσσουν και επεξηγούν την άποψη που εκφράζει ο Πρωταγόρας στη φράση: « ἐπί τούτοις που οἳ τε θυμοί γίγνονται καί αἱ κολάσεις καί αἱ νουθετήσεις»
        Στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, ο Πρωταγόρας συνομιλεί με το Σωκράτη και προσπαθεί να τον πείσει ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή και συνεπώς ο ίδιος είναι ο κατάλληλος δάσκαλος της « ευβουλίας». Για το λόγο αυτό, αρχικά χρησιμοποιεί το μύθο του Προμηθέα και στη συνέχεια εμπειρικές αποδείξεις από την καθημερινότητα των Αθηναίων του 5ου αιώνα π.χ. Πρωτίστως , επικαλείται τη στάση που κρατούσαν οι κάτοικοι « της σοφότερης πόλης της Ελλάδας», σύμφωνα με τη ρήση του συνομιλητή του, απέναντι σε όσους παρουσίαζαν επίκτητα ελαττώματα και στη συνέχεια εστιάζει στο σκοπό της ποινής, που επιβαλλόταν σε όσους αδιαφορούσαν να περιορίσουν ή να εξαλείψουν τις αντικοινωνικές συμπεριφορές τους.
             Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι όσοι αρνούνται συνειδητά ή ασυνείδητα να καλλιεργήσουν την αιδώ και τη δίκη που δόθηκαν «δυνάμει» στο ανθρώπινο γένος μέσω του Ερμή από το Δία, παραβιάζουν τους γραπτούς ή άγραφους νόμους σε βάρος των συνανθρώπων τους. Παρουσιάζουν λοιπόν τέτοιου είδους αντικοινωνικές συμπεριφορές, που σιγά- σιγά μετατρέπονται σε επίκτητα ηθικά ελαττώματα. Είναι φυσικό, λοιπόν, παρατηρεί ο σοφιστής, να εισπράττουν από τους συμπολίτες τους θυμό και οργή για τα λάθη τους, μαζί με συμβουλές και τιμωρίες. Αντίθετα με όσους παρουσιάζουν από τη φύση ή από την τύχη σωματικές μειονεξίες, οι άνθρωποι αυτοί είχαν και την υποχρέωση και τη δυνατότητα να διορθώσουν τα ελαττώματά τους, αλλά δεν το έπραξαν.
        Κανείς λοιπόν δε θυμώνει, ούτε συμβουλεύει, ούτε διδάσκει, ούτε τιμωρεί όσους παρουσιάζουν ατέλειες στην κατασκευή του σώματος, γιατί τα φυσικά ελαττώματα δεν υπάγονται στην ευθύνη του ανθρώπου να τα διορθώσει. Γι’ αυτό και οι άλλοι τους συμπονούν και προσπαθούν να τους βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Σε όσους όμως αδιαφορούν για την πολιτική αρετή και θέτουν σε κίνδυνο το καλό της πόλης, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους διδάξουν την αιδώ και τη δίκη, γιατί πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται με την πειθώ ή με τη βία. Όταν αποτυγχάνουν οι διδαχές, η πόλη τιμωρεί τον αδικούντα με τις ποινές που επιβάλλουν οι νόμοι. Ο στόχος της δεν είναι να εκδικηθεί το δράστη, ούτε να διορθώσει αυτό που έγινε, αλλά για να διδάξει με πιο δραστικό τρόπο την πολιτική αρετή στον παραβάτη και να συνετίσει τυχόν επίδοξους μιμητές του.
             Η σημασία που έδιναν οι Αθηναίοι στο ρόλο της τιμωρίας ως μέσο διδαχής της πολιτικής αρετής και γενικότερα ο ρόλος της παιδείας στη διαμόρφωση του καλού κἀγαθού πολίτη φαίνεται καθαρά στο μεταφρασμένο κείμενο του Πλάτωνα, που αποδίδει ανάγλυφα το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας του 5ου αιώνα. Συγκεκριμένα, « αρχίζουν από την παιδική ηλικία να διδάσκουν και να νουθετούν» τα παιδιά να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους γραπτούς και άγραφους νόμους της πόλης. Στην αρχή, « η παραμάνα και η μητέρα και ο παιδαγωγός και ο ίδιος ο πατέρας του» προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν στο παιδί τις αξίες εκείνες που θα του επιτρέψουν να διαχειρίζεται τα του οίκου του και να συμμετέχει ενεργά στα κοινά.
          Το ρόλο αυτό θα παίξουν αργότερα οι δάσκαλοι, που μέσω της απομνημόνευσης των έργων μεγάλων ποιητών θα εθίσουν τους μαθητές τους στην «ευκοσμία» και στην εκούσια θυσία προς όφελος της πατρίδας που επέδειξαν οι αρχαίοι ήρωες. Μετά την ενηλικίωσή τους, η διαπαιδαγώγηση των νεαρών μελών της κοινωνίας θα ανατεθεί στην πόλη. Με τη σειρά της, μέσω της υπακοής των νόμων θα ελέγξει, αφενός την αποτελεσματικότητα της αγωγής που δόθηκε από τους αρχικούς φορείς κοινωνικοποίησης και αφετέρου θα αναλάβει να διδάξει την πολιτική αρετή μέσα από τις λεπτομέρειες της καθημερινής συμβίωσης.
        Είναι πασιφανές ότι σε κάθε στάδιο της αγωγής, σύμφωνα πάντα με το μεταφρασμένο κείμενο του Πλάτωνα, η τιμωρία είναι το έσχατο μέσο διδαχής της ευκοσμίας. Όπου αποτυγχάνει η διδασκαλία και οι συμβουλές, οι γονείς μαζί με την παραμάνα και τον παιδαγωγό προσπαθούν «με απειλές και χτυπήματα να ισιώσουν-σα δέντρο που λυγίζει και γέρνει» το απείθαρχο παιδί. Στη συνέχεια, η φροντίδα των δασκάλων για τη σωστή συμπεριφορά των παιδιών, σε βάρος των γραμμάτων και της μουσικής αποτελεί έναν έμμεσο υπαινιγμό «για τους θυμούς, τις κολάσεις και τις νουθετήσεις» της σχολικής αγωγής. Η πόλη, με τη σειρά της « αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται στους νόμους», προστατεύοντας με τις ποινές τη συνοχή του κοινωνικού σώματος από την απείθεια και την αυθαιρεσία.
            Ιδιαίτερα ενδεικτική για τη φιλοσοφία των κυρώσεων από όλους τους φορείς αγωγής είναι η λέξη «ευθύνες», που αντιστοιχούσε στη διαδικασία ελέγχου του έργου των αξιωματούχων της πόλης στο τέλος της θητείας τους και η επιβολή ποινής στους παραβάτες. Εύλογα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απόδοση « ευθυνών» ωθούσε τους δράστες πίσω στην ευθεία οδό που υπαγόρευε το συμφέρον της πόλης. Από την άλλη, η συγκεκριμένη έννοια δηλώνει την ευθύνη του ατόμου να διορθώσει τα επίκτητα ελαττώματά του που μπορούν να βλάψουν τους συμπολίτες του και να διαταράξουν τα θεμέλια της πόλης.
          Συνεπώς, « οι θυμοί, οι κολάσεις και οι νουθετήσεις», είτε απευθύνονται σε ενήλικες που δε διορθώνουν τα επίκτητα ελαττώματά τους, είτε αφορούν παιδιά που δεν πειθαρχούν στους κανόνες των μεγάλων, στοχεύουν στη διασφάλιση της αρμονικής συμβίωσης των μελών μιας κοινωνίας και κατ’ επέκταση στην εσωτερική προστασία της πόλης. Είναι σαφές ότι η εμμονή του Πρωταγόρα στη διδασκαλία της πολιτικής αρετής με κάθε τρόπο- επιμέλεια, άσκηση, διδαχή, αλλά και απειλές και χτυπήματα- φανερώνει την πίστη του στη δυνατότητα εξέλιξης του ατόμου από την ανωριμότητα του άκρατου εγωκεντρισμού στη σφαίρα του συλλογικού εγώ , μέσω της παιδείας που μπορεί να μεταμορφώσει κυριολεκτικά ακόμη και την πιο άκαμπτη αντικοινωνική συμπεριφορά.
        Από την άλλη, ο σοφιστής τονίζει καθαρά την ευθύνη που έχει ο άνθρωπος να πάρει στα χέρια τη μοίρα του και να αλλάξει τις συμπεριφορές εκείνες που βλάπτουν πρωτίστως τον ίδιο και μετέπειτα το σύνολο , στο οποίο ανήκει. Χωρίς να αγνοούμε το ίδιον όφελος του Πρωταγόρα να προστατεύσει το επάγγελμά του, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το στόχο του Πλάτωνα να εκφράσει μέσα από το έργο του την προτεραιότητα που έδιναν οι Αθηναίοι στην πόλη τους και να συνδέσει την παιδεία με την πολιτική αρετή, μια σχέση που θα διερευνήσει ουσιαστικότερα στην Πολιτεία.



ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ΄ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΠΕΜΠΤΗ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2002
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ : Πλάτωνος Πρωταγόρας (323 Α-Ε)
Ερώτηση Β1: « Ἐν γάρ ταῖς ἂλλαις ἀρεταῖς… ἢ μη εἶναι ἀνθρώποις» : Να εκθέσετε το επιχείρημα που χρησιμοποιεί στην παράγραφο αυτή ο Πρωταγόρας, για να αποδείξει το «διδακτόν» της αρετής και να το αξιολογήσετε.
         Ο Πρωταγόρας, προκειμένου να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή είναι έμφυτη στον άνθρωπο (τουλάχιστον από τη στιγμή που λειτουργεί ως πολίτης) χρησιμοποιεί ως εμπειρική απόδειξη (τεκμήριον) το γεγονός ότι θεωρείται σωφροσύνη η παραδοχή της αδυναμίας σε κάποια τέχνη. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην αποδοκιμασία, που δέχεται κάποιος από το περιβάλλον του, γιατί υποστηρίζει ότι κατέχει την τέχνη του αυλού , ενώ δεν την κατέχει. Εάν όμως παραδεχτεί ότι δεν την κατέχει θεωρείται συνετός.
       Από την άλλη, θεωρείται έλλειψη σωφροσύνης ο ενστερνισμός της αδικίας ως τρόπου ζωής. Στην περίπτωση αυτή, όποιος πολίτης παραδέχεται σε βάρος του ότι είναι άδικος-έστω κι αν ολοφάνερα είναι-θεωρείται τρελός.Γι’ αυτό, κι αν ακόμη κάποιος στερείται τη σωφροσύνη ή τη δικαιοσύνη, πρέπει να υποκρίνεται ότι τις κατέχει.
          Γίνεται λοιπόν φανερό ότι ο Πρωταγόρας θεωρεί τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή στοιχεία σύμφυτα με την ανθρώπινη ιδιότητα, γιατί δεν μπορεί να νοηθεί άνθρωπος, που δε συμμετέχει σ’ αυτές τις αρετές και ανθρώπινη κοινωνία με αρμονική συμβίωση, χωρίς οι άνθρωποι να έχουν αυτές τις αρετές. Η ένταξη στο κοινωνικό σύνολο απαιτεί την (ειλικρινή ή μη) συμμετοχή στην αρετή και ο πολίτης που υιοθετεί αντίθετη άποψη αποβάλλεται. Με αυτό το τεκμήριο ενισχύει την άποψη της καθολικότητας και αναγκαιότητας της πολιτικής αρετής και ταυτόχρονα εξηγεί και την τακτική της αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου.
             Είναι γεγονός ότι η αιδώς και η δίκη αποτελούν βασικά συστατικά της ανθρώπινης ιδιότητας, που δόθηκαν σε όλους γενικά τους ανθρώπους με εντολή του Δία. Η συμμετοχή όλων στην πολιτική αρετή κρίθηκε από το Δία απολύτως απαραίτητη, για να συγκρατείται η συμπεριφορά τους στα σωστά όρια και να είναι έτσι δυνατή η συγκρότηση και η ύπαρξη μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
Ωστόσο, παρά την εντολή του Δία στον Ερμή δεν ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί η καθολικότητα αυτών των αρετών στους ανθρώπους, γιατί δεν αποτελούσαν μέρος της αρχικής τους φύσης. Βρίσκονται «δυνάμει» στον άνθρωπο και αποτελούν πρότυπα, που πρέπει να κατακτηθούν από τον άνθρωπο με τη λογική και τον προσωπικό του αγώνα. Επομένως, είναι η αναγκαία η διδασκαλία, δηλαδή η παιδεία, που θα μετατρέψει τον άνθρωπο από «δυνάμει» σε «ἐνεργείᾳ» πολιτικό ον.  
          Προχωρώντας στην κριτική του επιχειρήματος του Πρωταγόρα, οφείλουμε να πούμε ότι το επιχείρημά του δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό, καθώς υπάρχουν αρκετές αδυναμίες. Αρχικά, είναι φανερό ότι ο Πρωταγόρας εξισώνει το «είναι» με το «φαίνεσθαι», καθώς δε μιλά για πραγματική κατοχή της δικαιοσύνης, αλλά για προσποιητή κατοχή. Έτσι, ο Πρωταγόρας παρατηρεί ότι τους ανθρώπους δεν τους ενδιαφέρει, τόσο η δεοντολογία ως προς τη συμπεριφορά τους (τι πρέπει να κάνουν), όσο το συμφέρον τους, δηλαδή τι τους συμφέρει να κάνουν και η εικόνα τους στους υπολοίπους. Ωστόσο, η απόκρυψη της αδικίας και η προσποίηση της δικαιοσύνης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προσπάθεια να μην απομακρύνονται οι άνθρωποι από τη δικαιοσύνη, έστω και με αυτόν τον τρόπο. Μια τέτοια ερμηνεία όμως, μάλλον εξιδανικεύει την προσποίηση.
          Μια ακόμη αντίφαση με την καθολικότητα της πολιτικής αρετής υπάρχει στη φράση «ἐάντε ὦσιν, ἐάντε μή», όπου υποδηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι , γεγονός που δε συνάδει με το μύθο του Προμηθέα και με την καθολική διανομή της από το Δία. Η αντίφαση βέβαια, αίρεται, εάν θεωρήσουμε ότι ο Δίας έδωσε τις ιδιότητες αυτές «δυνάμει» στον άνθρωπο και ο ίδιος με τη δική του προσπάθεια και λογική μπορεί να τις μετατρέψει σε «ἐνεργείᾳ».
          Τελειώνοντας, παρατηρούμε ότι σε όλη την προσπάθεια του Πρωταγόρα να αποδείξει την καθολικότητα της αρετής κυριαρχεί μια δεοντολογική διατύπωση (δεῖν φάναι-ἀναγκαῖον μετέχειν), που δε συνάδει με την αποδεικτέα θέση που έχει αποφαντική διατύπωση. Επομένως, δεν είναι λογικά ορθό να λεχθεί ότι όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να μετέχουν σ’ αυτήν. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι αυτό που συμβαίνει και όχι τι θα έπρεπε να συμβαίνει.
        Είναι ακόμη φανερό ότι ο Πρωταγόρας στηρίζει την άποψή του στη γνώμη του κόσμου (ἡγοῦνται). Έτσι, διαφορετική θα ήταν η εκτίμηση για την προσποίηση της αρετής, εάν εξεταζόταν από την πλευρά της ηθικής δεοντολογίας ή της λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών.

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

"Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!"

H δημοσιονομική και νομισματική κρίση

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

H οικονομική κρίση στην Σουηδία

    Τον τελευταίο χρόνο, η παγκόσμια κοινότητα αντιμετωπίζει μια μεγάλης έντασης οικονομική κρίση, η οποία, αν και εκδηλώθηκε αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες με επίκεντρο την αδυναμία εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων, σύντομα έλαβε διαστάσεις επιδημίας. Η χρηματοπιστωτική κρίση επεκτάθηκε ταχύτατα στις αναπτυγμένες χώρες και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο, με δραματικές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα και τις επιχειρήσεις.
            Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η κρίση μεταφέρεται με σφοδρότητα στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα την ύφεση και την πτώση της απασχόλησης. Η αντίδραση των χωρών ήταν άμεση σ’ ό,τι αφορά στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τα μέτρα αυτά, αν και διέφεραν από χώρα σε χώρα, ωστόσο είχαν έναν κοινό στόχο, τη βελτίωση της ρευστότητας, την κινητοποίηση των επενδύσεων με σκοπό την αναθέρμανση της οικονομίας και τη συγκράτηση της απασχόλησης.
         Η Σουηδία, υποδειγματική για το «κράτος πρόνοιας» που είχε από παλιά δημιουργήσει, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα δημοσιονομικής απορρύθμισης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά και επίθεσης κατά της κορόνας. Οι πυλώνες της επιτυχούς άμυνάς της ήταν δύο: Αυστηρή λιτότητα σε βαθμό πρωτόγνωρο για σκανδιναβική χώρα και, κυρίως, ελεύθερη διακύμανση του νομίσματός της, η υποτίμηση του οποίου σχεδόν διπλασίασε τις εξαγωγές της!
         Η κρίση επιταχύνθηκε από την απορρύθμιση της τραπεζικής αγοράς στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και από την ανεξέλεγκτη έκρηξη της πιστωτικής επέκτασης. Οι τιμές και οι μισθοί αυξήθηκαν γρήγορα. Την εποχή εκείνη η συναλλαγματική ισοτιμία της σουηδικής κορόνας ήταν σταθερή έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων, και φαινόταν ότι εγγυόταν τη σταθερότητα. Αλλά όταν η γενική οικονομική κατάσταση ανατράπηκε διεθνώς το 1990, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Σε 18 μήνες σε ορισμένες περιοχές τα ακίνητα έπεσαν κατακόρυφα κατά 60%. Πολλές τράπεζες αγωνιούσαν.
        Σε δύο χρόνια ο πληθωρισμός πέρασε από το 10% στο 2%, η ανεργία αυξήθηκε από 2% τον χειμώνα του 1990 σε 11,5% το 1999. Η κυβέρνηση προτίμησε να αφήσει τους Σουηδούς για περισσότερο χρόνο ή συχνότερα στην ανεργία παρά να αποχωρήσουν με πρόωρη συνταξιοδότηση. Κατά τη δεκαετία του 1990 το 40% των Σουηδών ηλικίας από 18 έως 60 το 1991 είχαν μείνει τουλάχιστον μια φορά άνεργοι.

         Όταν οι σοδιαλοδημοκράτες επανήλθαν στην εξουσία το 1994, το έλλειμμα ήταν γύρω στο 12% του ΑΕΠ και το χρέος στο 73,9% του ΑΕΠ. Κατά την επόμενη δεκαετία «εφαρμόσαμε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο ήταν το πιο δραστικό που είχε εφαρμόσει κυβέρνηση σε μια τόσο σύντομη περίοδο», δήλωσε το 2005 ο Παρ Νουντέρ, τότε υπουργός Οικονομικών, ανακοινώνοντας ότι η κρίση είχε τελειώσει. Το δημόσιο χρέος έπεφτε σταθερά για να καταφέρει να φτάσει γύρω στο 50% δέκα χρόνια αργότερα.
         Όλοι οι υπουργοί και οι φορείς του Δημοσίου είχαν αναγκαστεί να μειώσουν τους προϋπολογισμούς τους. Οι δήμοι και τα γενικά συμβούλια, οι πρώτοι πάροχοι κοινωνικών υπηρεσιών, δέχτηκαν ισχυρό χτύπημα. Στη διάρκεια της δεκαετίας 1990, η αναλογία εκπαιδευτικών ανά κάτοικο είχε μειωθεί κοντά στο 20% και 60.000 θέσεις είχαν καταργηθεί στην υγεία. Οι μεγαλύτεροι χαμένοι της κρίσης ήταν οι μετανάστες, οι νέοι και οι ανύπαντρες μητέρες. Η χώρα μεταμορφώθηκε. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι περισσότεροι τομείς της οικονομίας είχαν απορρυθμιστεί, αλλά οι Σουηδοί κατάφεραν να σώσουν το κράτος πρόνοιας.
Αναστασία Εμμανουηλίδου

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Η Οικονομική κρίση της Ρωσίας το 1998

        Μία ανάσα από την χρεοκοπία βρέθηκε το καλοκαίρι του 1998 η Ρωσία. Τότε, η ανικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει συνεπείς οικονομικές μεταρρυθμίσεις είχε επιφέρει ρήγμα στο κλίμα επενδυτικής εμπιστοσύνης και οι επενδυτές εγκατέλειπαν τις ρωσικές αγορές ξεπουλώντας ρούβλια και αξίες.
        Το χρεοστάσιο του 1998 είχε δικό του χρονικό: Προτού ακόμη ξεσπάσει οικονομική κρίση, η κυβέρνηση είχε εκδώσει ομόλογα GKO, που στην πραγματικότητα ήταν « πυραμίδα». Η μειούμενη παραγωγικότητα, ένα τεχνητό σύστημα συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ρουβλίου και των ξένων νομισμάτων για να αποτραπεί η εγχώρια κρίση, και ένα χρόνιο δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν το σκηνικό της κρίσης.
      Άλλη μία αιτία ήταν το οικονομικό κόστος που είχε ο πρώτος πόλεμος εναντίον της Τσετσενίας, και που υπολογίστηκε σε 5,5 δις δολάρια. Στο πρώτο εξάμηνο του 1997 η ρωσική οικονομία είχε παρουσιάσει κάποιες οικονομικές ενδείξεις βελτίωσης. Ωστόσο, τα προβλήματα επιδεινώθηκαν εξαιτίας δύο σοβαρών κρίσεων από το εξωτερικό:
       Η πρώτη ήταν η ασιατική χρηματοοικονομική κρίση, που είχε ξεκινήσει το 1997, και η συνεπακόλουθη μειωμένη ζήτηση για πετρέλαιο και μέταλλα. Η μείωση της ζήτησης για εμπορεύματα προκάλεσε πτώση των τιμών τους, με αποτέλεσμα οι χώρες που είχαν άμεση εξάρτηση από τις εξαγωγές πρώτων υλών να πληγούν περισσότερο από άλλες. Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα μέταλλα και η ξυλεία αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των ρωσικών εξαγωγών, κάνοντας τη Ρωσία ιδιαίτερα ευάλωτη σε κάθε αλλαγή στις διεθνείς τιμές. Επιπλέον, το πετρέλαιο ήταν σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων. 
  Εκτός των εξωτερικών κρίσεων υπήρξε και η πολιτική κρίση στο εσωτερικό της χώρας, με τον τότε πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν να αποπέμπει αιφνιδίως τον πρωθυπουργό Τσερμομύρντιν. 
      Η ρευστότητα στην εσωτερική αγορά διασφαλιζόταν μόνο με εισροές ξένου καυτού χρήματος, με τα ξένα κερδοσκοπικά κεφάλαια να προσελκύονται με πολύ υψηλούς τόκους. Στην προσπάθεια της να στηρίξει το ρούβλι και να παγώσει τις εκροές κεφαλαίων, η κυβέρνηση αύξησε το επιτόκιο των GKO στο 150%. Παρά τις προσπάθειες της Μόσχας, τα χρέη συνέχισαν να αυξάνουν.

         Ένα δάνειο 22,6 δις. δολ. από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα χορηγήθηκε στη Ρωσία τον Ιούλιο του 1998 για να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στη ρωσική αγορά και να αντικαταστήσει τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα GKO με μακροπρόθεσμα ευρω-ομόλογα. Αν και τούτο είχε επιτυχία αρχικά, η κυβέρνηση συνέχιζε να διατηρεί σε στενό πλαίσιο την ισοτιμία του ρουβλίου, παρά τις προτροπές μεγάλων οικονομολόγων, όπως του Σόρος, να εγκαταλειφθεί η στήριξη προς το νόμισμα. Το κόστος αποπληρωμής του ρωσικού χρέους εκτινασσόταν τα ύψη, και η Δούμα αρνήθηκε να υιοθετήσει κυβερνητικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης.
        Αδυνατώντας να προσφέρει άλλη στήριξη στο ρούβλι, η ρωσική κεντρική τράπεζα αποφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη διακύμανσή του: Σε διάστημα μόνον ενός μήνα έχασε τα δύο τρίτα της αξίας του έναντι δολαρίου. Ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί στο 84%. Οι τιμές των τροφίμων είχαν αυξηθεί κατά 100% και εκατομμύρια Ρώσοι βρέθηκαν με μηδενικές αποταμιεύσεις . Από την κρίση του 1998 και μετά, η ρωσική κυβέρνηση φαίνεται να ελέγχει τις κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις, συμβάλλοντας στη δημιουργία σταθερού οικονομικού κλίματος.
Τάσος Λαγκαδιώτης

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Η χρεοκοπία της Αργεντινής

        Η κρίση της Αργεντινής, η οποία κατέληξε στη χρεοκοπία της, είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων ετών. Επειδή ακριβώς η συγκεκριμένη χώρα έχει αρκετές ομοιότητες με τη δική μας, αλλά και με τα υπόλοιπα κράτη του «Ευρωπαϊκού Νότου»,κρίνουμε σκόπιμο να διδαχθούμε από την εμπειρία της.

       Η Αργεντινή ανήκε, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα,  στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Κύρια αιτία της πτώσης της ήταν, τόσο οι πολιτικές, όσο και οικονομικές περίοδοι συνεχούς αστάθειας, οι οποίες επικράτησαν μετά το 1955.Οι συνεχείς εναλλαγές των κυβερνήσεων είχαν ως αποτέλεσμα την «εναλλασσόμενη» υιοθέτηση διαφορετικών κάθε φορά οικονομικών πολιτικών,οι οποίες οδηγούσαν σε πολλές επί μέρους κρίσεις που καταπολεμούνταν συνήθως με βραχυπρόθεσμα, «σταθεροποιητικά» προγράμματα.Τα προγράμματα όμως αυτά επιδείνωναν συνεχώς την ασταθή οικονομική κατάσταση της χώρας, ενώ χαρακτηρίζονταν από μεγάλο κοινωνικό κόστος.
        Η μεγάλη πολιτική αστάθεια «ξεπεράστηκε» τελικά το 1983, όταν «εκδιώχθηκε» η δικτατορία και εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία.Έτσι,η οικονομική αστάθεια συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1991, όταν η Αργεντινή αποφάσισε να συνδέσει το νόμισμα της με το δολάριο, επιλέγοντας τη σταθερή ισοτιμία μαζί του.Έτσι κατόρθωσε τελικά να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά λίγα μόνο χρόνια αργότερα ήλθε αντιμέτωπη με τις «παρενέργειες» αυτού του «μονεταριστικού» προγράμματος σταθερότητας: οι τιμές των προϊόντων της χώρας ακρίβυναν στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στον περιορισμό της ανταγωνιστικότητας της, στη μείωση των εξαγωγών της και στο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές μεγαλύτερες από τις εξαγωγές), το οποίο είχε ως «φυσικό» αποτέλεσμα τη μεγάλη άνοδο του εξωτερικού χρέους της.
        Η σύνδεση ενός νομίσματος,με το νόμισμα μίας ισχυρής χώρας,υποχρεώνει ουσιαστικά σε ισότιμη ανάπτυξη,κάτι που φυσικά δεν κατάφερε να επιτύχει η Αργεντινή, σε σχέση με τις Η.Π.Α. Η κρίση βέβαια, η οποία «ξέσπασε» το 1998, οφειλόταν σε έναν πολύπλοκο συνδυασμό περισσότερων του ενός παραγόντων:
α)Ήδη κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας και της διαδικασίας της εθνικής αναδιοργάνωσης (1976 – 1983), το εξωτερικό  χρέος της Αργεντινής αυξήθηκε ραγδαία, ως αποτέλεσμα του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, των διαφόρων «κερδοσκοπικών» επιθέσεων εναντίον του νομίσματός της και της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό. Η κατάσταση αυτή σταθεροποιήθηκε μεν αργότερα, αλλά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αφού το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ως είχε – μη αυξανόμενο μεν, αλλά σταθερά στο 55% του ΑΕΠ της χώρας. Έτσι, το δημόσιο χρέος της Αργεντινής αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1996-1999, κατά 36% του ΑΕΠ της.

β)Η σύνδεση του νομίσματος της χώρας με το δολάριο και ειδικά η σταθερή ισοτιμία που επιλέχθηκε (1:1), στη θέση της ελεύθερης διακύμανσης, οδήγησε στη δραστική μείωση του πληθωρισμού, χωρίς όμως να τον εξαλείψει εντελώς (κάτι αντίστοιχο συνέβη στην Ελλάδα και αλλού, μετά την εισαγωγή του Ευρώ, αν και σε μικρότερα μεγέθη). Ο πληθωρισμός που απέμεινε, συνέχιζε να αυξάνει τις τιμές των προϊόντων της Αργεντινής στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στη μείωση των εξαγωγών, με την ταυτόχρονη αύξηση των εισαγωγών της.

          Αυτό με τη σειρά του, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο έπρεπε να «ισοσκελισθεί» μέσω νέου δανεισμού.Ενδεχομένως λοιπόν, εάν η αρχική «σταθερή» σύνδεση με το δολάριο είχε αντικατασταθεί, πριν από το 1998, με έναν μηχανισμό ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας (επιδεινώθηκε λόγω του ισχυρού δολαρίου της δεκαετίας του 1990 – στην περίπτωσή μας, συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα με το Ευρώ), η κρίση θα ήταν λιγότερο καταστροφική. Είναι άλλωστε ευρέως γνωστό το ότι, η οποιαδήποτε «ανθρώπινη επέμβαση» στην ελεύθερη αγορά, διαστρεβλώνει» το μηχανισμό της και οδηγεί σε εκρήξεις – μεγέθους «ευθέως αναλόγου» του χρονικού διαστήματος που «τυχόν» καθυστέρησε τεχνητά η κρίση.
γ)Λόγω της «ιστορικής αστάθειας» της Οικονομίας της Αργεντινής, οι πολίτες της ήταν ανέκαθεν δύσπιστοι απέναντι στο τραπεζικό σύστημα. Αντέδρασαν λοιπόν σχεδόν πανικόβλητοι, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα «συμπτώματα» της κρίσης, αγοράζοντας μαζικά δολάρια και μεταφέροντας τα κεφάλαια τους στο εξωτερικό – ειδικά μετά τον καινούργιο τραπεζικό νόμο του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματος το 2002, η οποία έπληξε ακόμη περισσότερο την οικονομία της χώρας.
δ) Ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων στην αρχή της δεκαετίας του 1990, είχε ως τελικό αποτέλεσμα την πώληση πολλών δημοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες – ακόμη και σε τιμές χαμηλότερες από την αξία τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές οδήγησαν στην εξάρτηση σημαντικών κλάδων της οικονομίας της Αργεντινής από το εξωτερικό (για σχετικό παραλληλισμό, η πώληση του ΟΤΕ οδήγησε την Ελλάδα στην εξάρτηση των τηλεπικοινωνιών της από την Γερμανία – εάν τυχόν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο με τη ΔΕΗ, την Ε.Υ.Δ.Α.Π και τις υπόλοιπες, κοινωφελείς ή μη, επιχειρήσεις της χώρας μας, θα ακολουθούσαμε πιστά τα βήματα της Αργεντινής). Το γεγονός αυτό κατέστησε τη χώρα εξαιρετικά ευάλωτη, τόσο στην κερδοσκοπία, όσο και στη «μετανάστευση» των κεφαλαίων, οπότε συντέλεσε τα μέγιστα στην τραπεζική κρίση που ακολούθησε.

        Το 1997 ξέσπασε στη γειτονική χώρα της Αργεντινής, στη Βραζιλία μία κρίση και η κυβέρνησή της αναζήτησε απεγνωσμένα τρόπους αποφυγής της .Η ανεργία αυξήθηκε,το ίδιο κι ο  αριθμός των υποαπασχολουμένων και μέσω αυτών, των απασχολουμένων στην άτυπη οικονομία π.χ.εμφανίσθηκαν οι Cartoneros, με αποτέλεσμα τη δραστική υποτίμηση του βραζιλιάνικου νομίσματος.

       Οι εισαγωγές της Αργεντινής από τη Βραζιλία αυξήθηκαν, οι εξαγωγές της προς τη Βραζιλία περιορίσθηκαν, τα προϊόντα της αντικαταστάθηκαν στις διεθνείς αγορές από τα αντίστοιχα της Βραζιλίας, οι επιχειρήσεις της μετέφεραν την παραγωγή τους στη γειτονική χώρα και οι διεθνείς επενδύσεις σχεδόν μηδενίστηκαν σε ολόκληρη την περιοχή, λόγω των δυσμενών οικονομικών προοπτικών της.
          Έτσι η Αργεντινή οδηγήθηκε το 1999 σε ύφεση (αρνητική οικονομική ανάπτυξη), ύψους -4%, η ποία κατέληξε σε στασιμότητα το 2000, παρά τα τεράστια δάνεια εκ μέρους του Δ.Ν.Τ και των ιδιωτικών τραπεζών. Είναι προφανές ότι μια τέτοια εξέλιξη στη χώρα μας «φοβίζει», όσο ίσως τίποτα άλλο. Ως παράδειγμα της κρίσης αναφέρουμε ότι συγκέντρωναν ανακυκλώσιμα υλικά από τα σκουπίδια, κυρίως χαρτικά και χαρτοκιβώτια, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν εκτός των νομίμων πλαισίων της αγοράς. Ένα ιδιαίτερο «φαινόμενο» αυτής της φάσης ήταν η «εισαγωγή» των «χρεωστικών ομολόγων» σε πολλούς δήμους της Αργεντινής,καθώς επίσης στην ίδια τη χώρα.Με την έκδοση και την κυκλοφορία αυτών των «ομολόγων δημοσίου» πληρώνονταν, εισέπρατταν μέχρι και το 50% του μισθού τους, οι απασχολούμενοι στους δήμους.Τα ομόλογα αυτά είχαν τη «μορφή» χαρτονομισμάτων και γινόταν αποδεκτά από πολλά καταστήματα της χώρας.

         Ο νέος πρόεδρος με υπόδειξη των ειδικών του οικονομικού επιτελείου του, αποφάσισε αμέσως  την υποτίμηση του « Πέσος», ενώ απαγόρευσε το άνοιγμα των τραπεζών σε ολόκληρη τη χωρά. Η υποτίμηση ορίσθηκε στο 28%. Η ισοτιμία του νομίσματος ξεπέρασε το 1:2. Το γεγονός αυτό ανάγκασε την κυβέρνηση να αποσύρει την επίσημη ισοτιμία. η κυβέρνηση αποφάσισε τη λήψη έκτακτων μέτρων, τα οποία ονομάστηκαν «Corralon». Σύμφωνα με τα μέτρα αυτά:

α)όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί, πάνω από ένα ορισμένο ύψος, μετατράπηκαν «καταναγκαστικά» σε βιβλιάρια καταθέσεων, με χρονικό όριο ανάληψης χρημάτων έως και το 2010.
β)όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε συνάλλαγμα,αποφασίσθηκε να αντιμετωπισθούν σαν λογαριασμοί σε « Πέσος», με αξία ανταλλαγής 1:1,40 και να αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους μόνο μετά από την πάροδο αρκετών μηνών – οι υψηλότεροι, αυτοί που εμφάνιζαν δηλαδή μεγάλο πιστωτικό υπόλοιπο, μετά από πολλά έτη.
γ)οι οφειλές, τα δάνεια δηλαδή, μπορούσε κανείς να τα αποπληρώσει – κατ’ αρχήν με αξία ανταλλαγής Πέζο/Δολάριο 1:1.
         Η κυβέρνηση, για να ησυχάσει τους πολίτες της χώρας της, ψήφισε την παροχή κοινωνικής βοήθειας ύψους 100 Πέσος (αργότερα 150) σε άνεργες οικογένειες. Η κατάσταση των τραπεζών συνέχιζε φυσικά να επιδεινώνεται, έως ότου άρχισαν κάπως να αποδίδουν τα σχέδια «BODEN» και «Plan Bones II». Τα έκτακτα μέτρα με τη γενική ονομασία «Corralon» συνέβαλλαν στη «μεθοδική καταστροφή» μεγάλων τομέων της οικονομίας της χώρας, όπως για παράδειγμα της αγοράς ακινήτων και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ύφεση κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2002 εκτοξεύθηκε στο -12%, ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης της χώρας έπεσε σε ένα πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο.
Νίκος Καραουλάνης, Ζαφείρης Κρομμύδας ,Στέφανος Κυριακίδης,Κων/νος Λιάμος, Αποστόλης Μαριούλας και Μανώλης Μεζερτζόγλου

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η οικονομική κρίση στην Αργεντινή (1997-2001)

         Στο διάστημα 1997-2001 σημειώθηκε μια αρκετά σοβαρή οικονομική κρίση στην Αργεντινή, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις εξουσιαστικές δυνάμεις. Η κρίση αυτή πυροδότησε, επίσης, μια λαϊκή εξέγερση στις 19 και 20 Δεκέμβρη 2001, η οποία ανάγκασε σε παραίτηση και διαφυγή από τη χώρα τον τότε πρόεδρο Φερνάντο Ντε λα Ρούα και την αρχή μιας περιόδου ακυβερνησίας της χώρας, αλλά και την ανάπτυξη του λαϊκού αγώνα. Η εξέγερση έθεσε τέρμα σε μια σειρά νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων στη χώρα, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα μια έκρηξη των λαϊκών αγώνων: συνελεύσεις γειτονιάς, κινήματα ανέργων εργατών και καταλήψεις εργοστασίων και εταιρειών από τους εργάτες. 
          Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το οικονομικό μοντέλο της χώρας βασίστηκε στη “μετατρεψιμότητα” του νομίσματος που επιβλήθηκε στην Αργεντινή. Αυτό σήμαινε ότι ένα πέσο ήταν ίσο με ένα αμερικανικό δολάριο. Ξεκάθαρα, ο μόνος τρόπος διατήρησης αυτής της ισοτιμίας ήταν διαμέσου των εξωτερικών πιστώσεων.
        Όταν, από το 1997, οι πιστώσεις αυτές ακρίβυναν, η οικονομία της Αργεντινής οδηγήθηκε σε σοβαρή ύφεση. Ενώ το οικονομικό αυτό μοντέλο δημιούργησε τεράστιο ποσοστό ανεργίας (πάνω από 10%) η πραγματική ανεργία ανήλθε σε πάνω από 25%. Αρκετές επιχειρήσεις πτώχευσαν, πετώντας όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους στο δρόμο.
         Η αντίδραση της κυβέρνησης, ακολουθώντας τις συμβουλές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ήταν η εφαρμογή περικοπών στον εθνικό προϋπολογισμό, οι οποίες χειροτέρευσαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. Από το 2001 η Αργεντινή έπαυσε να αποτελεί παράδεισο επενδύσεων, μιας και μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έφυγε από τη χώρα. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να “παγώσει” τις τραπεζικές καταθέσεις, απαλλοτριώνοντας δηλαδή τις καταθέσεις της εργατικής και της μεσαίας τάξης, για να σωθεί το τραπεζικό σύστημα.

       Αντιμέτωπη με την κατάσταση αυτή, η άρχουσα τάξη διαιρέθηκε σε δυο στρατόπεδα για να ξεπεράσει την κρίση, Το ένα στρατόπεδο επιζητούσε την εγκατάλειψη της “μετατρεψιμότητας”, υποτιμώντας το νόμισμα και καθιστώντας την τοπική παραγωγή πιο ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο. Το άλλο στρατόπεδο επιζητούσε την υιοθέτηση του δολαρίου ως νομίσματος καθημερινών συναλλαγών, κάνοντας την τοπική οικονομία όλο και πιο εξαρτημένη από την οικονομία των ΗΠΑ.
         Η κοινωνική κατάσταση έγινε πιο δυσμενής τον Δεκέμβρη του 2001. Το “πάγωμα” των τραπεζικών καταθέσεων είχε ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να πληρωθούν. Η έλλειψη χρήματος επέτεινε τη διαδικασία πτώχευσης και η ανεργία αυξήθηκε περαιτέρω. Αυτό οδήγησε στη μαζική λεηλασία καταστημάτων στα προάστια των μεγάλων πόλεων. Η κυβέρνηση αντέδρασε με την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, καταπατώντας τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών τη νύχτα της 19 Δεκέμβρη. Μετά από ένα προεδρικό διάγγελμα στην τηλεόραση εκείνο το βράδυ, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων ξεχύθηκε στους δρόμους. Η μεσαία τάξη της χώρας εξαγριώθηκε κυριολεκτικά, με αποτέλεσμα μία γενική απεργία στις 13 Δεκεμβρίου που κατέληξε σε μαζικές, βίαιες, διαδηλώσεις λίγο αργότερα «κοστίζοντας» συνολικά 28 θανάτους. Έτσι άρχισε η λαϊκή εξέγερση που τερμάτισε την προεδρία του Φερνάντο Ντε λα Ρούα.
       Ο νέος πρόεδρος ορίστηκε την 1η Ιανουαρίου του 2002, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του την επόμενη ημέρα. Με υπόδειξη των ειδικών του οικονομικού επιτελείου του, αποφάσισε αμέσως: α) την υποτίμηση του «Πέζος» β) απαγόρευσε το άνοιγμα των τραπεζών σε ολόκληρη τη χώρα, για να αποφύγει τις αγορές δολαρίων εκ μέρους των πολιτών, κάτω από συνθήκες πανικού.

      Στα τέλη του 2002 η Οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται αργά αλλά σταθερά, αφού άρχισε να αποδίδει η υποτίμηση του νομίσματος. Το 2004 έγιναν συγκεκριμένες προτάσεις σε εκπροσώπους των παλαιών δανειστών της Αργεντινής, οι οποίες προέβλεπαν την πληρωμή του 25% (αργότερα του 35%) των παλαιών χρεών της – αυτών δηλαδή που υπήρχαν, πριν από την ημερομηνία που η χώρα χρεοκόπησε.
       Οι προτάσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους κυρίως των διεθνών πιστωτών του κράτους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 55% περίπου των χρεών του, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι σχέσεις του με το ΔΝΤ. Εν τούτοις η Αργεντινή, μετά από πολλές διπλωματικές προσπάθειες, κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία των δανειστών της – με εξαίρεση τη Γερμανία και την Ιταλία. Η διαδικασία της πληρωμής των παλαιών χρεών, μέσω αναχρηματοδότησης, προέβλεπε τελικά, κατά μέσον όρο, την πληρωμή του 50% των δανειακών κεφαλαίων.
Ευγενία Γίδαρου

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Η χρεοκοπία της Αργεντινής


   Η Αργεντινή βρίσκεται συχνά τα τελευταία δύο χρόνια στα χείλη πολλών Ελλήνων, επισήμων και μη, με αναφορές σε τανκς, ανθρώπινες απώλειες και λεηλατημένα σούπερ μάρκετ που έφεραν στην επιφάνεια δραματικές μνήμες σε όσους έζησαν τα γεγονότα. Από τότε που η χώρα μας έβαλε στη ζωή της το μνημόνιο και βρέθηκε αντιμέτωπη με το χάσμα της χρεοκοπίας, όλος ο κόσμος θυμήθηκε την κατάρρευση της Αργεντινής το 2002, την  τραγική συνέπεια ενός συνδυασμού βαθιάς ύφεσης και μέτρων λιτότητας, που είχαν τις ρίζες τους στο σπάταλο κράτος της μεταπολίτευσης, στη φοροδιαφυγή και στη διαφθορά.
         Η οικονομία της Αργεντινής μετά από μια επίπονη περίοδο για την κοινωνία κατάφερε τελικά να ανακάμψει και να εισέλθει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, κάνοντας κάποιους αναλυτές να τη χρησιμοποιούν ως ένδειξη ότι μπορεί να υπάρξει ζωή μετά τη χρεοκοπία. Ο αντίλογος όμως λέει πως η κρίση χρέους της Αργεντινής δεν προκάλεσε κρίση στους πιστωτές, ενώ όταν συνέβη, η διεθνής οικονομία έμπαινε σε περίοδο σταθερής ανάπτυξης, κάτι που βοήθησε και την οικονομία της λατινοαμερικάνικης χώρας.

Το βάρος του δανεισμού    
          Η Αργεντινή βίωσε μια βαθιά οικονομική κρίση από το 1998 έως το 2002, που άλλαξε o ολοσχερώς το πρόσωπο μιας χώρας, η οποία θεωρούνταν λίγα χρόνια νωρίτερα οικονομικό θαύμα. Ουσιαστικά όμως, η κρίση άρχισε να γίνεται εμφανής από το 1983, χρονιά κατάρρευσης της δικτατορίας στη χώρα. Ο δανεισμός που απαίτησε η ανασυγκρότηση βάρυνε επικίνδυνα την Αργεντινή, δημιουργώντας στην αρχή μια πλασματική ευφορία, οδηγώντας όμως στη συνέχεια στην κατάρρευση του νομίσματός της (του αουστράλ που είχε αντικαταστήσει το πέσο).
        Η μία μετά την άλλη υποτίμηση του νεόκοπου νομίσματος, αλλά και οι αδυναμίες της τότε κυβέρνησης στο οικονομικό μέτωπο οδήγησαν σε υπερπληθωρισμό. Έτσι, το 1991 κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντομίνγκο Καβάγιο ως υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση του Κάρλος Μένεμ, ελήφθη η απόφαση το πέσο να “δεθεί” στο αμερικανικό δολάριο, υπό τις ευλογίες του ΔΝΤ, για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και να αντιμετωπίσει τον υπερπληθωρισμό. Η πρακτική αυτή δούλεψε για λίγο. Ο πληθωρισμός έπεσε, η αξία του νομίσματος διατηρήθηκε και πολλοί πολίτες μπορούσαν πια να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, να αγοράζουν εισαγόμενα αγαθά και να ζητούν δάνεια σε δολάρια με χαμηλά επιτόκια.
       Με τον καιρό όμως, η Αργεντινή αντιμετώπισε τα μειονεκτήματα της σταθερής ισοτιμίας. Συνδέοντας το πέσο με το δολάριο, οι Αργεντίνοι υιοθέτησαν ένα νόμισμα, του οποίου η ισοτιμία είχε ελάχιστη σχέση με τις οικονομικές τους συνθήκες. Υπήρξε ευλογία σε περιόδους υπερπληθωρισμού, όταν όμως η σταθερότητα επέστρεψε στη χώρα, η αδυναμία του νομίσματος να ανταποκριθεί αποδείχθηκε περισσότερο βάρος παρά όφελος.    
         Ήταν μια περίοδος που το ήδη τεράστιο χρέος της χώρας σε δολάρια αυξάνονταν, μαζί με τις ανάγκες της για συνεχή δανεισμό, ενώ οι δημόσιες δαπάνες φούσκωναν σε μια οικονομία, όπου κυριαρχούσε η διαφθορά . Και στο μεταξύ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έδινε δάνεια, τα οποία ουσιαστικά έπεφταν σε ένα βαρέλι δίχως πάτο.

Ο γείτονας πουλούσε φθηνότερα    
          Όταν το βραζιλιάνικο ρεάλ βυθίστηκε το 1999, το πέσο δεν μπόρεσε να ακολουθήσει, καθιστώντας τις αργεντίνικες εξαγωγές πολύ πιο ακριβές από αυτές του γείτονα. Η πτώση στις παγκόσμιες τιμές αγροτικών προϊόντων και η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδείνωσαν τα προβλήματα της Αργεντινής. Οι λιγότερες εξαγωγές περιόρισαν τη δυνατότητα της χώρας να κερδίσει συνάλλαγμα, για να αποπληρώνει τα εκφρασμένα σε δολάριο χρέη της. Η μειωμένη βιομηχανική δραστηριότητα στέρησε από την κυβέρνηση το ρευστό, για να ισοσκελίσει τους ισολογισμούς της, ενώ τα επίπεδα της ανεργίας έφτασαν στο 30%.
        Οι ξένοι επενδυτές και αγοραστές διαπίστωσαν πως τα δολάριά τους μπορούσαν να αγοράσουν περισσότερα στη Βραζιλία από ό,τι στην Αργεντινή, με συνέπεια οι ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές να γίνουν καπνός. Το 1999 το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 4% και η χώρα εισήλθε σε περίοδο ύφεσης, που κράτησε τρία χρόνια και κατέληξε σε μια δραματική κατάρρευση. Πρόεδρος ήταν τότε ο Φερνάντο ντε λα Ρούα.
         Τον Δεκέμβριο του 2000 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συμφώνησε να παράσχει στη χώρα δάνειο 40 δισ. δολάρια, για να καταφέρει να βγει από την κρίση. Το πακέτο όμως που συνόδευε το δάνειο προέβλεπε μέτρα λιτότητας, όπως αυξήσεις της φορολογίας και μειώσεις στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από μια δύσκολη χρονιά, στις 5 Δεκεμβρίου του 2001, το ΔΝΤ ανακοίνωνε ότι δεν θα εκταμιεύσει την δόση του 1,3 δισ. δολ. στην Αργεντινή, αφού όπως έκρινε τα μέτρα λιτότητας δεν ήταν αρκετά σκληρά, γεγονός το οποίο θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε με την περίπτωση της δικής μας χώρας.

Οργή στους δρόμους του Μπουένος Άιρες      
         Οι συνέπειες της συνεχιζόμενης ύφεσης, σε συνδυασμό με τα σκληρά μέτρα δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση. Τον Δεκέμβριο του 2001 οι Αργεντίνοι, φοβούμενοι πως τα πέσος τους θα υποτιμηθούν κατέφυγαν στις τράπεζες, θέλοντας να τα μετατρέψουν σε δολάρια σε ένα προς ένα ισοτιμία. Οι περιορισμοί των αναλήψεων που ακολούθησαν, προκειμένου να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, προκάλεσαν κύμα θυμού και αβεβαιότητας σε όλη τη χώρα. Ξεκινώντας από την επαρχία, ο κόσμος άρχισε να λεηλατεί σούπερ μάρκετ, με τις εξεγέρσεις να επεκτείνονται σταδιακά και στο Μπουένος Άιρες.

           Η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η πολιτική αδυναμία ήταν εμφανής. Ο κόσμος οργισμένος ξεχύθηκε στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, όχι μόνο οι άνεργοι, αλλά και οι μικρομεσαίοι που επλήγησαν από τους οικονομικούς περιορισμούς. Οι βίαιες διαμαρτυρίες των τελευταίων ημερών του Δεκεμβρίου του 2001 στην Plaza de Mayo κατέληξαν σε συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας που κορυφώθηκαν με την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
        Πέντε χιλιάδες πολίτες μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του υπουργού Οικονομικών, Καβάγιο, χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια, αναγκάζοντάς τον μετά από μία ώρα να παραιτηθεί, παίρνοντας στη συνέχεια μαζί του όλο το υπουργικό συμβούλιο. Ο πρόεδρος της χώρας Φερνάντο Ντε λα Ρούα χρειάστηκε ελικόπτερο, για να διαφύγει ανοίγοντας τον δρόμο στην πολιτική κρίση. Η ενδιάμεση κυβέρνηση που ακολούθησε δήλωσε αδυναμία να αντιμετωπίσει την κατάσταση και, προτού δει την έξοδο, ανακοίνωσε στις 25 Δεκεμβρίου του 2001 την αναστολή των πληρωμών στο ύψους 132 δισ. δολάρια χρέος της.
           Την έκρυθμη κατάσταση ανέλαβε να διαχειριστεί ο νέος πρόεδρος, Εντουάρντο Ντουάλντε, με πρώτη κίνηση την κατάργηση της σταθερής ισοτιμίας πέσο-δολαρίου. Το πέσο υποτιμήθηκε πάρα πολύ. Στις 3 Ιανουαρίου του 2002 η Αργεντινή χρεοκόπησε και επίσημα, αφού δεν κατάφερε να ανταποκριθεί σε πληρωμή ομολόγων 28 εκατ. δολαρίων. Η πτώση του πέσο έφερε αρχικά χάος, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό. Το βιοτικό επίπεδο του μέσου Αργεντίνου έπεσε σημαντικά, πολλές εταιρείες έκλεισαν ή χρεοκόπησαν, πολλά εισαγόμενα προϊόντα έγιναν κυριολεκτικά απρόσιτα. Για αρκετό καιρό, ο κόσμος κατέβαινε στους δρόμους, αμφισβητώντας τις προθέσεις και της νέας κυβέρνησης.
           Οι συντάξεις δεν μειώθηκαν εκείνο το διάστημα, είχε προηγηθεί όμως μια μείωσή τους 13% πριν από την κρίση στις ήδη χαμηλές συντάξεις. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, αν και δεν υπήρξαν περικοπές στις αποδοχές τους, είχαν δικαίωμα να εισπράττουν μόνο 250 πέσος την εβδομάδα, ποσό αρκετό μόνο για τις βασικές ανάγκες. Στον ιδιωτικό τομέα, έγιναν απολύσεις και οι πληρωμές συχνά γίνονταν σε ένα από τα πολλά διαφορετικά νομίσματα που άρχισαν να κυκλοφορούν στη χώρα. Για τις συναλλαγές πάνω από 1.000 πέσος ήταν υποχρεωμένοι οι εργαζόμενοι να χρησιμοποιούν επιταγές και επιβαλλόταν ένας πολύ υψηλός φόρος γι' αυτές.
        Τα περισσότερα νοσοκομεία είναι ιδιωτικά, όπως και τα σχολεία, οπότε η περίθαλψη ήταν ανάλογη του τι μπορούσε να καταβάλει κανείς, για να βρει την υγειά του. Σε όσα ιδρύματα επιδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό έγιναν περικοπές και πολλά από αυτά δεν μπορούσαν να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες.
        Πλήθος ανθρώπων, κυρίως οι πιο νέοι, μετανάστευσαν στην Ευρώπη. Αφού στο σύνθημα εκείνων των ημερών "Que se vayan todos!" , "Να φύγετε όλοι!", οι πολιτικοί δεν ανταποκρίθηκαν, δημιουργήθηκε ένα μαζικό κύμα μετανάστευσης κυρίως προς την Ευρώπη. Ουρές ατελείωτες στις πρεσβείες των ευρωπαϊκών χωρών για την έκδοση του πολυπόθητου διαβατηρίου, που θα γινόταν δικό τους αν είχαν τα απαραίτητα δικαιολογητικά που θα αποδείκνυαν ότι κάποιος πρόγονός τους είχε έρθει από κάποια γωνιά της γηραιάς ηπείρου.
        Υπήρχε ακόμα, μεγάλος προβληματισμός για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας κι έτσι, δημιουργήθηκαν τεράστιες αγορές, όπου ο καθένας πήγαινε προς ανταλλαγή ό,τι πίστευε ότι μπορεί να χρειαζόταν κάποιος άλλος. Στην αρχή φαγητά, μετά ρούχα και μετά αντάλλασσε άλλες υπηρεσίες, ακόμη και νομικές συμβουλές ή ιδιαίτερα μαθήματα. Δεν τα αντάλλασσε με είδος, αλλά με κουπόνια ανταλλακτικού χρήματος, τα creditos. Ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα αυτοσχέδιο νόμισμα. Ανάλογα με τα creditos που έπαιρνε γι' αυτό που πούλησε, αγόραζε άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες. Για να εισαχθεί κάποιος σε αυτό καταγραφόταν, έπαιρνε κάρτα μέλους και ένα μικρό αριθμό creditos για να μπορέσει να ξεκινήσει.

Μετά τη χρεοκοπία, η ανάκαμψη
          Ο Ντουάλντε κατάφερε να σταθεροποιήσει σε ένα βαθμό την κατάσταση και στη συνέχεια προκήρυξε εκλογές. Τον Μάιο του 2003 τα ηνία της χώρας πήρε ο Νέστωρ Κίρσνερ, διατηρώντας τον υπουργό Οικονομικών του προκατόχου του στη θέση του. Σταδιακά όμως, η υποτίμηση του νομίσματος άρχισε να δείχνει και το καλό της πρόσωπο.
      Οι εξαγωγές φθήνυναν, έγιναν ελκυστικότερες και εισήλθαν σε ανοδική πορεία, ωφελημένες και από τη δυναμική εμφάνιση της Κίνας στη διεθνή σκηνή, που άρχισε να επιλέγει τα αγροτικά προϊόντα της Αργεντινής. Η βιομηχανία και η γεωργία μπήκαν σε φάση ανασυγκρότησης, δημιουργώντας σταδιακά νέες θέσεις εργασίας και συμβάλλοντας στη μείωση της ανεργίας, που σε λίγα χρόνια υποχώρησε από το 20% στο 8,5%. Οι οικονομικοί ρυθμοί άρχισαν να αποκτούν υψηλά θετικά πρόσημα. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε πιστώσεις, εφάρμοσε ένα επιθετικό σχέδιο για την είσπραξη φόρων και άρχισε να εξοικονομεί χρήματα για κοινωνική πρόνοια, περικόπτοντας δαπάνες από άλλους τομείς. Το νέο παραγωγικό μοντέλο σε συνδυασμό με τα μέτρα ελέγχου των δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ανατίμηση του πέσο. Οι γεωργικές εξαγωγές αυξήθηκαν και ο τουρισμός επανήλθε. Η άνθηση των εξαγωγών έφερε στη χώρα συνάλλαγμα, διευκολύνοντας τις προσπάθειες αποπληρωμής του χρέους.
       Το 2005 η κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία, ώστε το μεγαλύτερο κομμάτι των χρεοκοπημένων της ομολόγων να ανταλλαχθεί από άλλα, με χαμηλότερη ονομαστική αξία. Ακόμα και το ΔΝΤ χαιρέτισε την ανταλλαγή, μπαίνοντας σε νέες διαπραγματεύσεις με τη χώρα.
       Μετά τις τελευταίες συμφωνίες με τους πιστωτές της η Αργεντινή έχει διευθετήσει περίπου το 92% του χρέους από τη χρεοκοπία της το 2001, ενώ έχει αποπληρώσει χρήματα που η χώρα δανείσθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πάντως η Αργεντινή πληρώνει ακόμα τη χρεοκοπία της. Αν και πέτυχε συμφωνίες με την πλειοψηφία των πιστωτών της, δεν μπορεί ακόμα να δανειστεί από τις ξένες αγορές.
        Όπως διαφαίνεται από όλα τα παραπάνω, η ιστορία επαναλαμβάνεται.Οι οι αδύναμες χώρες γίνονται έρμαια στα σχέδια των ισχυρότερων όσον αφορά στο χρήμα και στο κέρδος. Γι’ αυτό, θα πρέπει όλοι οι πολίτες μιας κοινωνίας να συνεργάζονται και να καταβάλλουν συλλογικές προσπάθειες, προκειμένου να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο σε δύσκολες στιγμές της πορείας τους.
Αλεξάνδρα Καφφέ-Μαρία Μαργαρίτη -Ζωή Μιχαηλίδου

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Η οικονομική κρίση του 1848 στην Ελλάδα

                                                                                    Τα αίτια της κρίσης
          Το έτος 1848 υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στην ιστορία της Ευρώπης. Η χρονιά ξεκίνησε με την εξέγερση των Ιταλών στην Σικελία και κορυφώθηκε με την επανάσταση των Γάλλων κατά του Λουδοβίκου-Φίλιππου και της δυναστείας των Βουρβρώνων. Τα εθνικιστικά και δημοκρατικά συνθήματα της Γαλλικής εξέγερσης κατά του θεσμού της μοναρχίας, πυροδότησαν μια σειρά από επαναστάσεις με τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλη την Ευρώπη, με σημαντικότερες αυτές στα Γερμανικά κρατίδια, στην Ουγγαρία και στη Δανία. Οι εθνικές αυτές επαναστάσεις οδήγησαν στην εθνική ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, ενώ υπονόμευσαν την αυτοκρατορία των Αψβούργων που έμελλε 70 χρόνια μετά να χωριστεί σε Αυστρία και Ουγγαρία. Ήταν τέτοιο το μέγεθος του αναβρασμού και της αναταραχής που η χρονιά αυτή έμεινε στην ιστορία ως η "Άνοιξη των Εθνών".
       Όπως είναι φυσικό, οι επαναστάσεις αυτές προκάλεσαν μια μεγάλη αναστάτωση σε πανευρωπαϊκή κλίμακα στις οικονομικές δραστηριότητες, στην κατανάλωση, στη ζήτηση και στο εμπόριο που τελικώς δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της εποχής και οδήγησαν σε μια μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία όμως λόγω των περιορισμένων συγκοινωνιών δεν εκδηλώθηκε ομοιόμορφα, ενώ η διάδοση της έγινε με βραδείς ρυθμούς. Η κρίση όμως δεν άργησε να μεταδοθεί και στο νεότευκτο Ελληνικό Βασίλειο του Όθωνα. Η Ελλάδα εκείνη την εποχή ήταν μια μικρή χώρα με πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, και ένα αρχαϊκό προκαπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που βασιζόταν σχεδόν εξολοκλήρου στην αγροτική παραγωγή, χωρίς καθόλου κλάδο μεταποίησης και δευτερογενούς παραγωγής. Μόλις πέντε χρόνια πριν είχε ιδρυθεί η Εθνική τράπεζα με κεφάλαιο που κατέβαλλε κατά το 1/5 το ίδιο το φτωχό κράτος.

         Η κρίση λοιπόν εισήχθη στο Βασίλειο, όταν όλες οι μικρές εξαγωγές σε αγροτικά προϊόντα προς την Ευρώπη ελαττώθηκαν απότομα ή σταμάτησαν εντελώς, με αποτέλεσμα όλοι οι αγροτικοί παραγωγοί (κυρίως σταφιδέμποροι) να μην μπορούν να εκπληρώσουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς την Εθνική τράπεζα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Εθνική τράπεζα να μην διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια, για να στηρίξει την κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων, καθώς με τους τραπεζικούς κανόνες της εποχής έπρεπε "επί τη εμφανίσει" τους στο γκισέ της τράπεζας να αλλαχθούν με χρυσό (μετάλλευμα). Έτσι η τράπεζα το 1848, για χαρτονόμισμα αξίας 1.974.000 δρχ είχε μεταλλική κάλυψη μόνο 690.000 δρχ.
       Την εποχή που εκδηλώθηκε η κρίση, ξεκίνησε ένας αμείλικτος οικονομικός πόλεμος από τους τοκογλύφους της εποχής που έβλεπαν στο θεσμό της τράπεζας έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή που θα έβαζε τέλος στις βρώμικες δραστηριότητές τους. Έτσι οι τοκογλύφοι με αμοιβαίες συνεννοήσεις ξεκίνησαν συνδυασμένα να εμφανίζουν για μετατροπή σε χρυσό μεγάλες ποσότητες χαρτονομισμάτων τις οποίες είχαν εξασφαλίσει με το γνωστό αντικοινωνικό και απάνθρωπο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν η Εθνική τράπεζα να βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση σε τέτοιο σημείο, ώστε οι υπάλληλοί της να προσφέρουν μέρος του μισθού τους στη διοίκηση για όσο θα διαρκούσε η κρίση.

Η αντιμετώπιση της κρίσης
      Η λύση ήρθε από το κράτος που με μια σειρά νόμων με αποτελεσματικότερο αυτόν της 4ης Απριλίου 1848, ανέστειλαν την αναγκαστική μετατροπή των χαρτονομισμάτων σε χρυσό, επιβάλλοντας όμως στην Εθνική τράπεζα επιτόκιο 8% για οποιοδήποτε ποσό δεν μετέτρεπε. Έτσι το χαρτονόμισμα της Εθνικής τράπεζας έγινε για λίγο καιρό επίσημο νόμισμα του κράτους. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η Εθνική τράπεζα, αλλά και η Ελλάδα γενικότερα, ευτύχησε να έχει στη διοίκηση της τον έμπειρο και έντιμο τραπεζικό, Γεώργιο Σταύρου. Ο Σταύρου χρησιμοποιώντας την κρατική κάλυψη των νέων νόμων και χάρη στις μεγάλες του διασυνδέσεις με πλούσιους Ευρωπαίους, εμπόρους και κεφαλαιούχους κατάφερε να προσελκύσει κεφάλαια στην Εθνική τράπεζα, μάλιστα πολύ μεγαλύτερα ακόμη και από αυτά που απαιτούνταν. Έτσι το Δεκέμβριο η Εθνική τράπεζα είχε ήδη κάλυψη για 1.080.000 δρχ, όταν το χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε είχε ελαττωθεί σε 1.234.000 δρχ. Έτσι στις 16 Δεκεμβρίου 1848 ο Σταύρου δήλωσε και επίσημα πως η τράπεζα μπορούσε πλέον να εξυπηρετεί οποιαδήποτε εξαργύρωση χαρτονομίσματος.

        Το κατόρθωμα της Εθνικής τράπεζας να ανταπεξέλθει τόσο γρήγορα στις δυσκολίες μιας τόσο σοβαρής οικονομικής κρίσης την καθιέρωσε ανάμεσα στα κορυφαία και πλέον αξιόπιστα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης την εποχή εκείνη. Ταυτόχρονα κατέστησε ελκυστικότερη την Ελληνική οικονομία σε επενδύσεις, ενώ στερέωσε και την αναγκαιότητα της τράπεζας στην συνείδηση του ελληνικού λαού, κάτι που τότε μόνο αυτονόητο δεν ήταν. Η Εθνική τράπεζα στήριξε με χορηγήσεις της όλους τους πελάτες της για όσο διήρκεσε η κρίση, η οποία τερματίστηκε ένα χρόνο μετά. Ο Γεώργιος Σταύρος εκλέχθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας ισόβιος διοικητής της, θέση που θα υπηρετήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία ως το 1869, όταν και απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών.

Μυροφόρα Καραγκιόζοβα  -  Μαρίνα-Ιφιγένεια Λάμπρου 

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Οδηγίες για τις πηγές της Ιστορίας

      Η δεύτερη ομάδα ερωτήσεων της Ιστορίας περιλαμβάνει δύο ερωτήσεις – από 25 μονάδες η καθεμία – που η απάντησή τους απαιτεί το συνδυασμό ιστορικών γνώσεων (κυρίως των πληροφοριών που παρέχει το διδακτικό εγχειρίδιο) και των στοιχείων που θα αντλήσει ο μαθητής από τα ιστορικά παραθέματα που δίνονται.
      Γι’ αυτό το λόγο παρατίθενται σε αποσπάσματα ή και ολόκληρα κείμενα, ιστορικά δοκίμια, άρθρα, ειδήσεις, γελοιογραφίες, γκραβούρες, γραφήματα κτλ, δηλαδή άμεσες ή έμμεσες πηγές ιστορικής πληροφόρησης, από τις οποίες ο μαθητής πρέπει να αποσπάσει τις σχετικές πληροφορίες, να τις εντάξει χρονικά και να τις συνδέσει με την ιστορική αφήγηση.
     Σε γενικές γραμμές μια πηγή:
 επιβεβαιώνει και τεκμηριώνει τις πληροφορίες του σχολικού βιβλίου,
 επεξηγεί και διασαφηνίζει τα ιστορικά δεδομένα του βιβλίου,
 παρέχει πρόσθετα στοιχεία για ένα θέμα,
 καταθέτει μια αντίθετη γνώμη από αυτή που υποστηρίζεται στο κείμενο του σχολικού βιβλίου, ή
 αποτελεί συνδυασμό των παραπάνω.
     Ο μαθητής πρέπει αρχικά να αντιληφθεί τη σχέση της πηγής με το σχολικό βιβλίο και στη συνέχεια να αξιοποιήσει το κείμενο της πηγής, για να ενισχύσει την απάντησή του. Οι μέθοδοι που προτιμώνται είναι η σύνθεση και η παράθεση. Σύμφωνα με τη μέθοδο της σύνθεσης, ο μαθητής επιχειρεί να συνδυάσει τα δεδομένα του βιβλίου με αυτά της πηγής. Αντίθετα , σύμφωνα με τη μέθοδο της παράθεσης, ο μαθητής γράφει, αρχικά, τις σχετικές με την ερώτηση ιστορικές γνώσεις από το σχολικό βιβλίο και στη συνέχεια σχολιάζει το κείμενο της πηγής, αφού πρώτα εντοπίσει τα σημεία που απαιτούνται για τη συγκεκριμένη απάντηση.
     Πάντοτε ο μαθητής πρέπει να έχει ξεκάθαρο στο μυαλό του τι ακριβώς ζητάει η ερώτηση , να προσέχει, ώστε να περιλαμβάνει στην απάντησή του όλες τις πληροφορίες από το σχολικό εγχειρίδιο και τις αντίστοιχες από τα παραθέματα και να συνδέει κατάλληλα τις πρώτες με τις δεύτερες. Καλό είναι επίσης να επισημαίνει , κατά περίπτωση, νέα ή διαφορετικά από την ιστορική αφήγηση στοιχεία και να κρίνει ή να αξιολογεί τις πληροφορίες των πηγών, όταν αυτό χρειάζεται.
     Στις Πανελλαδικές εξετάσεις μια καλογραμμένη απάντηση-μικρή έκθεση- που θα "πλέκει" τις ιστορικές γνώσεις με τις πληροφορίες της πηγής, αντί να παραθέτει απλά το ένα κάτω από το άλλο, θεωρείται το ιδανικό. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των γραπτών, ακόμη και των άριστων, είναι γραμμένα με την ασφαλή μέθοδο της παράθεσης.
     Στη βαθμολόγηση των γραπτών υπάρχει πάντα ο προβληματισμός μεταξύ των εξεταστών αν θα πρέπει να αφαιρεθούν μόρια για τον τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένη η πηγή, από τη στιγμή που η παράθεση είναι αυτή που κυριαρχεί. Οι πιο αυστηροί και απαιτητικοί βαθμολογητές δηλώνουν ότι μια άψογη απάντηση γραμμένη με τη μέθοδο της παράθεσης θα την βαθμολογούσαν με 47-48/50, φυλάσσοντας το πλήρες 50άρι για γραπτό που θα ήταν γραμμένο με τη μέθοδο της σύνθεσης. Άλλοι δηλώνουν ότι θα είναι πιο επιεικείς με τυχόν παραλείψεις ενός γραπτού που επέλεξε τη μέθοδο της σύνθεσης, γιατί ο μαθητής αυτός τουλάχιστον ακολούθησε τον πιο επικίνδυνο δρόμο. Με άλλα λόγια, όσον αφορά στις εξετάσεις, η παράθεση είναι πλήρως αποδεκτή, αλλά για ένα άριστο γραπτό προτιμάται η μέθοδος της σύνθεσης.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΕΣΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
        Μπορεί να είναι σχετική με τη δομή της απάντησης, ή με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, χρονολογική, κ.τ.λ. ένταξη του θέματος, ή να εμπεριέχει το θέμα και τη θέση του μαθητή για το ιστορικό συμβάν, ή να είναι μια άλλη, σχετική με τα ιστορικά γεγονότα , παράγραφος από το ιστορικό εγχειρίδιο ή μπορεί και να μην υπάρχει εισαγωγή, αλλά να ξεκινά ο μαθητής κατευθείαν την απάντησή του με την αναφορά του στις ιστορικές του γνώσεις .


ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
1ος ΤΡΟΠΟΣ
1. Ιστορικές γνώσεις
    Ο μαθητής παραθέτει τις ιστορικές γνώσεις , που σχετίζονται με το συγκεκριμένο ερώτημα, όσο το δυνατόν πιο κοντά στις πληροφορίες που δίνει το σχολικό εγχειρίδιο.

2. Πληροφορίες από το ιστορικό παράθεμα
      Ο μαθητής καταγράφει οργανωμένα τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη συγκεκριμένη ερώτηση από το/τα ιστορικό παράθεμα/παραθέματα και τις συνδέει με τις ιστορικές γνώσεις που παρέθεσε στο προηγούμενο μέρος. Οι πληροφορίες παρατίθενται σε ξεχωριστή παράγραφο και με τέτοια συνδετική φράση που να δείχνει τη σχέση της πηγής με τα δεδομένα του βιβλίου (αποδεικτική, συμπληρωματική, αντιθετική κ.ά.). Το περιεχόμενο της πηγής παρουσιάζεται με τα λόγια του μαθητή, ενώ παρατίθενται αναφορές από το κείμενο της πηγής για επιβεβαίωση, μέσα σε εισαγωγικά ή παρενθέσεις.
    Συχνά οι μαθητές επιχειρούν την απλή αντιγραφή σχετικών (ή και άσχετων) τμημάτων του ιστορικού παραθέματος, χωρίς να τονίζουν τα σημεία που ενδιαφέρουν. Έτσι δεν απαντούν ακριβώς στα ζητούμενα και χάνουν πολύτιμους βαθμούς. Άλλες πάλι φορές αρκούνται σε μια γενικόλογη αναφορά στοιχείων του παραθέματος, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές, χωρίς να φαίνεται δηλαδή από ποιο σημείο του κειμένου αλίευσαν τις πληροφορίες.
   Είναι φανερό πως δεν αρκεί η αντιγραφή των στοιχείων που προσφέρει η πηγή, ούτε η αναφορά τους, έστω και με άλλη διατύπωση. Είναι απαραίτητο να επιλέγονται προσεκτικά οι χρήσιμες πληροφορίες, να ιεραρχούνται ή κατά περίπτωση να ομαδοποιούνται και προπαντός, τα ζητούμενα του θέματος να συνδέονται με την ιστορική αφήγηση. Για να είναι η απάντηση ολοκληρωμένη κατά τη σύνδεση των ιστορικών γνώσεων και των στοιχείων του παραθέματος, καλό είναι να γίνονται συγκεκριμένες αναφορές.
   Προκειμένου να επιτευχθεί επαρκής σύνδεση της πηγής με τα ιστορικά δεδομένα του σχολικού βιβλίου, μπορεί να χρησιμοποιηθούν φράσεις του τύπου: «όπως έχει ήδη αναφερθεί…», « προηγουμένως έγινε λόγος για…», «σημειώθηκε ήδη ότι…», « σε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν…», «σε συνάρτηση με τα προηγούμενα…».

2ος ΤΡΟΠΟΣ
    Ο δεύτερος τρόπος απάντησης είναι παραλλαγή του πρώτου , μια διαφοροποίηση δηλαδή στην οργάνωση της απάντησης. Συγκεκριμένα ο μαθητής μπορεί να αρχίσει το κύριο μέρος της ανάπτυξής του από τις πληροφορίες που παρέχει το ιστορικό παράθεμα και μετά να συνεχίσει με την παράθεση των ιστορικών γνώσεων.

ΣΥΝΘΕΣΗ /ΕΠΙΛΟΓΟΣ
   Σ’ αυτό το μέρος ολοκληρώνεται η απάντηση, γιατί επιχειρείται η οριστική αποτίμηση, η αξιολόγηση, η πύκνωση όσων προαναφέρθηκαν , ανάλογα με αυτά που ζητά η ερώτηση. Επισημαίνεται επίσης η συμφωνία ή η ασυμφωνία μεταξύ των ιστορικών γνώσεων και των πληροφοριών που αποκόμισε ο μαθητής από την ανάγνωση του ιστορικού παραθέματος.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
        Μπορεί να είναι σχετική με τη δομή της απάντησης, ή με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, χρονολογική, κτλ ένταξη του θέματος, ή να εμπεριέχει το θέμα και τη θέση του μαθητή για το ιστορικό συμβάν, ή να είναι μια άλλη ,σχετική με τα ιστορικά γεγονότα , παράγραφος από το ιστορικό εγχειρίδιο ή …(Μπορεί και να μην υπάρχει εισαγωγή αλλά να ξεκινά ο μαθητής κατευθείαν την απάντησή του με την αναφορά του στις ιστορικές του γνώσεις ).

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
      Ο συγκεκριμένος τρόπος ανάπτυξης είναι συνδυασμός της ιστορικής αφήγησης και των πληροφοριών που παρέχει το ιστορικό παράθεμα. Ο μαθητής μπορεί να χρησιμοποιήσει την ιστορική αφήγηση ως καμβά, τον οποίο θα εμπλουτίσειμε τις πληροφορίες που θα συλλέξει από την πηγή, παραθέτοντας και συγκεκριμένες αναφορές, ώστε να κατατοπίζει τον αναγνώστη για το ακριβές σημείο από το οποίο άντλησε την πληροφορία. Μπορεί , επίσης, ως βάση να χρησιμοποιήσει το κείμενο του ιστορικού παραθέματος και από τις πληροφορίες που παραθέτει αυτό να αφορμάται και να ανακαλεί την ιστορική αφήγηση. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, γιατί θα αντιμετωπίσει εντονότερα τον κίνδυνο να παραλείψει κάποια πληροφορία από το σχολικό του βιβλίο.
    Είναι πάλι δυνατόν να συνδυάσει τις πληροφορίες ιστορικής αφήγησης και πηγών με χρονική ακολουθία, αν είναι σε θέση να οργανώσει την ύλη με αυτή τη μέθοδο και παράλληλα να απαντήσει σωστά στην ερώτηση ή με τη διάκριση των γεγονότων σε πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κτλ., αν το ερώτημα ζητάει κάτι τέτοιο κι αν ο ίδιος θεωρεί ότι μια απάντηση τέτοιου τύπου είναι εύστοχη.
Κάθε φορά που ο υποψήφιος μεταβαίνει από το κείμενο του βιβλίου στο δεδομένο της πηγής είναι αναγκαίο να χρησιμοποιεί και μια μεταβατική φράση, που θα εξομαλύνει το πέρασμα από το βιβλίο στην πηγή και θα καταδεικνύει την κριτική και συνθετική σκέψη του μαθητή.
    Επειδή μια τέτοια απάντηση αποτελεί στην πραγματικότητα μια μικρή έκθεση:
α) πρέπει να τηρείται χρονική ακολουθία των γεγονότων (παράλληλη χρήση των στοιχείων βιβλίου – παραθέματος και όχι «αυτά λέει το βιβλίο.......»κι έπειτα σε άλλη παράγραφο « αυτά λέει το παράθεμα ....»)
 β) τα προερχόμενα από το παράθεμα στοιχεία δεν πρέπει να αντιγράφονται αυτούσια, αλλά να μεταφέρονται, όπως τα έχει κατανοήσει ο μαθητής. Αυτό ισχύει, κυρίως, για τα παραθέματα ερμηνευτικού τύπου.
 γ) για τα παραθέματα- πηγές, τα οποία αποτελούν τεκμήρια (λ.χ. ο πολιτικός λόγος του Βενιζέλου μετά το κίνημα στο Γουδί), καλό θα ήταν να δηλώνεται το όνομα αυτού που "μιλάει" ή "γράφει", να επιλέγεται το συγκεκριμένο χωρίο από το παράθεμα και να μεταφέρεται αυτούσιο μέσα σε εισαγωγικά. Έτσι, λειτουργεί ως "απόδειξη" στα γραφόμενα της απάντησης.
 δ) Καλό θα ήταν ν' αποφεύγονται, επίσης, οι εξής φράσεις: «σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο» ή «όπως αναφέρει το παράθεμα ...». Σ' αυτή την περίπτωση δέον θα ήταν να τηρείται ο κανόνας της ιστορικής μεθοδολογίας, δηλαδή για παραθέματα ερμηνευτικού τύπου ή για στατιστικούς πίνακες, τα οποία γράφονται από μεταγενέστερους ιστορικούς - ερμηνευτές των γεγονότων, ο μαθητής πρέπει να αναφέρει το συντάκτη του παραθέματος και το βιβλίο από το οποίο αντλείται το παράθεμα π.χ: « ... Όπως αναφέρει και ο ... στο βιβλίο του ....,» ή «...σύμφωνα με τον .... (σε παρένθεση ο τίτλος του βιβλίου, άρθρου κ.λπ.) ή « ...ο . υποστηρίζει την άποψη ....» κ.λ.π.

Συγκεκριμένες οδηγίες για την απάντηση, με τη μέθοδο της σύνθεσης:
Βήμα 1: Μελέτη και καλή κατανόηση του σχετικού ερωτήματος.
Βήμα 2: Οι μαθητές μπορούν, προτού διαβάσουν το κείμενο του παραθέματος, να καταγράψουν σ' ένα πρόχειρο πολύ συνοπτικά τις πληροφορίες του βιβλίου σχετικά με το ερώτημα. Αυτό θα τους βοηθήσει να "οριοθετήσουν" το περιεχόμενο της απάντησής τους και να μην "πελαγώσουν" μέσα στο κείμενο του παραθέματος, το οποίο μπορεί να έχει και πολλά άσχετα ή ακόμη και να είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα.
Βήμα 3: Προσεκτική μελέτη του παραθέματος, εντοπισμός σ' αυτό των στοιχείων που απαιτεί η απάντηση.
Βήμα 4: Κατασκευή ενός ευσύνοπτου σχεδιαγράμματος. Στην αριστερή στήλη σημειώνονται περιληπτικά οι πληροφορίες που απαιτούνται στην απάντηση από το βιβλίο και στη δεξιά στήλη οι σχετικές πληροφορίες από την πηγή. Για κάθε στοιχείο του βιβλίου προσπαθούμε να εντοπίσουμε (αν υπάρχει) και να συνδέσουμε τη συναφή αναφορά της πηγής. Βήμα 5: Σύνθεση της απάντησης με την παράλληλη χρήση των στοιχείων του βιβλίου και του παραθέματος, δημιουργώντας τόσες συνδέσεις βιβλίου-πηγής, όσες επιτρέπει το σχεδιάγραμμα.

ΣΥΝΘΕΣΗ/ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σ’ αυτό το μέρος ολοκληρώνεται η απάντηση, γιατί επιχειρείται η οριστική αποτίμηση, η αξιολόγηση, η πύκνωση όσων προαναφέρθηκαν , ανάλογα με αυτά που ζητά η ερώτηση. Επισημαίνεται επίσης η συμφωνία ή η ασυμφωνία μεταξύ των ιστορικών γνώσεων και των πληροφοριών που αποκόμισε ο μαθητής από την ανάγνωση του ιστορικού παραθέματος

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
 Αφού ο μαθητής διαβάσει καλά την πηγή, καλείται να εντοπίσει μέσα στο σύνολο της σχολικής ύλης το κεφάλαιο ή τα κεφάλαια εκείνα που είναι σχετικά με το θέμα της πηγής.
  Στόχος είναι η συγγραφή ενός ενιαίου κειμένου (με αρχή, μέση, τέλος) που θα χαρακτηρίζεται για τη συνοχή και την ομαλή ροή του. Ο μαθητής οφείλει να τηρεί τη σωστή έκταση των παραγράφων και να δημιουργεί νοηματικές ενότητες.
 Στον πρόλογο θα πρέπει πάντα να επιχειρείται ο θεματικός και ο χρονικός εντοπισμός της πηγής (αναφορά στο θέμα και τη χρονική περίοδο, κατά την οποία εκτυλίσσονται όσα αναφέρει το ιστορικό παράθεμα) . Επίσης, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου, όταν αυτή είναι εισαγωγική.
  Ο μαθητής καλείται να επιλέξει τον τρόπο απάντησης, παράθεση ή σύνθεση ή και συνδυασμός τους. Επιλέγοντας την παράθεση ο μαθητής αναπτύσσει ξεχωριστά τις πληροφορίες της πηγής από αυτές του βιβλίου, ενώ με τη σύνθεση επιχειρεί αναλύοντας την πηγή, παράλληλα να αναφέρει όλες τις σχετικές πληροφορίες του βιβλίου. Ο δεύτερος τρόπος είναι δυσκολότερος και για αυτό βαθμολογείται ανάλογα.
  Κάθε φορά που ο εξεταζόμενος αναφέρει ένα από τα στοιχεία της πηγής πρέπει να αποφεύγει την αντιγραφή και να είναι σε θέση να δημιουργεί ένα δικό του κείμενο, το οποίο, όπως ακριβώς και στην περίληψη, θα περιγράφει τα βασικά σημεία του πρωτότυπου κειμένου.
  Από το σχολικό βιβλίο, παρατίθενται οι πληροφορίες που έχουν φυσικά σχέση με το θέμα της πηγής.
  Απαραίτητες είναι οι παραπομπές όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, με τη χρήση της παρένθεσης ή των εισαγωγικών. Δεν πρέπει, όμως, να υπερβαίνουν το όριο της μιας σειράς, ούτε βέβαια να γίνεται κατάχρηση.
 Καλό είναι τα σημεία που είναι κοινά να μην επαναλαμβάνονται δύο φορές, γιατί τότε δεν θα είναι σωστή η δομή του κειμένου. Το ζήτημα είναι η τελική απάντηση να έχει νοηματική αλληλουχία και να διαπλέκει τα δεδομένα του βιβλίου και της πηγής. Αν όμως ένας μαθητής επιλέξει τη μέθοδο της παράθεσης και τα στοιχεία του βιβλίου είναι ίδια με τα στοιχεία της πηγής, μπορεί να επισημάνει τα εξής: «τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνονται και βρίσκονται σε πλήρη ταυτότητα με τα δεδομένα της πηγής του(όνομα -προέλευση πηγής)». Π.χ. Πιο αναλυτικά, ήδη τονίσαμε τη συμβολή της ΕΑΠ. Όντως λοιπόν η ΕΑΠ .......Προηγουμένως, κάναμε λόγο για την αστική αποκατάτασταση και τους οικισμούς που όπως επισημαίνεται κι εδώ ήταν...
 Η πληροφορία της πηγής ενδέχεται να μην αποτελεί άμεση απάντηση στο ζητούμενο της ερώτησης και να αποτελεί αφορμή για εμβάθυνση και επαγωγική εξαγωγή συμπεράσματος.
  Στο τέλος ή στις τελευταίες παραγράφους της ανάλυσης της πηγής, θα πρέπει να τοποθετούνται όλα εκείνα τα στοιχεία της πηγής, που δε σχετίζονται με τη συγκεκριμένη ερώτηση , καθώς και οι αντίθετες απόψεις που τυχόν καταγράφει η πηγή για ένα ζήτημα, προσπαθώντας να αιτιολογήσουμε –αν είναι δυνατόν-τη συγκεκριμένη διάσταση απόψεων μεταξύ βιβλίου και πηγής.
 Στον επίλογο ο εξεταζόμενος μαθητής μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε :
-Ανακεφαλαίωση των βασικών παραμέτρων της πηγής.
 -Προσπάθεια ανίχνευσης του βασικού στόχου του συγγραφέα του ιστορικού παραθέματος και σύγκριση των απόψεών του με αυτές του βιβλίου.
 -Κριτική των θέσεων αυτών, όταν η πηγή διαφωνεί με το σχολικό βιβλίο.
-Διατύπωση συμπεράσματος για την αξία της πηγής και αναγωγή της σε σχέση με το ελληνικό, αλλά και διεθνές πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ‘γίγνεσθαι’.
 -Κατάδειξη της συνέχειας μέσα από αναφορές στο μέλλον και προσπάθεια σκιαγράφησης των συνεπειών και αποτελεσμάτων των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως.