"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Η Οικονομική κρίση της Ρωσίας το 1998

        Μία ανάσα από την χρεοκοπία βρέθηκε το καλοκαίρι του 1998 η Ρωσία. Τότε, η ανικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει συνεπείς οικονομικές μεταρρυθμίσεις είχε επιφέρει ρήγμα στο κλίμα επενδυτικής εμπιστοσύνης και οι επενδυτές εγκατέλειπαν τις ρωσικές αγορές ξεπουλώντας ρούβλια και αξίες.
        Το χρεοστάσιο του 1998 είχε δικό του χρονικό: Προτού ακόμη ξεσπάσει οικονομική κρίση, η κυβέρνηση είχε εκδώσει ομόλογα GKO, που στην πραγματικότητα ήταν « πυραμίδα». Η μειούμενη παραγωγικότητα, ένα τεχνητό σύστημα συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ρουβλίου και των ξένων νομισμάτων για να αποτραπεί η εγχώρια κρίση, και ένα χρόνιο δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν το σκηνικό της κρίσης.
      Άλλη μία αιτία ήταν το οικονομικό κόστος που είχε ο πρώτος πόλεμος εναντίον της Τσετσενίας, και που υπολογίστηκε σε 5,5 δις δολάρια. Στο πρώτο εξάμηνο του 1997 η ρωσική οικονομία είχε παρουσιάσει κάποιες οικονομικές ενδείξεις βελτίωσης. Ωστόσο, τα προβλήματα επιδεινώθηκαν εξαιτίας δύο σοβαρών κρίσεων από το εξωτερικό:
       Η πρώτη ήταν η ασιατική χρηματοοικονομική κρίση, που είχε ξεκινήσει το 1997, και η συνεπακόλουθη μειωμένη ζήτηση για πετρέλαιο και μέταλλα. Η μείωση της ζήτησης για εμπορεύματα προκάλεσε πτώση των τιμών τους, με αποτέλεσμα οι χώρες που είχαν άμεση εξάρτηση από τις εξαγωγές πρώτων υλών να πληγούν περισσότερο από άλλες. Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα μέταλλα και η ξυλεία αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των ρωσικών εξαγωγών, κάνοντας τη Ρωσία ιδιαίτερα ευάλωτη σε κάθε αλλαγή στις διεθνείς τιμές. Επιπλέον, το πετρέλαιο ήταν σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων. 
  Εκτός των εξωτερικών κρίσεων υπήρξε και η πολιτική κρίση στο εσωτερικό της χώρας, με τον τότε πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν να αποπέμπει αιφνιδίως τον πρωθυπουργό Τσερμομύρντιν. 
      Η ρευστότητα στην εσωτερική αγορά διασφαλιζόταν μόνο με εισροές ξένου καυτού χρήματος, με τα ξένα κερδοσκοπικά κεφάλαια να προσελκύονται με πολύ υψηλούς τόκους. Στην προσπάθεια της να στηρίξει το ρούβλι και να παγώσει τις εκροές κεφαλαίων, η κυβέρνηση αύξησε το επιτόκιο των GKO στο 150%. Παρά τις προσπάθειες της Μόσχας, τα χρέη συνέχισαν να αυξάνουν.

         Ένα δάνειο 22,6 δις. δολ. από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα χορηγήθηκε στη Ρωσία τον Ιούλιο του 1998 για να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στη ρωσική αγορά και να αντικαταστήσει τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα GKO με μακροπρόθεσμα ευρω-ομόλογα. Αν και τούτο είχε επιτυχία αρχικά, η κυβέρνηση συνέχιζε να διατηρεί σε στενό πλαίσιο την ισοτιμία του ρουβλίου, παρά τις προτροπές μεγάλων οικονομολόγων, όπως του Σόρος, να εγκαταλειφθεί η στήριξη προς το νόμισμα. Το κόστος αποπληρωμής του ρωσικού χρέους εκτινασσόταν τα ύψη, και η Δούμα αρνήθηκε να υιοθετήσει κυβερνητικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης.
        Αδυνατώντας να προσφέρει άλλη στήριξη στο ρούβλι, η ρωσική κεντρική τράπεζα αποφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη διακύμανσή του: Σε διάστημα μόνον ενός μήνα έχασε τα δύο τρίτα της αξίας του έναντι δολαρίου. Ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί στο 84%. Οι τιμές των τροφίμων είχαν αυξηθεί κατά 100% και εκατομμύρια Ρώσοι βρέθηκαν με μηδενικές αποταμιεύσεις . Από την κρίση του 1998 και μετά, η ρωσική κυβέρνηση φαίνεται να ελέγχει τις κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις, συμβάλλοντας στη δημιουργία σταθερού οικονομικού κλίματος.
Τάσος Λαγκαδιώτης

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Η χρεοκοπία της Αργεντινής

        Η κρίση της Αργεντινής, η οποία κατέληξε στη χρεοκοπία της, είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων ετών. Επειδή ακριβώς η συγκεκριμένη χώρα έχει αρκετές ομοιότητες με τη δική μας, αλλά και με τα υπόλοιπα κράτη του «Ευρωπαϊκού Νότου»,κρίνουμε σκόπιμο να διδαχθούμε από την εμπειρία της.

       Η Αργεντινή ανήκε, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα,  στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Κύρια αιτία της πτώσης της ήταν, τόσο οι πολιτικές, όσο και οικονομικές περίοδοι συνεχούς αστάθειας, οι οποίες επικράτησαν μετά το 1955.Οι συνεχείς εναλλαγές των κυβερνήσεων είχαν ως αποτέλεσμα την «εναλλασσόμενη» υιοθέτηση διαφορετικών κάθε φορά οικονομικών πολιτικών,οι οποίες οδηγούσαν σε πολλές επί μέρους κρίσεις που καταπολεμούνταν συνήθως με βραχυπρόθεσμα, «σταθεροποιητικά» προγράμματα.Τα προγράμματα όμως αυτά επιδείνωναν συνεχώς την ασταθή οικονομική κατάσταση της χώρας, ενώ χαρακτηρίζονταν από μεγάλο κοινωνικό κόστος.
        Η μεγάλη πολιτική αστάθεια «ξεπεράστηκε» τελικά το 1983, όταν «εκδιώχθηκε» η δικτατορία και εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία.Έτσι,η οικονομική αστάθεια συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1991, όταν η Αργεντινή αποφάσισε να συνδέσει το νόμισμα της με το δολάριο, επιλέγοντας τη σταθερή ισοτιμία μαζί του.Έτσι κατόρθωσε τελικά να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά λίγα μόνο χρόνια αργότερα ήλθε αντιμέτωπη με τις «παρενέργειες» αυτού του «μονεταριστικού» προγράμματος σταθερότητας: οι τιμές των προϊόντων της χώρας ακρίβυναν στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στον περιορισμό της ανταγωνιστικότητας της, στη μείωση των εξαγωγών της και στο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές μεγαλύτερες από τις εξαγωγές), το οποίο είχε ως «φυσικό» αποτέλεσμα τη μεγάλη άνοδο του εξωτερικού χρέους της.
        Η σύνδεση ενός νομίσματος,με το νόμισμα μίας ισχυρής χώρας,υποχρεώνει ουσιαστικά σε ισότιμη ανάπτυξη,κάτι που φυσικά δεν κατάφερε να επιτύχει η Αργεντινή, σε σχέση με τις Η.Π.Α. Η κρίση βέβαια, η οποία «ξέσπασε» το 1998, οφειλόταν σε έναν πολύπλοκο συνδυασμό περισσότερων του ενός παραγόντων:
α)Ήδη κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας και της διαδικασίας της εθνικής αναδιοργάνωσης (1976 – 1983), το εξωτερικό  χρέος της Αργεντινής αυξήθηκε ραγδαία, ως αποτέλεσμα του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, των διαφόρων «κερδοσκοπικών» επιθέσεων εναντίον του νομίσματός της και της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό. Η κατάσταση αυτή σταθεροποιήθηκε μεν αργότερα, αλλά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αφού το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ως είχε – μη αυξανόμενο μεν, αλλά σταθερά στο 55% του ΑΕΠ της χώρας. Έτσι, το δημόσιο χρέος της Αργεντινής αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1996-1999, κατά 36% του ΑΕΠ της.

β)Η σύνδεση του νομίσματος της χώρας με το δολάριο και ειδικά η σταθερή ισοτιμία που επιλέχθηκε (1:1), στη θέση της ελεύθερης διακύμανσης, οδήγησε στη δραστική μείωση του πληθωρισμού, χωρίς όμως να τον εξαλείψει εντελώς (κάτι αντίστοιχο συνέβη στην Ελλάδα και αλλού, μετά την εισαγωγή του Ευρώ, αν και σε μικρότερα μεγέθη). Ο πληθωρισμός που απέμεινε, συνέχιζε να αυξάνει τις τιμές των προϊόντων της Αργεντινής στις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδήγησε στη μείωση των εξαγωγών, με την ταυτόχρονη αύξηση των εισαγωγών της.

          Αυτό με τη σειρά του, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο έπρεπε να «ισοσκελισθεί» μέσω νέου δανεισμού.Ενδεχομένως λοιπόν, εάν η αρχική «σταθερή» σύνδεση με το δολάριο είχε αντικατασταθεί, πριν από το 1998, με έναν μηχανισμό ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας (επιδεινώθηκε λόγω του ισχυρού δολαρίου της δεκαετίας του 1990 – στην περίπτωσή μας, συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα με το Ευρώ), η κρίση θα ήταν λιγότερο καταστροφική. Είναι άλλωστε ευρέως γνωστό το ότι, η οποιαδήποτε «ανθρώπινη επέμβαση» στην ελεύθερη αγορά, διαστρεβλώνει» το μηχανισμό της και οδηγεί σε εκρήξεις – μεγέθους «ευθέως αναλόγου» του χρονικού διαστήματος που «τυχόν» καθυστέρησε τεχνητά η κρίση.
γ)Λόγω της «ιστορικής αστάθειας» της Οικονομίας της Αργεντινής, οι πολίτες της ήταν ανέκαθεν δύσπιστοι απέναντι στο τραπεζικό σύστημα. Αντέδρασαν λοιπόν σχεδόν πανικόβλητοι, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα «συμπτώματα» της κρίσης, αγοράζοντας μαζικά δολάρια και μεταφέροντας τα κεφάλαια τους στο εξωτερικό – ειδικά μετά τον καινούργιο τραπεζικό νόμο του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματος το 2002, η οποία έπληξε ακόμη περισσότερο την οικονομία της χώρας.
δ) Ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων στην αρχή της δεκαετίας του 1990, είχε ως τελικό αποτέλεσμα την πώληση πολλών δημοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες – ακόμη και σε τιμές χαμηλότερες από την αξία τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές οδήγησαν στην εξάρτηση σημαντικών κλάδων της οικονομίας της Αργεντινής από το εξωτερικό (για σχετικό παραλληλισμό, η πώληση του ΟΤΕ οδήγησε την Ελλάδα στην εξάρτηση των τηλεπικοινωνιών της από την Γερμανία – εάν τυχόν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο με τη ΔΕΗ, την Ε.Υ.Δ.Α.Π και τις υπόλοιπες, κοινωφελείς ή μη, επιχειρήσεις της χώρας μας, θα ακολουθούσαμε πιστά τα βήματα της Αργεντινής). Το γεγονός αυτό κατέστησε τη χώρα εξαιρετικά ευάλωτη, τόσο στην κερδοσκοπία, όσο και στη «μετανάστευση» των κεφαλαίων, οπότε συντέλεσε τα μέγιστα στην τραπεζική κρίση που ακολούθησε.

        Το 1997 ξέσπασε στη γειτονική χώρα της Αργεντινής, στη Βραζιλία μία κρίση και η κυβέρνησή της αναζήτησε απεγνωσμένα τρόπους αποφυγής της .Η ανεργία αυξήθηκε,το ίδιο κι ο  αριθμός των υποαπασχολουμένων και μέσω αυτών, των απασχολουμένων στην άτυπη οικονομία π.χ.εμφανίσθηκαν οι Cartoneros, με αποτέλεσμα τη δραστική υποτίμηση του βραζιλιάνικου νομίσματος.

       Οι εισαγωγές της Αργεντινής από τη Βραζιλία αυξήθηκαν, οι εξαγωγές της προς τη Βραζιλία περιορίσθηκαν, τα προϊόντα της αντικαταστάθηκαν στις διεθνείς αγορές από τα αντίστοιχα της Βραζιλίας, οι επιχειρήσεις της μετέφεραν την παραγωγή τους στη γειτονική χώρα και οι διεθνείς επενδύσεις σχεδόν μηδενίστηκαν σε ολόκληρη την περιοχή, λόγω των δυσμενών οικονομικών προοπτικών της.
          Έτσι η Αργεντινή οδηγήθηκε το 1999 σε ύφεση (αρνητική οικονομική ανάπτυξη), ύψους -4%, η ποία κατέληξε σε στασιμότητα το 2000, παρά τα τεράστια δάνεια εκ μέρους του Δ.Ν.Τ και των ιδιωτικών τραπεζών. Είναι προφανές ότι μια τέτοια εξέλιξη στη χώρα μας «φοβίζει», όσο ίσως τίποτα άλλο. Ως παράδειγμα της κρίσης αναφέρουμε ότι συγκέντρωναν ανακυκλώσιμα υλικά από τα σκουπίδια, κυρίως χαρτικά και χαρτοκιβώτια, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν εκτός των νομίμων πλαισίων της αγοράς. Ένα ιδιαίτερο «φαινόμενο» αυτής της φάσης ήταν η «εισαγωγή» των «χρεωστικών ομολόγων» σε πολλούς δήμους της Αργεντινής,καθώς επίσης στην ίδια τη χώρα.Με την έκδοση και την κυκλοφορία αυτών των «ομολόγων δημοσίου» πληρώνονταν, εισέπρατταν μέχρι και το 50% του μισθού τους, οι απασχολούμενοι στους δήμους.Τα ομόλογα αυτά είχαν τη «μορφή» χαρτονομισμάτων και γινόταν αποδεκτά από πολλά καταστήματα της χώρας.

         Ο νέος πρόεδρος με υπόδειξη των ειδικών του οικονομικού επιτελείου του, αποφάσισε αμέσως  την υποτίμηση του « Πέσος», ενώ απαγόρευσε το άνοιγμα των τραπεζών σε ολόκληρη τη χωρά. Η υποτίμηση ορίσθηκε στο 28%. Η ισοτιμία του νομίσματος ξεπέρασε το 1:2. Το γεγονός αυτό ανάγκασε την κυβέρνηση να αποσύρει την επίσημη ισοτιμία. η κυβέρνηση αποφάσισε τη λήψη έκτακτων μέτρων, τα οποία ονομάστηκαν «Corralon». Σύμφωνα με τα μέτρα αυτά:

α)όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί, πάνω από ένα ορισμένο ύψος, μετατράπηκαν «καταναγκαστικά» σε βιβλιάρια καταθέσεων, με χρονικό όριο ανάληψης χρημάτων έως και το 2010.
β)όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε συνάλλαγμα,αποφασίσθηκε να αντιμετωπισθούν σαν λογαριασμοί σε « Πέσος», με αξία ανταλλαγής 1:1,40 και να αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους μόνο μετά από την πάροδο αρκετών μηνών – οι υψηλότεροι, αυτοί που εμφάνιζαν δηλαδή μεγάλο πιστωτικό υπόλοιπο, μετά από πολλά έτη.
γ)οι οφειλές, τα δάνεια δηλαδή, μπορούσε κανείς να τα αποπληρώσει – κατ’ αρχήν με αξία ανταλλαγής Πέζο/Δολάριο 1:1.
         Η κυβέρνηση, για να ησυχάσει τους πολίτες της χώρας της, ψήφισε την παροχή κοινωνικής βοήθειας ύψους 100 Πέσος (αργότερα 150) σε άνεργες οικογένειες. Η κατάσταση των τραπεζών συνέχιζε φυσικά να επιδεινώνεται, έως ότου άρχισαν κάπως να αποδίδουν τα σχέδια «BODEN» και «Plan Bones II». Τα έκτακτα μέτρα με τη γενική ονομασία «Corralon» συνέβαλλαν στη «μεθοδική καταστροφή» μεγάλων τομέων της οικονομίας της χώρας, όπως για παράδειγμα της αγοράς ακινήτων και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ύφεση κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2002 εκτοξεύθηκε στο -12%, ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης της χώρας έπεσε σε ένα πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο.
Νίκος Καραουλάνης, Ζαφείρης Κρομμύδας ,Στέφανος Κυριακίδης,Κων/νος Λιάμος, Αποστόλης Μαριούλας και Μανώλης Μεζερτζόγλου