"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η οικονομική κρίση στην Αργεντινή (1997-2001)

         Στο διάστημα 1997-2001 σημειώθηκε μια αρκετά σοβαρή οικονομική κρίση στην Αργεντινή, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις εξουσιαστικές δυνάμεις. Η κρίση αυτή πυροδότησε, επίσης, μια λαϊκή εξέγερση στις 19 και 20 Δεκέμβρη 2001, η οποία ανάγκασε σε παραίτηση και διαφυγή από τη χώρα τον τότε πρόεδρο Φερνάντο Ντε λα Ρούα και την αρχή μιας περιόδου ακυβερνησίας της χώρας, αλλά και την ανάπτυξη του λαϊκού αγώνα. Η εξέγερση έθεσε τέρμα σε μια σειρά νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων στη χώρα, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα μια έκρηξη των λαϊκών αγώνων: συνελεύσεις γειτονιάς, κινήματα ανέργων εργατών και καταλήψεις εργοστασίων και εταιρειών από τους εργάτες. 
          Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το οικονομικό μοντέλο της χώρας βασίστηκε στη “μετατρεψιμότητα” του νομίσματος που επιβλήθηκε στην Αργεντινή. Αυτό σήμαινε ότι ένα πέσο ήταν ίσο με ένα αμερικανικό δολάριο. Ξεκάθαρα, ο μόνος τρόπος διατήρησης αυτής της ισοτιμίας ήταν διαμέσου των εξωτερικών πιστώσεων.
        Όταν, από το 1997, οι πιστώσεις αυτές ακρίβυναν, η οικονομία της Αργεντινής οδηγήθηκε σε σοβαρή ύφεση. Ενώ το οικονομικό αυτό μοντέλο δημιούργησε τεράστιο ποσοστό ανεργίας (πάνω από 10%) η πραγματική ανεργία ανήλθε σε πάνω από 25%. Αρκετές επιχειρήσεις πτώχευσαν, πετώντας όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους στο δρόμο.
         Η αντίδραση της κυβέρνησης, ακολουθώντας τις συμβουλές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ήταν η εφαρμογή περικοπών στον εθνικό προϋπολογισμό, οι οποίες χειροτέρευσαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. Από το 2001 η Αργεντινή έπαυσε να αποτελεί παράδεισο επενδύσεων, μιας και μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έφυγε από τη χώρα. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να “παγώσει” τις τραπεζικές καταθέσεις, απαλλοτριώνοντας δηλαδή τις καταθέσεις της εργατικής και της μεσαίας τάξης, για να σωθεί το τραπεζικό σύστημα.

       Αντιμέτωπη με την κατάσταση αυτή, η άρχουσα τάξη διαιρέθηκε σε δυο στρατόπεδα για να ξεπεράσει την κρίση, Το ένα στρατόπεδο επιζητούσε την εγκατάλειψη της “μετατρεψιμότητας”, υποτιμώντας το νόμισμα και καθιστώντας την τοπική παραγωγή πιο ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο. Το άλλο στρατόπεδο επιζητούσε την υιοθέτηση του δολαρίου ως νομίσματος καθημερινών συναλλαγών, κάνοντας την τοπική οικονομία όλο και πιο εξαρτημένη από την οικονομία των ΗΠΑ.
         Η κοινωνική κατάσταση έγινε πιο δυσμενής τον Δεκέμβρη του 2001. Το “πάγωμα” των τραπεζικών καταθέσεων είχε ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να πληρωθούν. Η έλλειψη χρήματος επέτεινε τη διαδικασία πτώχευσης και η ανεργία αυξήθηκε περαιτέρω. Αυτό οδήγησε στη μαζική λεηλασία καταστημάτων στα προάστια των μεγάλων πόλεων. Η κυβέρνηση αντέδρασε με την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, καταπατώντας τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών τη νύχτα της 19 Δεκέμβρη. Μετά από ένα προεδρικό διάγγελμα στην τηλεόραση εκείνο το βράδυ, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων ξεχύθηκε στους δρόμους. Η μεσαία τάξη της χώρας εξαγριώθηκε κυριολεκτικά, με αποτέλεσμα μία γενική απεργία στις 13 Δεκεμβρίου που κατέληξε σε μαζικές, βίαιες, διαδηλώσεις λίγο αργότερα «κοστίζοντας» συνολικά 28 θανάτους. Έτσι άρχισε η λαϊκή εξέγερση που τερμάτισε την προεδρία του Φερνάντο Ντε λα Ρούα.
       Ο νέος πρόεδρος ορίστηκε την 1η Ιανουαρίου του 2002, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του την επόμενη ημέρα. Με υπόδειξη των ειδικών του οικονομικού επιτελείου του, αποφάσισε αμέσως: α) την υποτίμηση του «Πέζος» β) απαγόρευσε το άνοιγμα των τραπεζών σε ολόκληρη τη χώρα, για να αποφύγει τις αγορές δολαρίων εκ μέρους των πολιτών, κάτω από συνθήκες πανικού.

      Στα τέλη του 2002 η Οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται αργά αλλά σταθερά, αφού άρχισε να αποδίδει η υποτίμηση του νομίσματος. Το 2004 έγιναν συγκεκριμένες προτάσεις σε εκπροσώπους των παλαιών δανειστών της Αργεντινής, οι οποίες προέβλεπαν την πληρωμή του 25% (αργότερα του 35%) των παλαιών χρεών της – αυτών δηλαδή που υπήρχαν, πριν από την ημερομηνία που η χώρα χρεοκόπησε.
       Οι προτάσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους κυρίως των διεθνών πιστωτών του κράτους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 55% περίπου των χρεών του, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι σχέσεις του με το ΔΝΤ. Εν τούτοις η Αργεντινή, μετά από πολλές διπλωματικές προσπάθειες, κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία των δανειστών της – με εξαίρεση τη Γερμανία και την Ιταλία. Η διαδικασία της πληρωμής των παλαιών χρεών, μέσω αναχρηματοδότησης, προέβλεπε τελικά, κατά μέσον όρο, την πληρωμή του 50% των δανειακών κεφαλαίων.
Ευγενία Γίδαρου

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Η χρεοκοπία της Αργεντινής


   Η Αργεντινή βρίσκεται συχνά τα τελευταία δύο χρόνια στα χείλη πολλών Ελλήνων, επισήμων και μη, με αναφορές σε τανκς, ανθρώπινες απώλειες και λεηλατημένα σούπερ μάρκετ που έφεραν στην επιφάνεια δραματικές μνήμες σε όσους έζησαν τα γεγονότα. Από τότε που η χώρα μας έβαλε στη ζωή της το μνημόνιο και βρέθηκε αντιμέτωπη με το χάσμα της χρεοκοπίας, όλος ο κόσμος θυμήθηκε την κατάρρευση της Αργεντινής το 2002, την  τραγική συνέπεια ενός συνδυασμού βαθιάς ύφεσης και μέτρων λιτότητας, που είχαν τις ρίζες τους στο σπάταλο κράτος της μεταπολίτευσης, στη φοροδιαφυγή και στη διαφθορά.
         Η οικονομία της Αργεντινής μετά από μια επίπονη περίοδο για την κοινωνία κατάφερε τελικά να ανακάμψει και να εισέλθει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, κάνοντας κάποιους αναλυτές να τη χρησιμοποιούν ως ένδειξη ότι μπορεί να υπάρξει ζωή μετά τη χρεοκοπία. Ο αντίλογος όμως λέει πως η κρίση χρέους της Αργεντινής δεν προκάλεσε κρίση στους πιστωτές, ενώ όταν συνέβη, η διεθνής οικονομία έμπαινε σε περίοδο σταθερής ανάπτυξης, κάτι που βοήθησε και την οικονομία της λατινοαμερικάνικης χώρας.

Το βάρος του δανεισμού    
          Η Αργεντινή βίωσε μια βαθιά οικονομική κρίση από το 1998 έως το 2002, που άλλαξε o ολοσχερώς το πρόσωπο μιας χώρας, η οποία θεωρούνταν λίγα χρόνια νωρίτερα οικονομικό θαύμα. Ουσιαστικά όμως, η κρίση άρχισε να γίνεται εμφανής από το 1983, χρονιά κατάρρευσης της δικτατορίας στη χώρα. Ο δανεισμός που απαίτησε η ανασυγκρότηση βάρυνε επικίνδυνα την Αργεντινή, δημιουργώντας στην αρχή μια πλασματική ευφορία, οδηγώντας όμως στη συνέχεια στην κατάρρευση του νομίσματός της (του αουστράλ που είχε αντικαταστήσει το πέσο).
        Η μία μετά την άλλη υποτίμηση του νεόκοπου νομίσματος, αλλά και οι αδυναμίες της τότε κυβέρνησης στο οικονομικό μέτωπο οδήγησαν σε υπερπληθωρισμό. Έτσι, το 1991 κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντομίνγκο Καβάγιο ως υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση του Κάρλος Μένεμ, ελήφθη η απόφαση το πέσο να “δεθεί” στο αμερικανικό δολάριο, υπό τις ευλογίες του ΔΝΤ, για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και να αντιμετωπίσει τον υπερπληθωρισμό. Η πρακτική αυτή δούλεψε για λίγο. Ο πληθωρισμός έπεσε, η αξία του νομίσματος διατηρήθηκε και πολλοί πολίτες μπορούσαν πια να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, να αγοράζουν εισαγόμενα αγαθά και να ζητούν δάνεια σε δολάρια με χαμηλά επιτόκια.
       Με τον καιρό όμως, η Αργεντινή αντιμετώπισε τα μειονεκτήματα της σταθερής ισοτιμίας. Συνδέοντας το πέσο με το δολάριο, οι Αργεντίνοι υιοθέτησαν ένα νόμισμα, του οποίου η ισοτιμία είχε ελάχιστη σχέση με τις οικονομικές τους συνθήκες. Υπήρξε ευλογία σε περιόδους υπερπληθωρισμού, όταν όμως η σταθερότητα επέστρεψε στη χώρα, η αδυναμία του νομίσματος να ανταποκριθεί αποδείχθηκε περισσότερο βάρος παρά όφελος.    
         Ήταν μια περίοδος που το ήδη τεράστιο χρέος της χώρας σε δολάρια αυξάνονταν, μαζί με τις ανάγκες της για συνεχή δανεισμό, ενώ οι δημόσιες δαπάνες φούσκωναν σε μια οικονομία, όπου κυριαρχούσε η διαφθορά . Και στο μεταξύ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έδινε δάνεια, τα οποία ουσιαστικά έπεφταν σε ένα βαρέλι δίχως πάτο.

Ο γείτονας πουλούσε φθηνότερα    
          Όταν το βραζιλιάνικο ρεάλ βυθίστηκε το 1999, το πέσο δεν μπόρεσε να ακολουθήσει, καθιστώντας τις αργεντίνικες εξαγωγές πολύ πιο ακριβές από αυτές του γείτονα. Η πτώση στις παγκόσμιες τιμές αγροτικών προϊόντων και η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδείνωσαν τα προβλήματα της Αργεντινής. Οι λιγότερες εξαγωγές περιόρισαν τη δυνατότητα της χώρας να κερδίσει συνάλλαγμα, για να αποπληρώνει τα εκφρασμένα σε δολάριο χρέη της. Η μειωμένη βιομηχανική δραστηριότητα στέρησε από την κυβέρνηση το ρευστό, για να ισοσκελίσει τους ισολογισμούς της, ενώ τα επίπεδα της ανεργίας έφτασαν στο 30%.
        Οι ξένοι επενδυτές και αγοραστές διαπίστωσαν πως τα δολάριά τους μπορούσαν να αγοράσουν περισσότερα στη Βραζιλία από ό,τι στην Αργεντινή, με συνέπεια οι ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές να γίνουν καπνός. Το 1999 το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 4% και η χώρα εισήλθε σε περίοδο ύφεσης, που κράτησε τρία χρόνια και κατέληξε σε μια δραματική κατάρρευση. Πρόεδρος ήταν τότε ο Φερνάντο ντε λα Ρούα.
         Τον Δεκέμβριο του 2000 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συμφώνησε να παράσχει στη χώρα δάνειο 40 δισ. δολάρια, για να καταφέρει να βγει από την κρίση. Το πακέτο όμως που συνόδευε το δάνειο προέβλεπε μέτρα λιτότητας, όπως αυξήσεις της φορολογίας και μειώσεις στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από μια δύσκολη χρονιά, στις 5 Δεκεμβρίου του 2001, το ΔΝΤ ανακοίνωνε ότι δεν θα εκταμιεύσει την δόση του 1,3 δισ. δολ. στην Αργεντινή, αφού όπως έκρινε τα μέτρα λιτότητας δεν ήταν αρκετά σκληρά, γεγονός το οποίο θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε με την περίπτωση της δικής μας χώρας.

Οργή στους δρόμους του Μπουένος Άιρες      
         Οι συνέπειες της συνεχιζόμενης ύφεσης, σε συνδυασμό με τα σκληρά μέτρα δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση. Τον Δεκέμβριο του 2001 οι Αργεντίνοι, φοβούμενοι πως τα πέσος τους θα υποτιμηθούν κατέφυγαν στις τράπεζες, θέλοντας να τα μετατρέψουν σε δολάρια σε ένα προς ένα ισοτιμία. Οι περιορισμοί των αναλήψεων που ακολούθησαν, προκειμένου να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, προκάλεσαν κύμα θυμού και αβεβαιότητας σε όλη τη χώρα. Ξεκινώντας από την επαρχία, ο κόσμος άρχισε να λεηλατεί σούπερ μάρκετ, με τις εξεγέρσεις να επεκτείνονται σταδιακά και στο Μπουένος Άιρες.

           Η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η πολιτική αδυναμία ήταν εμφανής. Ο κόσμος οργισμένος ξεχύθηκε στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, όχι μόνο οι άνεργοι, αλλά και οι μικρομεσαίοι που επλήγησαν από τους οικονομικούς περιορισμούς. Οι βίαιες διαμαρτυρίες των τελευταίων ημερών του Δεκεμβρίου του 2001 στην Plaza de Mayo κατέληξαν σε συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας που κορυφώθηκαν με την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
        Πέντε χιλιάδες πολίτες μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του υπουργού Οικονομικών, Καβάγιο, χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια, αναγκάζοντάς τον μετά από μία ώρα να παραιτηθεί, παίρνοντας στη συνέχεια μαζί του όλο το υπουργικό συμβούλιο. Ο πρόεδρος της χώρας Φερνάντο Ντε λα Ρούα χρειάστηκε ελικόπτερο, για να διαφύγει ανοίγοντας τον δρόμο στην πολιτική κρίση. Η ενδιάμεση κυβέρνηση που ακολούθησε δήλωσε αδυναμία να αντιμετωπίσει την κατάσταση και, προτού δει την έξοδο, ανακοίνωσε στις 25 Δεκεμβρίου του 2001 την αναστολή των πληρωμών στο ύψους 132 δισ. δολάρια χρέος της.
           Την έκρυθμη κατάσταση ανέλαβε να διαχειριστεί ο νέος πρόεδρος, Εντουάρντο Ντουάλντε, με πρώτη κίνηση την κατάργηση της σταθερής ισοτιμίας πέσο-δολαρίου. Το πέσο υποτιμήθηκε πάρα πολύ. Στις 3 Ιανουαρίου του 2002 η Αργεντινή χρεοκόπησε και επίσημα, αφού δεν κατάφερε να ανταποκριθεί σε πληρωμή ομολόγων 28 εκατ. δολαρίων. Η πτώση του πέσο έφερε αρχικά χάος, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό. Το βιοτικό επίπεδο του μέσου Αργεντίνου έπεσε σημαντικά, πολλές εταιρείες έκλεισαν ή χρεοκόπησαν, πολλά εισαγόμενα προϊόντα έγιναν κυριολεκτικά απρόσιτα. Για αρκετό καιρό, ο κόσμος κατέβαινε στους δρόμους, αμφισβητώντας τις προθέσεις και της νέας κυβέρνησης.
           Οι συντάξεις δεν μειώθηκαν εκείνο το διάστημα, είχε προηγηθεί όμως μια μείωσή τους 13% πριν από την κρίση στις ήδη χαμηλές συντάξεις. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, αν και δεν υπήρξαν περικοπές στις αποδοχές τους, είχαν δικαίωμα να εισπράττουν μόνο 250 πέσος την εβδομάδα, ποσό αρκετό μόνο για τις βασικές ανάγκες. Στον ιδιωτικό τομέα, έγιναν απολύσεις και οι πληρωμές συχνά γίνονταν σε ένα από τα πολλά διαφορετικά νομίσματα που άρχισαν να κυκλοφορούν στη χώρα. Για τις συναλλαγές πάνω από 1.000 πέσος ήταν υποχρεωμένοι οι εργαζόμενοι να χρησιμοποιούν επιταγές και επιβαλλόταν ένας πολύ υψηλός φόρος γι' αυτές.
        Τα περισσότερα νοσοκομεία είναι ιδιωτικά, όπως και τα σχολεία, οπότε η περίθαλψη ήταν ανάλογη του τι μπορούσε να καταβάλει κανείς, για να βρει την υγειά του. Σε όσα ιδρύματα επιδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό έγιναν περικοπές και πολλά από αυτά δεν μπορούσαν να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες.
        Πλήθος ανθρώπων, κυρίως οι πιο νέοι, μετανάστευσαν στην Ευρώπη. Αφού στο σύνθημα εκείνων των ημερών "Que se vayan todos!" , "Να φύγετε όλοι!", οι πολιτικοί δεν ανταποκρίθηκαν, δημιουργήθηκε ένα μαζικό κύμα μετανάστευσης κυρίως προς την Ευρώπη. Ουρές ατελείωτες στις πρεσβείες των ευρωπαϊκών χωρών για την έκδοση του πολυπόθητου διαβατηρίου, που θα γινόταν δικό τους αν είχαν τα απαραίτητα δικαιολογητικά που θα αποδείκνυαν ότι κάποιος πρόγονός τους είχε έρθει από κάποια γωνιά της γηραιάς ηπείρου.
        Υπήρχε ακόμα, μεγάλος προβληματισμός για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας κι έτσι, δημιουργήθηκαν τεράστιες αγορές, όπου ο καθένας πήγαινε προς ανταλλαγή ό,τι πίστευε ότι μπορεί να χρειαζόταν κάποιος άλλος. Στην αρχή φαγητά, μετά ρούχα και μετά αντάλλασσε άλλες υπηρεσίες, ακόμη και νομικές συμβουλές ή ιδιαίτερα μαθήματα. Δεν τα αντάλλασσε με είδος, αλλά με κουπόνια ανταλλακτικού χρήματος, τα creditos. Ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα αυτοσχέδιο νόμισμα. Ανάλογα με τα creditos που έπαιρνε γι' αυτό που πούλησε, αγόραζε άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες. Για να εισαχθεί κάποιος σε αυτό καταγραφόταν, έπαιρνε κάρτα μέλους και ένα μικρό αριθμό creditos για να μπορέσει να ξεκινήσει.

Μετά τη χρεοκοπία, η ανάκαμψη
          Ο Ντουάλντε κατάφερε να σταθεροποιήσει σε ένα βαθμό την κατάσταση και στη συνέχεια προκήρυξε εκλογές. Τον Μάιο του 2003 τα ηνία της χώρας πήρε ο Νέστωρ Κίρσνερ, διατηρώντας τον υπουργό Οικονομικών του προκατόχου του στη θέση του. Σταδιακά όμως, η υποτίμηση του νομίσματος άρχισε να δείχνει και το καλό της πρόσωπο.
      Οι εξαγωγές φθήνυναν, έγιναν ελκυστικότερες και εισήλθαν σε ανοδική πορεία, ωφελημένες και από τη δυναμική εμφάνιση της Κίνας στη διεθνή σκηνή, που άρχισε να επιλέγει τα αγροτικά προϊόντα της Αργεντινής. Η βιομηχανία και η γεωργία μπήκαν σε φάση ανασυγκρότησης, δημιουργώντας σταδιακά νέες θέσεις εργασίας και συμβάλλοντας στη μείωση της ανεργίας, που σε λίγα χρόνια υποχώρησε από το 20% στο 8,5%. Οι οικονομικοί ρυθμοί άρχισαν να αποκτούν υψηλά θετικά πρόσημα. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε πιστώσεις, εφάρμοσε ένα επιθετικό σχέδιο για την είσπραξη φόρων και άρχισε να εξοικονομεί χρήματα για κοινωνική πρόνοια, περικόπτοντας δαπάνες από άλλους τομείς. Το νέο παραγωγικό μοντέλο σε συνδυασμό με τα μέτρα ελέγχου των δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ανατίμηση του πέσο. Οι γεωργικές εξαγωγές αυξήθηκαν και ο τουρισμός επανήλθε. Η άνθηση των εξαγωγών έφερε στη χώρα συνάλλαγμα, διευκολύνοντας τις προσπάθειες αποπληρωμής του χρέους.
       Το 2005 η κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία, ώστε το μεγαλύτερο κομμάτι των χρεοκοπημένων της ομολόγων να ανταλλαχθεί από άλλα, με χαμηλότερη ονομαστική αξία. Ακόμα και το ΔΝΤ χαιρέτισε την ανταλλαγή, μπαίνοντας σε νέες διαπραγματεύσεις με τη χώρα.
       Μετά τις τελευταίες συμφωνίες με τους πιστωτές της η Αργεντινή έχει διευθετήσει περίπου το 92% του χρέους από τη χρεοκοπία της το 2001, ενώ έχει αποπληρώσει χρήματα που η χώρα δανείσθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πάντως η Αργεντινή πληρώνει ακόμα τη χρεοκοπία της. Αν και πέτυχε συμφωνίες με την πλειοψηφία των πιστωτών της, δεν μπορεί ακόμα να δανειστεί από τις ξένες αγορές.
        Όπως διαφαίνεται από όλα τα παραπάνω, η ιστορία επαναλαμβάνεται.Οι οι αδύναμες χώρες γίνονται έρμαια στα σχέδια των ισχυρότερων όσον αφορά στο χρήμα και στο κέρδος. Γι’ αυτό, θα πρέπει όλοι οι πολίτες μιας κοινωνίας να συνεργάζονται και να καταβάλλουν συλλογικές προσπάθειες, προκειμένου να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο σε δύσκολες στιγμές της πορείας τους.
Αλεξάνδρα Καφφέ-Μαρία Μαργαρίτη -Ζωή Μιχαηλίδου

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Η οικονομική κρίση του 1848 στην Ελλάδα

                                                                                    Τα αίτια της κρίσης
          Το έτος 1848 υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στην ιστορία της Ευρώπης. Η χρονιά ξεκίνησε με την εξέγερση των Ιταλών στην Σικελία και κορυφώθηκε με την επανάσταση των Γάλλων κατά του Λουδοβίκου-Φίλιππου και της δυναστείας των Βουρβρώνων. Τα εθνικιστικά και δημοκρατικά συνθήματα της Γαλλικής εξέγερσης κατά του θεσμού της μοναρχίας, πυροδότησαν μια σειρά από επαναστάσεις με τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλη την Ευρώπη, με σημαντικότερες αυτές στα Γερμανικά κρατίδια, στην Ουγγαρία και στη Δανία. Οι εθνικές αυτές επαναστάσεις οδήγησαν στην εθνική ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, ενώ υπονόμευσαν την αυτοκρατορία των Αψβούργων που έμελλε 70 χρόνια μετά να χωριστεί σε Αυστρία και Ουγγαρία. Ήταν τέτοιο το μέγεθος του αναβρασμού και της αναταραχής που η χρονιά αυτή έμεινε στην ιστορία ως η "Άνοιξη των Εθνών".
       Όπως είναι φυσικό, οι επαναστάσεις αυτές προκάλεσαν μια μεγάλη αναστάτωση σε πανευρωπαϊκή κλίμακα στις οικονομικές δραστηριότητες, στην κατανάλωση, στη ζήτηση και στο εμπόριο που τελικώς δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της εποχής και οδήγησαν σε μια μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία όμως λόγω των περιορισμένων συγκοινωνιών δεν εκδηλώθηκε ομοιόμορφα, ενώ η διάδοση της έγινε με βραδείς ρυθμούς. Η κρίση όμως δεν άργησε να μεταδοθεί και στο νεότευκτο Ελληνικό Βασίλειο του Όθωνα. Η Ελλάδα εκείνη την εποχή ήταν μια μικρή χώρα με πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, και ένα αρχαϊκό προκαπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που βασιζόταν σχεδόν εξολοκλήρου στην αγροτική παραγωγή, χωρίς καθόλου κλάδο μεταποίησης και δευτερογενούς παραγωγής. Μόλις πέντε χρόνια πριν είχε ιδρυθεί η Εθνική τράπεζα με κεφάλαιο που κατέβαλλε κατά το 1/5 το ίδιο το φτωχό κράτος.

         Η κρίση λοιπόν εισήχθη στο Βασίλειο, όταν όλες οι μικρές εξαγωγές σε αγροτικά προϊόντα προς την Ευρώπη ελαττώθηκαν απότομα ή σταμάτησαν εντελώς, με αποτέλεσμα όλοι οι αγροτικοί παραγωγοί (κυρίως σταφιδέμποροι) να μην μπορούν να εκπληρώσουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς την Εθνική τράπεζα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Εθνική τράπεζα να μην διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια, για να στηρίξει την κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων, καθώς με τους τραπεζικούς κανόνες της εποχής έπρεπε "επί τη εμφανίσει" τους στο γκισέ της τράπεζας να αλλαχθούν με χρυσό (μετάλλευμα). Έτσι η τράπεζα το 1848, για χαρτονόμισμα αξίας 1.974.000 δρχ είχε μεταλλική κάλυψη μόνο 690.000 δρχ.
       Την εποχή που εκδηλώθηκε η κρίση, ξεκίνησε ένας αμείλικτος οικονομικός πόλεμος από τους τοκογλύφους της εποχής που έβλεπαν στο θεσμό της τράπεζας έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή που θα έβαζε τέλος στις βρώμικες δραστηριότητές τους. Έτσι οι τοκογλύφοι με αμοιβαίες συνεννοήσεις ξεκίνησαν συνδυασμένα να εμφανίζουν για μετατροπή σε χρυσό μεγάλες ποσότητες χαρτονομισμάτων τις οποίες είχαν εξασφαλίσει με το γνωστό αντικοινωνικό και απάνθρωπο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν η Εθνική τράπεζα να βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση σε τέτοιο σημείο, ώστε οι υπάλληλοί της να προσφέρουν μέρος του μισθού τους στη διοίκηση για όσο θα διαρκούσε η κρίση.

Η αντιμετώπιση της κρίσης
      Η λύση ήρθε από το κράτος που με μια σειρά νόμων με αποτελεσματικότερο αυτόν της 4ης Απριλίου 1848, ανέστειλαν την αναγκαστική μετατροπή των χαρτονομισμάτων σε χρυσό, επιβάλλοντας όμως στην Εθνική τράπεζα επιτόκιο 8% για οποιοδήποτε ποσό δεν μετέτρεπε. Έτσι το χαρτονόμισμα της Εθνικής τράπεζας έγινε για λίγο καιρό επίσημο νόμισμα του κράτους. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η Εθνική τράπεζα, αλλά και η Ελλάδα γενικότερα, ευτύχησε να έχει στη διοίκηση της τον έμπειρο και έντιμο τραπεζικό, Γεώργιο Σταύρου. Ο Σταύρου χρησιμοποιώντας την κρατική κάλυψη των νέων νόμων και χάρη στις μεγάλες του διασυνδέσεις με πλούσιους Ευρωπαίους, εμπόρους και κεφαλαιούχους κατάφερε να προσελκύσει κεφάλαια στην Εθνική τράπεζα, μάλιστα πολύ μεγαλύτερα ακόμη και από αυτά που απαιτούνταν. Έτσι το Δεκέμβριο η Εθνική τράπεζα είχε ήδη κάλυψη για 1.080.000 δρχ, όταν το χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε είχε ελαττωθεί σε 1.234.000 δρχ. Έτσι στις 16 Δεκεμβρίου 1848 ο Σταύρου δήλωσε και επίσημα πως η τράπεζα μπορούσε πλέον να εξυπηρετεί οποιαδήποτε εξαργύρωση χαρτονομίσματος.

        Το κατόρθωμα της Εθνικής τράπεζας να ανταπεξέλθει τόσο γρήγορα στις δυσκολίες μιας τόσο σοβαρής οικονομικής κρίσης την καθιέρωσε ανάμεσα στα κορυφαία και πλέον αξιόπιστα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης την εποχή εκείνη. Ταυτόχρονα κατέστησε ελκυστικότερη την Ελληνική οικονομία σε επενδύσεις, ενώ στερέωσε και την αναγκαιότητα της τράπεζας στην συνείδηση του ελληνικού λαού, κάτι που τότε μόνο αυτονόητο δεν ήταν. Η Εθνική τράπεζα στήριξε με χορηγήσεις της όλους τους πελάτες της για όσο διήρκεσε η κρίση, η οποία τερματίστηκε ένα χρόνο μετά. Ο Γεώργιος Σταύρος εκλέχθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας ισόβιος διοικητής της, θέση που θα υπηρετήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία ως το 1869, όταν και απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών.

Μυροφόρα Καραγκιόζοβα  -  Μαρίνα-Ιφιγένεια Λάμπρου