"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

«Η φιλοσοφία σήμερα δεν μπορεί να υπηρετήσει τίποτα και κανέναν»

Συνέντευξη του Κώστα Αξελού

                    Ένας γοητευτικός έφηβος ογδόντα πέντε ετών, με μυαλό σπινθηροβόλο. Φωνή και προφορά, υποβλητικές. Η ανθρώπινη ζεστασιά διάχυτη. Το γέλιο αβίαστο. Μοναδική οξύνοια δεμένη με παιδική τρυφερότητα. Και όσο σου μιλάει, νιώθεις από τους τυχερούς εκείνους, που δέχτηκαν τα υψηλά ερεθίσματα «πετάγματος της σκέψης» από έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές του αιώνα μας. Τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη, όπου η εκεί Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ τον αναγόρευσε πρόσφατα επίτιμο διδάκτορα.
                  «Τα μεγάλα ερωτήματα έχουν απαντηθεί από δεκάδες μεγάλους και παραμένουν αναπάντητα. Στη φιλοσοφία, η έννοια της απάντησης σε ένα ερώτημα είναι μια αδόκιμη σκέψη. Το γιατί υπάρχει ο κόσμος έχει ποτέ αποδειχθεί;» λέει ο Κώστας Αξελός. Και στην εύλογη ερώτηση αν η συνεχής αυτοαναίρεση της αλήθειας αναζωογονεί ή σκοτώνει τον φιλόσοφο, απαντά: «Μιλάω πάντα για στοχαστές και όχι για φιλοσόφους. Και η αλήθεια είναι μια πάρα πολύ προβληματική έννοια. Βλέπω την αλήθεια σαν κυρίαρχη μορφή μιας περιπλάνησης. Άμα η περιπλάνηση παίρνει μορφή και περιεχόμενο και συγκροτεί και συγκροτείται, δίνει μια μορφή της αλήθειας. Αλλά η αλήθεια υπακούει στην περιπλάνηση, και όχι το αντίθετο».

Τέλος των ιδεολογιών;

Οι ιδεολογίες γενικευόμενες πεθαίνουν. Μετά από αυτές, μια μέση απατηλή νοοτροπία θα κυριαρχήσει για πολύ.

Με ποια χαρακτηριστικά;

Εχει στοιχεία από όλα. Λίγο φιλελεύθερα, λίγο σοσιαλιστικά, λίγο χριστιανικά, λίγο εβραϊκά, λίγο προλεταριακά, λίγο αστικά, λίγο από τις φιλοσοφίες, αλλά είναι πάντα ένα μπέρδεμα, χωρίς αυτό να είναι σκέψη. Κάνει τους ανθρώπους να νομίζουν ότι σκέπτονται.

Μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει έτσι;

Η τεχνική προχώρησε με γιγαντιαία βήματα. Ο άνθρωπος, όμως, αμφιβάλλω πολύ.

Θα μπορούσατε να διαβλέψετε στον αυριανό κόσμο;

Ο αυριανός κόσμος, ο βιομηχανικός, μαζικός, μηδενιστικός, ηλεκτρονικός και τεχνικοποιημένος πολιτισμός, θα τεχνικοποιήσει ακόμη και τη φαντασία. Υπάρχει ένα πέρα από την τεχνική; Και από ποιον κυριαρχείται η τεχνική; Δεν μπορώ να απαντήσω.

Επικυρίαρχη η τεχνική;

Σήμερα φαίνεται ότι είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Υπάρχει έως και μια τεχνική των φαντασιώσεων. Ο κινηματογράφος, η ίδια μας η ζωή είναι μια μορφή τεχνικής. Είναι σαν αυτό που ακούω από τους φοιτητές, να λένε «έκανα έρωτα» χρησιμοποιώντας τη λέξη «κάνω» σαν να έκαναν ένα σκαμνί ως μαραγκοί…

Αν τελειώνει η φιλοσοφία, μετά τι;

Η εποχή μας έχει πέσει χαμηλά και η φιλοσοφία ζει το τέλος της. Μετά από αυτήν υπάρχει χώρος για μια ανοιχτή ποιητική σκέψη.

Το έργο σας είναι διαποτισμένο από την ποίηση.

        Αναμφισβήτητα. Πέρα από την ποίηση του ανθρώπου με τη λυρική έννοια, υπάρχει η ποιητικότητα του κόσμου που είναι πιο δυνατή. Και η ανθρώπινη ποίηση είναι ένα ανταύγασμά της. Με ενδιαφέρει η ποίηση που ξεφεύγει από όλα τα όρια και φτάνει σε ένα ύστατο σημείο όπου συντρίβεται, συντρίβοντας και τον ποιητή της.

Τι είναι ο Θεός;

Η πορεία του κόσμου η ίδια έκανε να φανεί ένας Θεός. Λέω συχνά ότι ο Θεός είναι μια μορφή και μια μάσκα του κόσμου.

Τι κρατά ζωντανή τη σκέψη σας;

Η αναζήτηση, στη ζωή και στη σκέψη, της σύγκλισής τους και η αδυναμία της απόλυτης συνέπειας.

Είναι ποιοτικό κριτήριο για σας η συνέπεια ζωής και έργου σε έναν στοχαστή;

Θα έπρεπε να είναι. Αλλά βλέπουμε ότι μεγάλοι, τεράστιοι φιλόσοφοι σαν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είχαν την κουταμάρα να νομίζουν ότι οι δούλοι ήταν φύσει δούλοι. Κοντύτερα σε μας βρίσκεται ο Χάιντεγκερ και η τόσο ύποπτη σχέση του για ένα διάστημα με το ναζισμό. Η συνέπεια είναι μια απαίτηση την οποία βρίσκω πιο πολύ στους μεγάλους ποιητές σαν τον Χέλντερλιν και τον Ρεμπώ.

Ποια η ελπίδα, η απελπισία σας;

Ελπίδα και απελπισία είναι αντιμετωπίσεις σχετικές, στενές. Είναι και μένουν ψυχολογικές, άρα περιορισμένες.

Ό,τι ψυχολογικό, περιορίζει;

Οι ψυχικές δυνάμεις σπρώχνουν τη σκέψη. Το ψυχικό όμως, που γίνεται ψυχολογικό, είναι εμπόδιο. Παραδείγματος χάριν, ο ναρκισσισμός σαν το αποκορύφωμα του ψυχολογισμού είναι κάτι που όλα τα αναχαιτίζει, τα συρρικνώνει.

Κάποιες στιγμές δεν νιώσατε ναρκισσισμό, ματαιοδοξία…

Τα θεωρώ ευτελή, αλλά αναγκαία. Συγκροτούν κι αυτά την ολότητα και κανείς δεν μπορεί να βγει από την Ιστορία με καθαρά χέρια. Αν θέλει να κρατήσει τα χέρια του εντελώς καθαρά, δεν θα έχει χέρια. Ο άνθρωπος παίρνει μέρος σε αυτή την απογύμνωση, δεν είναι ποτέ έξω απ' ό,τι γίνεται.

Πώς εισπράττετε την αναγνώριση;

Αναμφισβήτητα με ικανοποίηση και θα έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι είμαι αδιάφορος, έστω κι αν τα κίνητρά της δεν με ικανοποιούν πάντοτε. Το καινούργιο βιβλίο μου θα ήθελα να πουληθεί, να συζητηθεί, να αρέσει. Αλλά η αγωνία είναι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.

Γιατί εκδίδετε βιβλία;

Νομίζω πως είναι τα βιβλία μου εκείνα που μου επιβάλλονται.

Αν τα αφήνατε ως χειρόγραφα στο συρτάρι σας;

Ο άνθρωπος δεν είναι απομονωμένο ον. Δεν είναι ανεξάρτητος, είναι στοιχείο του κόσμου. Κάθε πράγμα θέλει να λεχθεί, να φανεί. Και η μετριότητα και η βλακεία. Και γι' αυτό έχουν κι αυτά το χώρο τους.
Τι υπηρετεί σήμερα η φιλοσοφία;

Δεν μπορεί να υπηρετήσει τίποτα και κανέναν. Σήμερα, ως πλανητική σκέψη μπορεί να τα θέσει όλα υπό ερώτηση και να δώσει αινιγματικές απαντήσεις.

Τι θα νέκρωνε τη σκέψη μας;

Η έλλειψη του παιχνιδιού.
Το παιχνίδι…
Ας θέσουμε πρώτα μια ερώτηση: πώς ξετυλίγεται ο κόσμος; Δεν θα έλεγα τι είναι ο κόσμος, γιατί τότε τον καθιστούμε στατικό. Οι μεν λένε προϊόν της ιδέας, οι άλλοι λένε προϊόν της ύλης, άλλοι λένε δημιούργημα του Θεού, άλλοι λένε φαντασίωση του ανθρώπου. Όλα αυτά είναι νοήματα που δίνουμε σαν να βρισκόμαστε έξω από τον κόσμο, ενώ ο κόσμος ο ίδιος ξετυλίγεται χωρίς νόημα, χωρίς γιατί και επειδή, σαν παιχνίδι.

 Τι είναι ο χρόνος;

Ενα κεντρικότατο θέμα του στοχασμού, που κινητοποιεί και συντρίβει κάθε στοχασμό.
Λέτε «να μοχθήσουμε να σώσουμε το όνειρο αφού δεν μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε»…
Όλοι κινούμεθα και από διάχυτα όνειρα. Τα όνειρα είναι τα ανοίγματα της ζωής μας. Έχουμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα από τα όνειρά μας.
Η μη πραγματοποίησή τους…
Ίσως κλονιστεί και η έννοια της πραγματοποίησης. Ίσως κάποτε καταλάβουμε ότι το «πραγματοποιώ» σημαίνει συγχρόνως και συντρίβομαι.

Γιατί υποφέρει ο άνθρωπος;

Διότι δεν είναι το όλον. Είναι ένα τμήμα του.

Θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

Δεν θα μπορούσε, αλλά πνίγεται μέσα σε αυτόν τον περιορισμό. Οτι δεν μπορεί να είναι εδώ και κει συγχρόνως…

Τι είναι ο έρωτας;

Η αναζήτηση που έγκειται στη συνάντηση και τη μη συνάντηση με τον άλλον.

Τι είναι για σας το θηλυκό;

Το ήμισυ του κόσμου. Κάτι πάρα πολύ κυρίαρχο, όχι σε επίπεδο διάκρισης φύλων, άντρας - γυναίκα. Είναι σαν δύο δυνάμεις στον κόσμο. Η σχέση με το θηλυκό είναι ένα από τα σημεία συνάντησης, των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον κόσμο, και μαζί απομάκρυνσης. Δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί η απόλυτη συνάντηση αρσενικού και θηλυκού.

Επαιξε ρόλο το θηλυκό στη ζωή και στο έργο σας;

Πάρα πολύ. Αλλά δεν ξέρω πολύ καλά πού και πώς.

Ο θάνατος;

Διατρέχει όλη τη ζωή, είναι το οριστικό τέλος της και διατηρεί τα ίχνη της ζωής του θανόντος, που κι αυτά θα εξαφανιστούν κάποτε.

Τον φοβάστε;

Δεν υπάρχει για μένα ο φόβος του θανάτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλω να πεθάνω αύριο. Ο θάνατος είναι ο καλύτερος φίλος και ο χειρότερος εχθρός, γιατί βάζει ένα τέρμα στην περιπέτεια που λέγεται ζωή. Αλλά είναι αυτός που δίνει νόημα σε κάθε πράγμα.

Οι περισσότεροι φοβούνται.

Ο άνθρωπος φοβάται τη ζωή περισσότερο από το θάνατο. Τη ζωή που οδηγεί προς το τέλος νομίζω ότι φοβούνται οι άνθρωποι.

Μεγαλύτερος φόβος σας;

Το στέγνωμα της ψυχής και της σκέψης.

Πώς θα νικηθεί ο φόβος;

Με τη συμφιλίωση μαζί του.

Ποια τρία πράγματα θα άξιζε να πιστέψουμε;

Η πίστη είναι υπόθεση θρησκευτική. Με την ποίηση και τη σκέψη ο άνθρωπος μπορεί να ανοιχτεί στη φύση, στην τεχνική και στο περιπλανώμενο παιχνίδι επάνω σε έναν ληξιπρόθεσμο πλανήτη.

Από πού να πιαστεί ο σύγχρονος άνθρωπος για να υπάρξει;

Να πιαστεί δεν μπορεί από πουθενά. Του είναι ίσως δυνατόν να ανοιχτεί στο αποσπασματικό Όλον.

Με τι όπλα;

Χωρίς όπλα. Και χρησιμοποιώντας όλα τα όπλα. Το άνοιγμα δεν είναι κάτι το μυστηριώδες. Ας πάρουμε μια παρέα στην παραλία. Οι μεν φωτογραφίζουν τους δε. Θέλουν να τους οικειοποιηθούν, να τους αρχειοθετήσουν. Οι άλλοι φωτογραφίζουν τη θάλασσα, θέλουν να την ακινητοποιήσουν. Οι άλλοι λένε, τι ωραία που είναι, δες, δες τι ωραία που χτυπάει το κύμα. Όλα αυτά είναι μορφές ακινητοποίησης του χρόνου, του χώρου και όχι άνοιγμα στο χωροχρόνο. Άνοιγμα είναι να έκαναν μπάνιο, να χαίρονταν, να ζούσαν χωρίς αυτό το δες, δες...

 Το αξιακό σύστημα που οικοδομείτε;

Δεν οικοδομώ σύστημα. Επιχειρώ ένα βήμα. Και αυτό θα περάσει. Δεν είναι αυτοσκοπός. Ξέρει κανείς ότι αφήνει κάτι πίσω του και ας έχει υποστεί απέραντες μεταλλαγές.

Αυταπάτη αθανασίας;

Αν το εκλαμβάνει κάποιος σαν αυταπάτη αθανασίας, πρέπει τελικά να ξέρει ότι θα γίνει κάτι τελείως άλλο.
Έχω μια πικρή αίσθηση από όσα λέτε για τον κόσμο.
Πικρή, γιατί κρατάμε χιλιάδων χρόνων πίκρα. Γιατί μας έμαθαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι το ιδεατόν του Πλάτωνα, το καλό του Χριστιανισμού, ο καλός αστός και μετά ο καλός προλετάριος, σήμερα ο καλός παραγωγός… Η ανθρωπότητα έχει υποστεί χιλιάδων χρόνων κηρύγματα που την περιορίζουν ολοένα και πιο πολύ.

Υπάρχει σήμερα κρίση;

Υπάρχει κρίση πολιτισμού, κρίση στον ψυχισμό των ανθρώπων, η οποία εκδηλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Γιατί οι νέοι πάντα διάβαζαν Μαρξ και Νίτσε συγχρόνως;

Διότι και οι δύο κάνουν ανελέητη κριτική του παρόντος. Ο Μαρξ καταδικάζει όλη την αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Ο Νίτσε βλέπει στο σύστημα όπου ζούμε έναν απέραντο μηδενισμό.Όμως και οι δύο θέλουν να κάνουν ένα βήμα σωτηριολογικό. Ο Μαρξ στον απόλυτο κομμουνισμό και ο Νίτσε στον υπεράνθρωπο. Ως τα τώρα δεν ξέρω κανέναν φιλόσοφο που να μη θέλησε να δώσει σωτηριολογικό άνοιγμα.

Για ποιον πολιτισμό θα μιλούσατε σήμερα;

Η εποχή μας είναι η εποχή του μυθολογικο-τεχνολογικού πολιτισμού που κρύβει το βαθύτερό του κίνητρο.

Με ποια εργαλεία θα μπορούσαμε να «εξανθρωπιστούμε»;

Με τα εργαλεία προχωρούμε, όπως λένε (προς τα πού;), αλλά αυτά δεν λύνουν το βασικό πρόβλημα της ύπαρξης της ανθρωπότητας, η οποία είναι εγκλωβισμένη στην τεράστια δύναμη που προέρχεται από τη συνάντηση της φύσης με την τεχνική.

Η μεγαλύτερη χαρά;

Οι συναντήσεις -στιγμιαίες και καίριες- με εκφάνσεις της φύσης, η δύναμη του έρωτα και της φιλίας που περιέχει τον έρωτα, οι σκέψεις που έρχονται σε μας.

Το μεγαλύτερο όραμα;

Το όραμα της συνάντησης της σκέψης και του κόσμου και η παραδοχή του φευγαλέου. Η παραδοχή της φανέρωσης και της ταυτόχρονης απόσυρσης, όσο γίνεται πιο γαλήνια.

Νιώθετε ότι πρέπει να αποδείξετε κάτι;

Από την εφηβεία είχα την εντύπωση ότι έπρεπε να πω αυτό που βλέπω.

Η εξάρτηση από τους άλλους είναι αδυναμία;

Έουμε αναγκαία εξάρτηση από τους άλλους ανθρώπους. Η εξάρτηση πάλι δημιουργεί τα κενά της. Εξάρτηση και μη εξάρτηση έχουν το αναγκαίο στοιχείο που είναι και θετικό και αρνητικό.

Αυτοδυναμία;

Δεν μπορεί να υπάρξει σε κανένα επίπεδο.

Η εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας;

Ειλικρινά, δεν έχω μια ενιαία εικόνα του εαυτού μου. Όταν γνωρίζω ότι η τάδε σκέψη είναι σημαντική, τότε νομίζω ότι ίσως αυτό είναι περαστικό, λέω ότι προσπαθώ να τολμάω να σκέπτομαι, ενώ το μεγαλύτερο σύνολο των ανθρώπων σήμερα δεν σκέπτονται… Θα έλεγα, είναι πρισματική η εικόνα του εαυτού μου, όπου γυρίζουν διαρκώς όλα τα χρώματα, όπως στο καλειδοσκόπιο.

 Η σύγχρονη Ελλάδα;

Είναι ένα πρόβλημα. Ούτε Ανατολή ούτε Δύση ούτε Ευρώπη ούτε Ασία. Βαδίζει προς την αναζήτηση μιας ενότητας, την οποία δεν βρίσκει εύκολα. Δεξιά και Αριστερά είναι φθαρμένες και δεν αναδύεται ένας δρόμος.

Πώς θα ανακαλύψουν οι Ελληνες πολιτικοί την «πραγματική πολιτική»;

Θα έπρεπε να ξεπεράσουν τον στενό πολιτικαντισμό. Είναι όμως αυτό δυνατό;

Είναι εφικτή η Δημοκρατία;

Η Δημοκρατία μένει ουτοπική, δηλαδή δεν έχει πουθενά τόπο να πραγματοποιηθεί. Το ίδιο της το νόημα μας ξεφεύγει.

Τι σας έχει δώσει η Ελλάδα;

Μια ζωική ορμή. Την επαφή με τα στοιχεία της, τη θάλασσα, τον αέρα, τη γη, τη φωτιά.

Τι σας έχει πάρει;

Δεν είχα ποτέ την προκατάληψη, ώστε να μπορέσει να μου την πάρει.

Οι τιμές που σας κάνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια τι συναισθήματα σας γεννούν;

Ευχάριστα. Θα επιθυμούσα όμως και μια πιο ζωντανή συζήτηση, στοχαστική και παραγωγική, με τους πανεπιστημιακούς.

Σκεφτήκατε ότι μπορεί να σας τιμούν και να μη σας έχουν διαβάσει;

Πολλά πράγματα δεν χρειάζεται να έχουν διαβαστεί. Μπορεί να διαπερνάνε την ατμόσφαιρα.

Εσείς διαψεύδετε την κατάρα των Ελλήνων να μην αναγνωρίζουν ζώντες δημιουργούς.

Στην Ελλάδα υπάρχει μεμψιμοιρία και δυσκολία αν δεν προηγηθεί μια αναγνώριση από τα έξω. Εξω είναι πιο πολιτικά θεσμισμένα τα πράγματα. Αλλά και υπάρχουν πράγματα που περιμένουν ακόμα το μέλλον τους.

Πιστεύετε ότι έχετε αμειφθεί;

Και ναι και όχι. Αν όμως ήταν πλήρης η αναγνώριση, θα σήμαινε ότι θα επιπέδωνε και το ειπωμένο.

H τέχνη αποτιμάται σε χρήμα. Η σκέψη;

Υπάρχει προσωπική σχέση με το έργο τέχνης. Η σκέψη έχει μία σχέση με το όλον. Μπορεί να αποτιμηθεί ένα έργο. Το όλον όμως;

Τι θα λέγατε σε έναν νέο φιλόσοφο;

Να ανοιχτεί στη σκέψη, στα κείμενα και στο κίνημα της σκέψης, στην ποίηση που διατρέχει κάθε τέχνη και να ζήσει και να πει αυτό που τον εμψυχώνει και τον συνθλίβει ατομικά και κοινωνικά.

Τι θα λέγατε σε έναν έφηβο;

Να κρατήσει, όσο γίνεται, έναν παλμό και στη λεγόμενη ώριμη ηλικία.

 Γιώργος Δουατζής /www.kathimerini.gr

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Μεθοδολογία ανάλυσης πηγών για το μάθημα της Φιλοσοφίας

       Η δεύτερη ομάδα ερωτήσεων του μαθήματος των Αρχών Φιλοσοφίας περιλαμβάνει δύο ερωτήσεις – από 25 μονάδες η καθεμία – που η απάντησή τους απαιτεί το συνδυασμό φιλοσοφικών γνώσεων που παρέχει το διδακτικό εγχειρίδιο και των στοιχείων που θα αντλήσει ο μαθητής από τα φιλοσοφικά παραθέματα που δίνονται. Γι’ αυτό το λόγο παρατίθενται σε αποσπάσματα , φιλοσοφικά δοκίμια ,ή φιλοσοφικές μελέτες, δηλαδή άμεσες ή έμμεσες πηγές από τις οποίες ο μαθητής πρέπει να αποσπάσει τις σχετικές πληροφορίες, να τις εντάξει στο ευρύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο, όπου ανήκουν και να τις συνδέσει με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ενότητας.

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ 

     Πιο συγκεκριμένα, τα βήματα που μπορεί να ακολουθήσει κανείς για τη σύνθεση απάντησης με παράθεμα είναι τα εξής :
Βήμα 1: Μελέτη και καλή κατανόηση του σχετικού ερωτήματος.
Βήμα 2: Επειδή όλες αυτές οι ερωτήσεις βασίζονται στη θεωρία του βιβλίου, καλό είναι οι μαθητές , προτού διαβάσουν το κείμενο του παραθέματος, να καταγράψουν σ' ένα πρόχειρο πολύ συνοπτικά τις πληροφορίες του βιβλίου σχετικά με το ερώτημα. Έτσι, μπορούν να "οριοθετήσουν" ως ένα βαθμό το περιεχόμενο της απάντησής τους και να μην "πελαγώσουν" μέσα στο κείμενο του παραθέματος, το οποίο μπορεί να έχει και στοιχεία άσχετα με το ερώτημα ή ακόμη και δυσνόητα.
Βήμα 3: Προσεκτική μελέτη του παραθέματος, εντοπισμός σ' αυτό των στοιχείων που απαιτεί η απάντηση.
Βήμα 4: Σύνθεση της απάντησης που θα περιλαμβάνει, τόσο το σχολιασμό του παραθέματος, όσο και τις γνώσεις από το σχολικό εγχειρίδιο.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ

      Οι μαθητές χρειάζεται να έχουν υπόψη τους ότι αυτού του είδους τα θέματα είναι στην πραγματικότητα «μικρές» εκθέσεις και θα πρέπει να απαρτίζονται από πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο. Είναι αυτονόητο ότι το τελικό κείμενο θα είναι ένα ενιαίο κείμενο με παραγράφους, αλληλουχία νοημάτων και σωστή συνοχή μεταξύ των παραγράφων.
      Σε περίπτωση που ζητείται συνδυαστική απάντηση, σημαντικό στοιχείο για την αξιολόγηση του μαθητή είναι η πρωτότυπη σύνθεση των γνωστικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται και όχι η απλή συρραφή χωρίων του σχολικού βιβλίου.
     Σε περίπτωση που ζητείται ερμηνεία αποσπάσματος φιλοσοφικού κειμένου, σημαντικά στοιχεία για τη συνολική εκτίμηση είναι η δυνατότητα ένταξης του κειμένου στην περίοδο και το φιλοσοφικό πλαίσιο , όπου ανήκει, η ακριβής και σαφής ανάλυση του περιεχομένου, η κριτική αποτίμησή του και η αποφυγή αόριστων και γενικόλογων σχολίων.
       Γενικά, ο μαθητής καλείται, εκτός από την αναπαραγωγή του περιεχομένου του σχολικού βιβλίου, που σε σχέση με τα δεδομένα της πηγής έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στη βαθμολογία, να επεξεργαστεί κριτικά τα στοιχεία του παραθέματος και να διατυπώσει εύλογη και πειστική φιλοσοφική ανάλυση και επιχειρηματολογία. Θετικό στοιχείο αξιολόγησης είναι η ικανότητα των μαθητών να διατυπώνουν και να τεκμηριώνουν με φιλοσοφική επάρκεια την προσωπική τους άποψη, ιδιαίτερα αν αυτή είναι διαφορετική από τις θέσεις του σχολικού βιβλίου.

ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ

       Σε γενικές γραμμές μία πηγή:
  • Επιβεβαιώνει και τεκμηριώνει τα δεδομένα του σχολικού βιβλίου.
  • Επεξηγεί και διασαφηνίζει σε αναλυτικότερη διατύπωση τα δεδομένα του σχολικού βιβλίου.
  • Παρέχει πρόσθετα στοιχεία για τα ζητήματα που θίγονται στο σχολικό βιβλίο.
  • Καταθέτει μια αντίθετη άποψη και συνακόλουθα διαφοροποιείται από αυτή που υποστηρίζεται στο σχολικό βιβλίο.
  • Αποτελεί συνδυασμό των παραπάνω.
       Ο μαθητής είναι υποχρεωμένος αρχικά να αντιληφθεί τη σχέση της πηγής με το σχολικό βιβλίο και στη συνέχεια να αξιοποιήσει το κείμενο της πηγής, για να ενισχύσει την απάντησή του. Οι μέθοδοι που μπορεί να χρησιμοποιήσει είναι η σύνθεση και η παράθεση.
  • Μέθοδος της σύνθεσης : Είναι συνδυασμός των φιλοσοφικών γνώσεων του βιβλίου και των απόψεων που παραθέτει το φιλοσοφικό παράθεμα.
  • Μέθοδος της παράθεσης :Είναι η αυτούσια παράθεση των δεδομένων του βιβλίου (που συνδέονται με την πηγή) και κατόπιν, σε άλλη παράγραφο και με συνδετική φράση τέτοια που να δείχνει τη σχέση της πηγής με τα δεδομένα του βιβλίου (αποδεικτική, συμπληρωματική, αντιθετική κ.ά.), η παρουσίαση του περιεχομένου της πηγής με τα λόγια όμως του μαθητή αυτή τη φορά και αναφορές στο κείμενο της πηγής για επιβεβαίωση,μέσα σε εισαγωγικά ή παρενθέσεις.
      Ακολουθούν μερικοί από τους τρόπους αντιμετώπισης αυτών των ερωτήσεων, με την ελπίδα ότι μπορεί να ευκολύνουν το μαθητή σε αυτή την επίπονη εργασία:

 ΠΡΩΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ, ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΕΣΗΣ

Δομή/διάγραμμα πρώτου τρόπου απάντησης

Α.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
      Μπορεί να είναι σχετική με τη συγκεκριμένη ερώτηση , ή να εντάσσει φιλοσοφικά το ζητούμενο, ή να εμπεριέχει το θέμα και τη θέση του μαθητή για τη φιλοσοφική άποψη που παρατίθεται στο παράθεμα, ή να είναι μια άλλη παράγραφος από το σχολικό εγχειρίδιο , σχετική με το ευρύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο, όπου ανήκουν τα ζητούμενα.
      Ωστόσο, μπορεί και να μην υπάρχει εισαγωγή, αλλά να ξεκινά ο μαθητής κατευθείαν την απάντησή του με την αναφορά του στις φιλοσοφικές του γνώσεις .

Β. ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ

1.Φιλοσοφικές γνώσεις
       Ο μαθητής παραθέτει τις φιλοσοφικές γνώσεις , όσο το δυνατόν πιο κοντά στα στοιχεία που παραθέτει το σχολικό εγχειρίδιο, αρχίζοντας αυτό το μέρος της απάντησης με τη φράση: « Όπως γνωρίζουμε από τις γνώσεις, που παρατίθενται στο σχολικό εγχειρίδιο…» ή « Σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο…»
    Ωστόσο, υπάρχουν και καθηγητές-βαθμολογητές που διαφωνούν μ’ αυτού του είδους τις εκφράσεις, γιατί θεωρούν ότι είναι προφανές ότι ο μαθητής θα παραθέσει τις γνώσεις του από το σχολικό βιβλίο, οπότε ο μαθητής μπορεί να μη χρησιμοποιήσει εισαγωγική φράση.

2.Απόψεις από το φιλοσοφικό παράθεμα
      Ο μαθητής καταγράφει οργανωμένα τις απόψεις που σταχυολόγησε από το φιλοσοφικό παράθεμα και τις συνδέει με τις φιλοσοφικές γνώσεις που παρέθεσε στο προηγούμενο μέρος.
     Συχνά οι μαθητές επιχειρούν την απλή αντιγραφή σχετικών (ή και άσχετων) τμημάτων του  παραθέματος, χωρίς να τονίζουν τα σημεία που ενδιαφέρουν. Έτσι δεν απαντούν ακριβώς στα ζητούμενα και χάνουν πολύτιμους βαθμούς. Άλλες πάλι φορές αρκούνται σε μια γενικόλογη αναφορά στοιχείων του παραθέματος, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές, χωρίς να φαίνεται δηλαδή από ποιο σημείο του κειμένου αλίευσαν τα δεδομένα.
     Είναι φανερό πως δεν αρκεί η αντιγραφή των στοιχείων που προσφέρει η πηγή, ούτε η αναφορά τους, έστω και με άλλη διατύπωση.  
      Είναι απαραίτητο να επιλέγονται προσεκτικά τα χρήσιμα στοιχεία, να ιεραρχούνται ή κατά περίπτωση να ομαδοποιούνται και , προπαντός, να συνδέονται με τις φιλοσοφικές γνώσεις του βιβλίου, σχετικά με τα ζητούμενα του θέματος.
     Πριν επιχειρήσει να σχολιάσει ο μαθητής τα στοιχεία της πηγής, καλό θα ήταν να γράψει στη θεματική περίοδο την κεντρική ιδέα του παραθέματος και να δώσει σε γενικές γραμμές το νόημα της πηγής, ώστε να προετοιμάσει τον αναγνώστη και να τον κατατοπίσει σχετικά. Προκειμένου να αναλύσει τα σχετικά με την ερώτηση δεδομένα του παραθέματος, μπορεί να εστιάσει αρχικά σε λέξεις-κλειδιά και μετά να προχωρήσει στις σχέσεις που παρουσιάζουν οι συγκεκριμένες έννοιες, μεταξύ τους ή με το στόχο του συγγραφέα.
     Για να είναι η απάντηση ολοκληρωμένη κατά τη σύνδεση των φιλοσοφικών γνώσεων και των στοιχείων του παραθέματος , καλό είναι να γίνονται συγκεκριμένες αναφορές. Φορμαλιστικές φράσεις του τύπου , «όπως ήδη έχει αναφερθεί…»ή «προηγουμένως έγινε λόγος για …» ή «σημειώθηκε ήδη ότι…» ή « σε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν …» ή «σε συνάρτηση με τα προηγούμενα…» είναι αναγκαίες, προκειμένου να επιτευχθεί επαρκής σύνδεση της πηγής με όσα έχουν γραφεί από το βιβλίο.


      Οι μαθητές συνηθίζουν να αρχίζουν αυτό το μέρος της απάντησης με τις εξής φράσεις: 

  • « Όπως πληροφορούμαστε από το φιλοσοφικό παράθεμα, το οποίο είναι απόσπασμα από το έργο του …. με τίτλο…» ή
  • « Σύμφωνα με τη φιλοσοφική πηγή… του…» ή «σύμφωνα με τα στοιχεία που συνάγουμε από τη συγκεκριμένη πηγή…»
  • Ανάλογες είναι και οι απόψεις που παρατίθενται στο συγκεκριμένο παράθεμα…» ή «οι συγκεκριμένες απόψεις μπορούν να τεκμηριωθούν βάσει των σχετικών δεδομένων, που παρατίθενται στο συγκεκριμένο παράθεμα…»
  • Προς επίρρωση των συγκεκριμένων δεδομένων, η φιλοσοφική πηγή καταγράφει ανάλογες απόψεις…» ή «πέρα από τα όσα σημειώθηκαν, η άποψη αυτή είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί και με βάση τα δεδομένα του κειμένου της πηγής…» ή «
  • Οι απόψεις που προαναφέρθηκαν έρχονται σε πλήρη αντίθεση/ συγκλίνουν/ αποκλίνουν /διαφοροποιούνται /ταυτίζονται με όσα καταγράφονται στο φιλοσοφικό παράθεμα…»
       Σε σχέση με το παράθεμα, καλό θα ήταν ο μαθητής να αναφέρει το συντάκτη του παραθέματος και το βιβλίο από το οποίο αντλείται το παράθεμα πχ:" ... Όπως αναφέρει και ο .... στο βιβλίο του ....," ή "...σύμφωνα με τον .... (σε παρένθεση ο τίτλος του βιβλίου, άρθρου κ.λπ.) ή "  ο….υποστηρίζει την άποψη ...." κ.λπ.
      Καλό είναι τα σημεία που είναι κοινά μεταξύ σχολικού βιβλίου και πηγής να μην επαναλαμβάνονται δύο φορές σε δύο σημεία, γιατί τότε δεν θα είναι σωστή η δομή του κειμένου. Το ζήτημα είναι η τελική απάντηση να έχει νοηματική αλληλουχία και να διαπλέκει τα δεδομένα του βιβλίου και της πηγής.

Γ.ΕΠΙΛΟΓΟΣ
     Σ’ αυτό το μέρος ολοκληρώνεται η απάντηση,  γιατί επιχειρείται η οριστική αποτίμηση, η αξιολόγηση, η πύκνωση όσων προαναφέρθηκαν , ανάλογα με αυτά που ζητά η ερώτηση. Επισημαίνεται επίσης η συμφωνία ή η ασυμφωνία μεταξύ των φιλοσοφικών γνώσεων και των στοιχείων που αποκόμισε ο μαθητής από την ανάγνωση του φιλοσοφικού παραθέματος.
Στον επίλογο ο εξεταζόμενος μαθητής μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε :
  • Ανακεφαλαίωση βασικών παραμέτρων της πηγής
  • Προσπάθεια ανίχνευσης του βασικού στόχου του συγγραφέα του παραθέματος και σύγκριση των απόψεών του με αυτές του βιβλίου.
  • Κριτική των θέσεων αυτών (ΠΡΟΣΟΧΗ!!!Αυτό μόνο, όταν η πηγή διαφωνεί με το σχολικό βιβλίο)
  • Διατύπωση συμπεράσματος για την αξία της πηγής και αναγωγή της σε σχέση με το ελληνικό αλλά και διεθνές πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ‘γίγνεσθαι’
  • Κατάδειξη της συνέχειας μέσα από αναφορές στο μέλλον και προσπάθεια σκιαγράφησης των συνεπειών και αποτελεσμάτων των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!Απαραίτητες είναι οι παραπομπές όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο.

 ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ, ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΕΣΗΣ

       Ο δεύτερος τρόπος απάντησης είναι παραλλαγή του πρώτου , μια διαφοροποίηση δηλαδή στην οργάνωση της απάντησης. Συγκεκριμένα ο μαθητής μπορεί να αρχίσει το κύριο μέρος της ανάπτυξής του από τις πληροφορίες που παρέχει το φιλοσοφικό παράθεμα και μετά να συνεχίσει με την παράθεση των φιλοσοφικών γνώσεων.

ΤΡΙΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ, ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

        O τρίτοςτρόπος ανάπτυξης είναι συνδυασμός των φιλοσοφικών γνώσεων του βιβλίου και των απόψεων που παραθέτει το φιλοσοφικό παράθεμα. Διαθέτει υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας και σαφώς απαιτεί και επαρκή γνώση του κειμένου του σχολικού βιβλίου, αλλά και κριτική ικανότητα, αφού ο μαθητής καλείται να εντοπίσει και να αξιολογήσει στην πηγή όσα ο ίδιος γνωρίζει από το σχολικό βιβλίο.
       Ο μαθητής μπορεί να χρησιμοποιήσει το κείμενο του βιβλίου ως καμβά, τον οποίο θα εμπλουτίσει με τα στοιχεία που θα συλλέξει από την πηγή, παραθέτοντας και συγκεκριμένες αναφορές, ώστε να κατατοπίζει τον αναγνώστη για το ακριβές σημείο από το οποίο άντλησε το δεδομένο αυτό.
       Μπορεί , επίσης, ως βάση να χρησιμοποιήσει το κείμενο του φιλοσοφικού παραθέματος και από τις απόψεις που παραθέτει αυτό να αφορμάται και να ανακαλεί τις φιλοσοφικές γνώσεις του βιβλίου. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός,  γιατί θα αντιμετωπίσει εντονότερα τον κίνδυνο να παραλείψει κάποιο στοιχείο από το σχολικό του βιβλίο.
        Πάντοτε ο μαθητής πρέπει να έχει ξεκάθαρο στο μυαλό του τι ακριβώς ζητάει η ερώτηση, να προσέχει, ώστε να περιλαμβάνει στην απάντησή του όλες τα στοιχεία από το σχολικό εγχειρίδιο και τις αντίστοιχες απόψεις από τα παραθέματα και να συνδέει κατάλληλα τα  πρώτα με τις δεύτερες. Καλό είναι επίσης να επισημαίνει , κατά περίπτωση, νέα ή διαφορετικά στοιχεία από το σχολικό εγχειρίδιο  και να κρίνει ή να αξιολογεί τις απόψεις των πηγών, όταν αυτό χρειάζεται.

Δομή/Διάγραμμα τρίτου τρόπου απάντησης

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
       Μπορεί να είναι σχετική με τη συγκεκριμένη ερώτηση , ή να εντάσσει το ζητούμενο φιλοσοφικά , ή να εμπεριέχει το θέμα και τη θέση του μαθητή για τη φιλοσοφική άποψη που παρατίθεται στο παράθεμα, ή να είναι μια άλλη παράγραφος από το σχολικό εγχειρίδιο , σχετική με το ευρύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο, όπου ανήκουν τα ζητούμενα. Ωστόσο, μπορεί και να μην υπάρχει εισαγωγή αλλά να ξεκινά ο μαθητής κατευθείαν την απάντησή του με την αναφορά του στις φιλοσοφικές του γνώσεις .

 Β. ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
     Είναι θεμιτή η δημιουργία ενός ευσύνοπτου σχεδιαγράμματος, ανάλογα με το χρόνο που διαθέτει ο μαθητής, για να επιτευχθεί η όσο το δυνατόν πληρέστερη σύνδεση και ταύτιση των δεδομένων πηγής  και βιβλίου. Το σχεδιάγραμμα αποτελείται από δύο στήλες.  
     Στην αριστερή στήλη σημειώνουμε τις πληροφορίες που απαιτούνται στην απάντηση από το βιβλίο και στη δεξιά στήλη τα στοιχεία που παραθέτει η πηγή. Για κάθε δεδομένο  του βιβλίου προσπαθούμε να εντοπίσουμε (αν υπάρχει) και να συνδέσουμε την ανάλογη και συναφή αναφορά της πηγής.
        Στην περίπτωση που η πηγή καταγράφει αντίθετες απόψεις από εκείνες του βιβλίου θα πρέπει , αφού πρώτα καταγράψουμε τα φιλοσοφικά δεδομένα του σχολικού βιβλίου, να σημειώσουμε και να τονίσουμε την αντίθεση της πηγής και στη συνέχεια να αναφερθούμε αναλυτικά στη διάσταση των απόψεων και, αν μπορούμε να την αιτιολογήσουμε. Σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αναγκαίο ο μαθητής να θεωρήσει βασικά ορθή την άποψη που καταγράφει το σχολικό βιβλίο.
        Μετά την ολοκλήρωση του σχεδιαγράμματος, προχωρούμε στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη της απάντηση. Με βάση πάντα το σχεδιάγραμμα, ο μαθητής αξιοποιεί το κείμενο της πηγής, για να επιβεβαιώσει, να τεκμηριώσει και να αναπτύξει περισσότερο τα όσα έχει ήδη γράψει από το βιβλίο, δημιουργώντας τόσες συνδέσεις βιβλίου-πηγής, όσες του επιτρέπει το σχεδιάγραμμά του.
       Είναι πιθανόν αναγκαίο κάθε φορά που ο υποψήφιος μεταβαίνει από το κείμενο του βιβλίου στο δεδομένο της πηγής να χρησιμοποιεί και μια μεταβατική φράση (κείμενο βιβλίου+ μεταβατική φράση + κείμενο πηγής),  η οποία θα εξομαλύνει το πέρασμα από το βιβλίο στην πηγή και καταδεικνύει την κριτική και συνθετική σκέψη του μαθητή. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απλή επανάληψη του κειμένου της πηγής συνιστά σφάλμα μεθοδολογικό. Ο μαθητής οφείλει να αναπλάσει δημιουργικά με το δικό του λόγο και ύφος το στοιχείο που αντλεί από το κείμενο της πηγής.
          Οι επιπλέον πληροφορίες του παραθέματος, όσες δηλαδή δεν μπορούμε να συνδέσουμε με το σχολικό βιβλίο, θα τοποθετηθούν στην απάντησή μας, αμέσως μετά την ανάπτυξη της σύνθεσης. Τις χαρακτηρίζουμε επιπρόσθετα στοιχεία και συμβάλλουν σε μια ολοκληρωμένη διαπραγμάτευση της ερώτησης.

3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ακριβώς ίδιος με τους άλλους τρόπους)
     Σ’ αυτό το μέρος ολοκληρώνεται η απάντηση, γιατί επιχειρείται η οριστική αποτίμηση, η αξιολόγηση, η πύκνωση όσων προαναφέρθηκαν , ανάλογα με αυτά που ζητά η ερώτηση. Επισημαίνεται επίσης η συμφωνία ή η ασυμφωνία μεταξύ των φιλοσοφικών γνώσεων και των στοιχείων που αποκόμισε ο μαθητής από τη μελέτη του φιλοσοφικού παραθέματος, η οποία έχει ήδη εντοπιστεί, αναλυθεί και αιτιολογηθεί στο κυρίως θέμα.
Στον επίλογο ο εξεταζόμενος μαθητής μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε :
  • Ανακεφαλαίωση βασικών παραμέτρων της πηγής
  • Προσπάθεια ανίχνευσης του βασικού στόχου του συγγραφέα του παραθέματος και σύγκριση των απόψεών του με αυτές του βιβλίου.
  • Κριτική των θέσεων αυτών
(ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Αυτό μόνο, όταν η πηγή διαφωνεί με το σχολικό βιβλίο)
  • Διατύπωση συμπεράσματος για την αξία της πηγής και αναγωγή της σε σχέση με το ελληνικό αλλά και διεθνές πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ‘γίγνεσθαι’
  • Κατάδειξη της συνέχειας μέσα από αναφορές στο μέλλον και προσπάθεια σκιαγράφησης των συνεπειών και αποτελεσμάτων των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως
ΠΡΟΣΟΧΗ!!!Απαραίτητες είναι οι παραπομπές,όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο.

ΠΑΡΑΘΕΣΗ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ; ΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΕΝΔΕΙΚΝΥΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ;
      Στις πανελλήνιες μια καλογραμμένη απάντηση-μικρή έκθεση που θα "πλέκει" τις ιστορικές γνώσεις με τις πληροφορίες της πηγής, αντί να παραθέτει απλά το ένα κάτω από το άλλο, θεωρείται το ιδανικό. Δυστυχώς μοιάζει ουτοπία, αφού στην πραγματικότητα η  συντριπτική πλειοψηφία των γραπτών, ακόμη και των αρίστων
είναι γραμμένα με την ασφαλή μέθοδο της παράθεσης.
     Οι βαθμολογητές συμφωνούν ότι δεν μπορούν να αφαιρέσουν μόρια,  για τον τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένη η πηγή, από τη στιγμή που η παράθεση είναι αυτή που κυριαρχεί.
       Οι πιο αυστηροί και απαιτητικοί βαθμολογητές δηλώνουν ότι μια άψογη απάντηση γραμμένη με τη μέθοδο της παράθεσης θα την βαθμολογούσαν με 47-48/50, φυλάσσοντας το πλήρες 50άρι για γραπτό που θα ήταν γραμμένο με τη μέθοδο της σύνθεσης.
      Άλλοι βαθμολογητές δηλώνουν ότι είναι  πιο επιεικείς με τυχόν παραλείψεις ενός γραπτού που επέλεξε τη μέθοδο της σύνθεσης, γιατί ο μαθητής αυτός τουλάχιστον το προσπάθησε και πήρε το ρίσκο του.
      Με άλλα λόγια, όσον αφορά στις εξετάσεις, δεν υπάρχει συμπόρευση στο συγκεκριμένο θέμα μεταξύ των φιλολόγων –βαθμολογητών και η παράθεση είναι πλήρως αποδεκτή. Έγκειται στην κρίση του μαθητή αν θα επιλέξει τη μία ή την άλλη μέθοδο ή θα προσπαθήσει να συνδυάσει και τις δύο. Εξαρτάται από το χρόνο που διαθέτει και το βαθμό δυσκολίας του παραθέματος. Εξυπακούεται ότι ένα γραπτό που μαρτυρά μεγάλη κριτική ικανότητα σε συνδυασμό με γνώσεις θα βαθμολογηθεί με άριστα. Ο μαθητής δεν πρέπει να ξεχνά ότι:
  • Οι ιστορικές γνώσεις του σχολικού βιβλίου παίρνουν μεγαλύτερο βαθμό από τα στοιχεία του παραθέματος.
  • Δεν πρέπει να αντιγράψει απλώς τα στοιχεία της πηγής, αλλά να τα σχολιάσει.
  • Κριτική ικανότητα απαιτείται και για τη μέθοδο της σύνθεσης, αλλά και για τη μέθοδο της παράθεσης.
  • Η απάντηση του παραθέματος αξιολογείται και σε σχέση με το περιεχόμενο ( ιστορικές γνώσεις του μαθητή), αλλά και σε σχέση τη μορφή ( έκφραση του μαθητή).
  • Οι μαθητές φοβούνται τα παραθέματα, γιατί δε διαβάζουν βιβλία ή εφημερίδες. Έτσι, δεν έχουν συνηθίσει να μελετούν και να επεξεργάζονται κείμενα κι αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο μάθημα της Έκθεσης.
  • Η ολοκληρωμένη απάντηση σε κάποιο παράθεμα προϋποθέτει άριστη γνώση του σχολικού εγχειριδίου, εξάσκηση σε ιστορικά κείμενα και εκφραστική δεινότητα,σε συνδυασμό με κρίση και φαντασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑΣΜΕΝΗ ΠΗΓΗ

Α. Μέθοδος παράθεσης: Ξεκινούμε με το κείμενο του σχολικού βιβλίου και σχολιάζουμε στη συνέχεια το φιλοσοφικό παράθεμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: Ξεκινώντας από την απορία
ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Η ιδιαιτερότητα της φιλοσοφικής σκέψης
ΕΝΟΤΗΤΑ 2η : Βασικοί στόχοι της φιλοσοφικής δραστηριότητας

     Αφού λάβετε υπόψη σας τα δεδομένα της συγκεκριμένης ενότητας και τις απόψεις που παρατίθενται στο ακόλουθο κείμενο , να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
  • Τι σημαίνει «φιλοσοφώ»;
  • Γιατί ο άνθρωπος συνήθως αποφεύγει να επεξεργάζεται τα δεδομένα της ζωής του;
  • Γιατί η αιτιολόγηση βασικών πεποιθήσεων, αρχών, αξιών, ακόμα κι επιστημονικών αξιωμάτων πο έχουμε διδαχθεί και εμπιστευόμαστε θεωρείται από τους φιλοσόφους κάτι απολύτως   αναγκαίο;
         «Όταν η ύπαρξή μας ακολουθεί μια ρουτίνα, χωρίς ποτέ να εξετάζονται τα κίνητρα πάνω στα οποία βασίζεται, είναι σαν να οδηγούμε ένα αυτοκίνητο που δεν έχει πάει ποτέ σέρβις και του οποίου μπορεί να εμπιστεύεται κανείς τα φρένα, το σύστημα οδήγησης, τη μηχανή , αφού μέχρι τώρα δεν παρουσίασαν ποτέ πρόβλημα, χωρίς όμως να είναι αυτή η εμπιστοσύνη του απόλυτα δικαιολογημένη. Τα τακάκια των φρένων μπορεί να είναι ελαττωματικά και να μη λειτουργήσουν ακριβώς τη στιγμή που τα χρειάζεσαι περισσότερο. Κατ’ αναλογία, μπορεί οι αρχές στις οποίες στηρίζεται η ζωή του καθένα μας να μην παρουσιάζουν κανένα απολύτως πρόβλημα, μέχρι που θα παρουσιαστούν οι δυσκολίες της ζωής και οι αρχές αυτές θα τεθούν υπό αμφισβήτηση.
      Αλλά, από την άλλη πλευρά, αν δεν αμφισβητείτε σοβαρά την ορθότητα των αντιλήψεων στις οποίες βασίζεται η ζωή σας, σίγουρα κάνετε τη ζωή σας φτωχότερη, επειδή ακριβώς δεν αξιοποιείτε τις διανοητικές σας δυνάμεις. Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν ότι απαιτεί υπερβολικά μεγάλη προσπάθεια ή ότι φέρνει μεγάλη αναστάτωση η ενασχόληση με τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα. Ίσως να είναι ευτυχισμένοι και βολεμένοι, μέσα στις προκαταλήψεις τους. Άλλοι όμως νιώθουν μεγάλη επιθυμία να δώσουν απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα και κάτι τέτοιο αποτελεί πρόκληση γι’ αυτούς».
Ν. Γουορμπάρτον, Φιλοσοφία, μετάφραση Β. Χατζοπούλου, Αθήνα 1999

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Η φιλοσοφία είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, είναι «σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη». Πρόκειται δηλαδή, για μια πνευματική δραστηριότητα, που έχει ως σκοπό να κεντρίσει τη σκέψη μας, ώστε να διευρύνουμε τα όριά της και να την οδηγήσουμε σε διαφορετικά πεδία γνώσης γύρω από τον άνθρωπο και τον κόσμο.
«Φιλοσοφώ» σημαίνει αντικρίζω τα πάντα, τον εαυτό μου και τον κόσμο που με περιβάλλει, σαν να τα βλέπω για πρώτη φορά. «Φιλοσοφώ», με άλλα λόγια, σημαίνει αναρωτιέμαι για όλα αυτά που οι περισσότεροι θεωρούν ως κάτι δεδομένο, ήδη αποδεδειγμένο ή και αυτονόητο.

ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ

1. Κείμενο από το σχολικό βιβλίο
       Το να κοιτάξουμε την καθημερινότητά μας με τη ματιά του παιδιού, που δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο κοινωνικό σύνολο και γι’ αυτό ψάχνει ν’ ανακαλύψει από την αρχή τον εαυτό του και τον κόσμο του, είναι μια επίπονη πνευματική δραστηριότητα. Το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσει η σκέψη μας, για να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων δίδαξε ο Σωκράτης στις συζητήσεις, που άνοιγε στην αγορά.
     Ξεκινούσε πάντα με δεδομένο ότι η ανθρώπινη γνώση είναι ελάχιστη και ατελής, γιατί εξαρτάται από τις εντυπώσεις των αισθήσεων και από τις προκαταλήψεις που έχουν σωρευτεί από το παρελθόν. Πίστευε λοιπόν ότι ο σωστός τρόπος, για να διερευνηθεί ένα θέμα είναι να το προσεγγίσουμε απαλλαγμένοι από κάθε είδους προδιάθεση, σα να μην ξέρουμε τίποτε γι’ αυτό.
      Το «φιλοσοφείν», η φιλοσοφική στάση απέναντι στα πράγματα, ξεκινά με την «απορία» (α στερητικό + πόρος = πέρασμα), τη συνειδητοποίηση δηλαδή της άγνοιάς μας, που μας κάνει να αναρωτιόμαστε, που κεντρίζει παράλληλα τη σκέψη μας και μας ωθεί προς το δρόμο της γνώσης. Η φιλοσοφική απορία μοιάζει με ένα είδος «νοητικής κράμπας».
      Είναι η «πνευματική δυσφορία» που βιώνουμε, καθώς υποχρεωνόμαστε να αναρωτηθούμε για πράγματα που θεωρούσαμε γνωστά ή τα εκλαμβάναμε ως αυτονόητα. Ζώντας μέσα σε μια κρούστα βεβαιότητας, που προσφέρει ασφάλεια, σπάνια θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μας και οι περισσότεροι τις απαξιώνουμε με τη λέξη, «φιλοσοφίες!».
     Είναι σίγουρα επώδυνο για όλους μας να παραδεχτούμε την άγνοιά μας κι εξίσου επίπονη η προσπάθεια να φτάσουμε στη γνώση. Γι’ αυτό ο Σωκράτης παρομοίαζε τον πόνο που προκαλεί η αναζήτηση της γνώσης με τις ωδίνες ενός τοκετού και παραλλήλιζε τον εαυτό του  με μαία. Η μέθοδος που ακολουθούσε ονομάστηκε διαλεκτική, γιατί προσπαθούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να  οδηγήσει τη σκέψη των συνομιλητών του σε πνευματικό αδιέξοδο, ώστε να παραδεχτούν την άγνοιά τους πάνω στο εξεταζόμενο θέμα.
      Σε τέτοιου είδους ερωτήματα, που αφορούν την ύπαρξη μας ή το περιεχόμενο για παράδειγμα των εννοιών «καλό» ή «κακό», μοιάζει να μην υπάρχει απάντηση κι αν επιμείνουμε, θα πρέπει να απομακρυνθούμε νοερά από τον εαυτό μας και να τον κοιτάξουμε από μακριά, σα να ήταν κάποιος άλλος.
     Τα φιλοσοφικά ερωτήματα χαρακτηρίζονται οριακά, έσχατα ή θεμελιώδη, γιατί φτάνουν εκεί, όπου νομίζουμε ότι βρίσκεται το έσχατο σημείο της γνώσης μας και μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που θεωρούσαμε ως το καταληκτικό όριο της σκέψης μας, στην πραγματικότητα είναι η αφετηρία μιας πνευματικής αναζήτησης σε άλλα βαθύτερα γνωσιολογικά πεδία.
     Στη φιλοσοφία, οι απαντήσεις έχουν μικρότερη σημασία από τις ερωτήσεις, γιατί τα φιλοσοφικά ερωτήματα, που είναι συνήθως αλλόκοτα κι απίστευτα, εκφράζουν τον προβληματισμό του ανθρώπου απέναντι στην ύπαρξή του και τα πράγματα, στοιχείο διαχρονικό. Οι φιλόσοφοι δηλαδή, θέτουν ερωτήματα, εκεί, όπου φαινομενικά δεν υπάρχει ερώτηση.
    Οι απαντήσεις σ’ αυτά αντίθετα, αποτελούν περιπτωσιακή κι όχι οριστική επίλυσή τους. Είναι προτάσεις-υποθέσεις, στηριγμένες στην προσωπική θεωρία κάθε φιλοσόφου. Σύμφωνα με τον Κάρλ Γιάσπερς, «φιλοσοφία θα πει να βρίσκεσαι καθ’ οδόν». Τα ερωτήματά της είναι ουσιαστικότερα από τις απαντήσεις της και κάθε απάντηση μετατρέπεται σε νέο ερώτημα». Εκτός από τους ειδικούς, που ασχολούνται συστηματικά με τη φιλοσοφία, κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος  έχει χρέος να ξεφεύγει από τις όποιες βεβαιότητες του έχουν επιβάλλει και να τολμά να αμφιβάλλει.
     Η αιτιολόγηση βασικών πεποιθήσεων, αρχών, αξιών, ακόμα κι επιστημονικών αξιωμάτων που έχουμε διδαχθεί και εμπιστευόμαστε    θεωρείται από τους φιλοσόφους κάτι απολύτως αναγκαίο. Αυτό συμβαίνει, γιατί η φιλοσοφική δραστηριότητα ξεκινά από την άποψη ότι οι αισθήσεις μας, αλλά και η λογική μας συχνά σφάλλουν, οπότε όλα όσα δεχόμαστε ως προφανή μπορούν κάποια στιγμή ν’ αλλάξουν.

     Στη φιλοσοφική διαδικασία, δεν είναι μόνο δική μας υποχρέωση να αιτιολογούμε τις βασικές μας πεποιθήσεις. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι φιλόσοφοι για τις θέσεις που υποστηρίζουν. Είναι ευνόητο ότι για να υιοθετήσουμε θέσεις τόσο παράδοξες ,όπως οι φιλοσοφικές, δεν αρκούν οι ισχυρισμοί, ή οι ιδέες των στοχαστών που τις υποστηρίζουν. Χρειαζόμαστε πρώτιστα πειστικές αποδείξεις για την εγκυρότητά τους, δηλαδή με επιχειρήματα που από λογική άποψη είναι αδιάσειστα.  

2. Φιλοσοφικό παράθεμα
     Οι απόψεις που προαναφέρθηκαν συγκλίνουν απόλυτα με όσα καταγράφονται στο φιλοσοφικό παράθεμα , το οποίο είναι απόσπασμα από το έργο του Ν. Γουορμπάρτον, με τίτλο «Φιλοσοφία». Σύμφωνα λοιπόν, με το συγγραφέα, η ζωή ενός ανθρώπου που δεν επεξεργάζεται τα όσα νιώθει και τα όσα κάνει, καθώς και τα όσα δίνει ή δέχεται από τους άλλους μοιάζει με αυτοκίνητο που δεν το πήγαμε ποτέ στο συνεργείο. Πιστεύουμε λοιπόν πως όλα είναι καλά, αφού το αυτοκίνητό μας λειτουργεί και συνεχίζουμε ανενόχλητοι μια ρηχή και επιφανειακή ζωή, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούμε για όσα μας συμβαίνουν.
     Είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάποια στιγμή , είτε σε μας, είτε σε δικούς μας ανθρώπους θα παρουσιαστούν δυσκολίες, τις οποίες θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε. Και τότε θα συνειδητοποιήσουμε έκπληκτοι ότι δεν ξέρουμε τον τρόπο να βοηθήσουμε, ούτε τον εαυτό μας, ούτε τους άλλους, αφού ποτέ δεν σκεφτήκαμε τίποτε πέρα από τα άμεσα καθημερινά  ζητήματα. Το χειρότερο όμως είναι ότι  χρειάζεται επειγόντως να επαναπροσδιορίσουμε τις  αρχές, στις οποίες έχουμε οικοδομήσει μια ολόκληρη ζωή, γιατί δεν μας εξυπηρετούν στη νέα πλέον πραγματικότητά μας.
       Πέρα από τα όσα σημειώθηκαν, ο Γουορμπάρτον κρίνει αναγκαίο  να τονίσει ότι οι ωφέλειες που προκύπτουν για το άτομο, όταν αμφισβητεί τις έτοιμες και κατασκευασμένες κοινωνικές αξίες ή ακόμη και τα προσωπικά του όρια είναι πολλές και σημαντικές. Πρωταρχικά αξιοποιεί στο έπακρο τις διανοητικές του δυνατότητες και διευρύνει τους ορίζοντές του, γεγονός, που του επιτρέπει να ζει ουσιαστικά και να απολαμβάνει πλήθος ηδονές.
    Δυστυχώς, οι άνθρωποι σε κάθε εποχή αποφεύγουν να ταράξουν την καθημερινή τους μακαριότητα και γιατί θα χρειαστεί να κοπιάσουν, πράγμα, που τους προκαλεί δυσφορία και γιατί φοβούνται το άγνωστο και ανοίκειο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι προκαταλήψεις γεννούν ασφάλεια, που οι άνθρωποι την ονομάζουν «ευτυχία» και προστατεύουν από τις αναθυμιάσεις που προκαλούν η σήψη της δυστυχίας και το ψέμα της ανεπάρκειας.
    Υπάρχουν όμως και οι γενναίοι και οι δυνατοί , που θέτουν ερωτήματα και προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις στον εαυτό τους και στους άλλους, γιατί αυτό αποτελεί πρόκληση γι’ αυτούς, γιατί αυτό σημαίνει ζωή.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
    Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, όπως θα έλεγε και ο Σωκράτης, ο ανεξέταστος βίος δεν είναι βιωτός. Αυτό σημαίνει ότι αξίζει τον κόπο να αναρωτηθούμε για πρώτη φορά στη ζωή μας για όσα θεωρούσαμε μέχρι χθες ως ακλόνητες βεβαιότητες. Με τη ματιά του παιδιού και την κρίση της προηγμένης εποχής μας, μπορούμε να τολμήσουμε να αναρωτηθούμε, να αμφισβητήσουμε ακόμη και μας τους ίδιους. Ξεκινώντας από το τι και το γιατί, ίσως δε χρειαστεί να πανικοβληθούμε, όταν θα αντιμετωπίσουμε τον πόνο και την αποτυχία. Μπορούμε τουλάχιστον να μάθουμε τον τρόπο να είμαστε πρωταγωνιστές στη ζωή μας. Ένας άγνωστος κόσμος, εκεί έξω μας περιμένει να τον γνωρίσουμε!

Β. Μέθοδος παράθεσης: Αρχικά, σχολιάζουμε το φιλοσοφικό παράθεμα και στη συνέχεια παραθέτουμε  το κείμενο του σχολικού βιβλίου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
      Η φιλοσοφία είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, είναι «σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη». Πρόκειται δηλαδή, για μια πνευματική δραστηριότητα, που έχει ως σκοπό να κεντρίσει τη σκέψη μας, ώστε να διευρύνουμε τα όριά της και να την οδηγήσουμε σε διαφορετικά πεδία γνώσης γύρω από τον άνθρωπο και τον κόσμο.«Φιλοσοφώ» σημαίνει αντικρίζω τα πάντα, τον εαυτό μου και τον κόσμο που με περιβάλλει, σαν να τα βλέπω για πρώτη φορά. «Φιλοσοφώ», με άλλα λόγια, σημαίνει αναρωτιέμαι για όλα αυτά που οι περισσότεροι θεωρούν ως κάτι δεδομένο, ήδη αποδεδειγμένο ή και αυτονόητο.

ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
1. Φιλοσοφικό παράθεμα
     Σύμφωνα με τις  απόψεις που καταγράφονται στο φιλοσοφικό παράθεμα , (απόσπασμα από το έργο του Ν. Γουορμπάρτον, «Φιλοσοφία») , η ζωή ενός ανθρώπου που δεν επεξεργάζεται τα όσα νιώθει και τα όσα κάνει, καθώς και τα όσα δίνει ή δέχεται από τους άλλους μοιάζει με αυτοκίνητο που δεν το πήγαμε ποτέ στο συνεργείο. Πιστεύουμε λοιπόν πως όλα είναι καλά, αφού το αυτοκίνητό μας λειτουργεί και συνεχίζουμε ανενόχλητοι μια ρηχή και επιφανειακή ζωή, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούμε για όσα μας συμβαίνουν.
     Είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάποια στιγμή , είτε σε μας, είτε σε δικούς μας ανθρώπους θα παρουσιαστούν δυσκολίες, τις οποίες θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε. Και τότε θα συνειδητοποιήσουμε έκπληκτοι ότι δεν ξέρουμε τον τρόπο να βοηθήσουμε, ούτε τον εαυτό μας, ούτε τους άλλους, αφού ποτέ δεν σκεφτήκαμε τίποτε πέρα από τα άμεσα καθημερινά ζητήματα. Το χειρότερο όμως είναι ότι χρειάζεται επειγόντως να επαναπροσδιορίσουμε τις  αρχές, στις οποίες έχουμε οικοδομήσει μια ολόκληρη ζωή, γιατί δεν μας εξυπηρετούν στη νέα πλέον πραγματικότητά μας.
      Πέρα από τα όσα σημειώθηκαν, ο Γουορμπάρτον κρίνει αναγκαίο να τονίσει ότι οι ωφέλειες που προκύπτουν για το άτομο, όταν αμφισβητεί τις
έτοιμες και κατασκευασμένες κοινωνικές αξίες ή ακόμη και τα προσωπικά του όρια είναι πολλές και σημαντικές. Πρωταρχικά αξιοποιεί στο έπακρο τις διανοητικές του δυνατότητες και διευρύνει τους ορίζοντές του, γεγονός, που του επιτρέπει να ζει ουσιαστικά και να απολαμβάνει πλήθος ηδονές.
Δυστυχώς, οι άνθρωποι σε κάθε εποχή αποφεύγουν να ταράξουν την καθημερινή τους μακαριότητα και γιατί θα χρειαστεί να κοπιάσουν, πράγμα, που τους προκαλεί δυσφορία και γιατί φοβούνται το άγνωστο και ανοίκειο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι προκαταλήψεις γεννούν ασφάλεια, που οι άνθρωποι την ονομάζουν «ευτυχία» και προστατεύουν από τις αναθυμιάσεις που προκαλούν η σήψη της δυστυχίας και το ψέμα της ανεπάρκειας.
     Υπάρχουν όμως και οι γενναίοι και οι δυνατοί , που θέτουν ερωτήματα και προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις στον εαυτό τους και στους άλλους, γιατί αυτό αποτελεί πρόκληση γι’ αυτούς, γιατί αυτό σημαίνει ζωή.

2.Κείμενο από το σχολικό βιβλίο
    Δυστυχώς αυτοί οι γενναίοι και δυνατοί είναι λιγοστοί , ειδικά στην εποχή μας, γιατί το να κοιτάξουμε την καθημερινότητά μας με τη ματιά του παιδιού, που δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο κοινωνικό σύνολο και γι’ αυτό ψάχνει ν’ ανακαλύψει από την αρχή τον εαυτό του και τον κόσμο του, είναι μια επίπονη πνευματική δραστηριότητα. Το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσει η σκέψη μας, για να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων δίδαξε ο Σωκράτης στις συζητήσεις, που άνοιγε στην αγορά.
     Ξεκινούσε πάντα με δεδομένο ότι η ανθρώπινη γνώση είναι ελάχιστη και ατελής, γιατί εξαρτάται από τις εντυπώσεις των αισθήσεων και από τις προκαταλήψεις που έχουν σωρευτεί από το παρελθόν. Πίστευε λοιπόν ότι ο σωστός τρόπος, για να διερευνηθεί ένα θέμα είναι να το προσεγγίσουμε απαλλαγμένοι από κάθε είδους προδιάθεση, σα να μην ξέρουμε τίποτε γι’ αυτό.
Το «φιλοσοφείν», η φιλοσοφική στάση απέναντι στα πράγματα, ξεκινά με την «απορία» (α στερητικό + πόρος = πέρασμα), τη συνειδητοποίηση δηλαδή της άγνοιάς μας, που μας κάνει να αναρωτιόμαστε, που κεντρίζει παράλληλα τη σκέψη μας και μας ωθεί προς το δρόμο της γνώσης. Η φιλοσοφική απορία μοιάζει με ένα είδος «νοητικής κράμπας».
       Είναι η «πνευματική δυσφορία» που βιώνουμε, καθώς υποχρεωνόμαστε να αναρωτηθούμε για πράγματα που θεωρούσαμε γνωστά ή τα εκλαμβάναμε ως αυτονόητα. Ζώντας μέσα σε μια κρούστα βεβαιότητας, που προσφέρει ασφάλεια, σπάνια θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μας και οι περισσότεροι τις απαξιώνουμε με τη λέξη, «φιλοσοφίες!».
     Είναι σίγουρα επώδυνο για όλους μας να παραδεχτούμε την άγνοιά μας κι εξίσου επίπονη η προσπάθεια να φτάσουμε στη γνώση. Γι’ αυτό ο Σωκράτης παρομοίαζε τον πόνο που προκαλεί η αναζήτηση της γνώσης με τις ωδίνες ενός τοκετού και παραλλήλιζε τον εαυτό του  με μαία. Η μέθοδος που ακολουθούσε ονομάστηκε διαλεκτική, γιατί προσπαθούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να οδηγήσει τη σκέψη των συνομιλητών του σε πνευματικό αδιέξοδο, ώστε να παραδεχτούν την άγνοιά τους πάνω στο εξεταζόμενο θέμα.
     Σε τέτοιου είδους ερωτήματα, που αφορούν την ύπαρξη μας ή το περιεχόμενο για παράδειγμα των εννοιών «καλό» ή «κακό», μοιάζει να μην υπάρχει απάντηση κι αν επιμείνουμε, θα πρέπει να απομακρυνθούμε νοερά από τον εαυτό μας και να τον κοιτάξουμε από μακριά, σα να ήταν κάποιος άλλος.
     Τα φιλοσοφικά ερωτήματα χαρακτηρίζονται οριακά, έσχατα ή θεμελιώδη, γιατί φτάνουν εκεί, όπου νομίζουμε ότι βρίσκεται το έσχατο σημείο της γνώσης μας και μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που θεωρούσαμε ως το καταληκτικό όριο της σκέψης μας, στην πραγματικότητα είναι η αφετηρία μιας πνευματικής αναζήτησης σε άλλα βαθύτερα γνωσιολογικά πεδία.
Στη φιλοσοφία, οι απαντήσεις έχουν μικρότερη σημασία από τις ερωτήσεις, γιατί τα φιλοσοφικά ερωτήματα, που είναι συνήθως αλλόκοτα κι απίστευτα, εκφράζουν τον προβληματισμό του ανθρώπου απέναντι στην ύπαρξή του και τα πράγματα, στοιχείο διαχρονικό. Οι φιλόσοφοι δηλαδή, θέτουν ερωτήματα, εκεί, όπου φαινομενικά δεν υπάρχει ερώτηση.
    Οι απαντήσεις σ’ αυτά αντίθετα, αποτελούν περιπτωσιακή κι όχι οριστική επίλυσή τους. Είναι προτάσεις-υποθέσεις, στηριγμένες στην προσωπική θεωρία κάθε φιλοσόφου. Σύμφωνα με τον Κάρλ Γιάσπερς, «φιλοσοφία θα πει να βρίσκεσαι καθ’ οδόν». Τα ερωτήματά της είναι ουσιαστικότερα από τις απαντήσεις της και κάθε απάντηση μετατρέπεται σε νέο ερώτημα». Εκτός από τους ειδικούς, που ασχολούνται συστηματικά με τη φιλοσοφία, κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος  έχει χρέος να ξεφεύγει από τις όποιες βεβαιότητες του έχουν επιβάλλει και να τολμά να αμφιβάλλει.
     Η αιτιολόγηση βασικών πεποιθήσεων, αρχών, αξιών, ακόμα κι επιστημονικών αξιωμάτων που έχουμε διδαχθεί και εμπιστευόμαστε θεωρείται από τους φιλοσόφους κάτι απολύτως αναγκαίο. Αυτό συμβαίνει, γιατί η φιλοσοφική δραστηριότητα ξεκινά από την άποψη ότι οι αισθήσεις μας, αλλά και η λογική μας συχνά σφάλλουν, οπότε όλα όσα δεχόμαστε ως προφανή μπορούν κάποια στιγμή ν’ αλλάξουν.
    Στη φιλοσοφική διαδικασία, δεν είναι μόνο δική μας υποχρέωση να αιτιολογούμε τις βασικές μας πεποιθήσεις. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι φιλόσοφοι για τις θέσεις που υποστηρίζουν. Είναι ευνόητο ότι για να υιοθετήσουμε θέσεις τόσο παράδοξες ,όπως οι φιλοσοφικές, δεν αρκούν οι ισχυρισμοί, ή οι ιδέες των στοχαστών που τις υποστηρίζουν. Χρειαζόμαστε πρώτιστα πειστικές αποδείξεις για την εγκυρότητά τους, δηλαδή επιχειρήματα που από λογική άποψη είναι αδιάσειστα. Ιδιαίτερη σημασία έχει λοιπόν, η λογική που γυμνάζει τη σκέψη μας και την καθιστά ικανότερη να αντιπαλέψει με τα εμπόδια εξωτερικά ή εσωτερικά, που μας θολώνουν τη θέαση του εαυτού μας ,αλλά και του κόσμου γενικότερα.

 ΕΠΙΛΟΓΟΣ

       Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, όπως θα έλεγε και ο Σωκράτης, ο ανεξέταστος βίος δεν είναι βιωτός. Αυτό σημαίνει ότι αξίζει τον κόπο να αναρωτηθούμε για πρώτη φορά στη ζωή μας για όσα θεωρούσαμε μέχρι χθες ως ακλόνητες βεβαιότητες. Με τη ματιά του παιδιού και την κρίση της προηγμένης εποχής μας, μπορούμε να τολμήσουμε να αναρωτηθούμε, να αμφισβητήσουμε ακόμη και μας τους ίδιους. Ξεκινώντας από το τι και το γιατί, ίσως δε χρειαστεί να πανικοβληθούμε, όταν θα αντιμετωπίσουμε τον πόνο και την αποτυχία. Μπορούμε τουλάχιστον να μάθουμε τον τρόπο να είμαστε πρωταγωνιστές στη ζωή μας. Ένας άγνωστος κόσμος, εκεί έξω μας περιμένει να τον γνωρίσουμε!

Γ. Μέθοδος σύνθεσης: Σχολιάζουμε παράλληλα το κείμενο του σχολικού βιβλίου με τα στοιχεία του φιλοσοφικού παραθέματος.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
      Η φιλοσοφία είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, είναι «σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη». Πρόκειται δηλαδή, για μια πνευματική δραστηριότητα, που έχει ως σκοπό να κεντρίσει τη σκέψη μας, ώστε να διευρύνουμε τα όριά της και να την οδηγήσουμε σε διαφορετικά πεδία γνώσης γύρω από τον άνθρωπο και τον κόσμο.«Φιλοσοφώ» σημαίνει αντικρίζω τα πάντα, τον εαυτό μου και τον κόσμο που με περιβάλλει, σαν να τα βλέπω για πρώτη φορά. «Φιλοσοφώ», με άλλα λόγια, σημαίνει αναρωτιέμαι για όλα αυτά που οι περισσότεροι θεωρούν ως κάτι δεδομένο, ήδη αποδεδειγμένο ή και αυτονόητο.

ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
        Το να κοιτάξουμε την καθημερινότητά μας με τη ματιά του παιδιού, που δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο κοινωνικό σύνολο και γι’ αυτό ψάχνει ν’ ανακαλύψει από την αρχή τον εαυτό του και τον κόσμο του, είναι μια επίπονη πνευματική δραστηριότητα. Το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσει η σκέψη μας, για να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων δίδαξε ο Σωκράτης στις συζητήσεις, που άνοιγε στην αγορά.
     Ξεκινούσε πάντα με δεδομένο ότι η ανθρώπινη γνώση είναι ελάχιστη και ατελής, γιατί εξαρτάται από τις εντυπώσεις των αισθήσεων και από τις προκαταλήψεις που έχουν σωρευτεί από το παρελθόν. Πίστευε λοιπόν ότι ο σωστός τρόπος, για να διερευνηθεί ένα θέμα είναι να το προσεγγίσουμε απαλλαγμένοι από κάθε είδους προδιάθεση, σα να μην ξέρουμε τίποτε γι’ αυτό.
    Το «φιλοσοφείν», η φιλοσοφική στάση απέναντι στα πράγματα, ξεκινά με την «απορία» (α στερητικό + πόρος = πέρασμα), τη συνειδητοποίηση δηλαδή της άγνοιάς μας, που μας κάνει να αναρωτιόμαστε, που κεντρίζει παράλληλα τη σκέψη μας και μας ωθεί προς το δρόμο της γνώσης. Η φιλοσοφική απορία μοιάζει με ένα είδος «νοητικής κράμπας».
     Είναι η «πνευματική δυσφορία» που βιώνουμε, καθώς υποχρεωνόμαστε να αναρωτηθούμε για πράγματα που θεωρούσαμε γνωστά ή τα εκλαμβάναμε ως αυτονόητα. Ζώντας μέσα σε μια κρούστα βεβαιότητας, που προσφέρει ασφάλεια, σπάνια θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μας και οι περισσότεροι τις απαξιώνουμε με τη λέξη, «φιλοσοφίες!».

         Πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του παραθέματος για όλους εμάς, που αποφεύγουμε με πάθος τον πνευματικό κάματο. Σύμφωνα λοιπόν, με τον Γουορμπάρτον, στο βιβλίο του «Φιλοσοφία», ο άνθρωπος που δεν επεξεργάζεται τα όσα νιώθει και τα όσα κάνει, καθώς και τα όσα δίνει ή δέχεται από τους άλλους μοιάζει με αυτοκίνητο που δεν το πήγαμε ποτέ στο συνεργείο.
      Πιστεύουμε λοιπόν πως όλα είναι καλά, αφού το αυτοκίνητό μας λειτουργεί και συνεχίζουμε ανενόχλητοι μια ρηχή και επιφανειακή ζωή, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούμε για όσα μας συμβαίνουν.
     Είναι σίγουρα επώδυνο για όλους μας να παραδεχτούμε την άγνοιά μας κι εξίσου επίπονη η προσπάθεια να φτάσουμε στη γνώση. Γι’ αυτό ο Σωκράτης παρομοίαζε τον πόνο που προκαλεί η αναζήτηση της γνώσης με τις ωδίνες ενός τοκετού και παραλλήλιζε τον εαυτό του  με μαία. Η μέθοδος που ακολουθούσε ονομάστηκε διαλεκτική, γιατί προσπαθούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να  οδηγήσει τη σκέψη των συνομιλητών του σε πνευματικό αδιέξοδο, ώστε να παραδεχτούν την άγνοιά τους πάνω στο εξεταζόμενο θέμα.
       Είναι σχεδόν σίγουρο, διαβάζουμε σε κάποιο άλλο σημείο του παραθέματος («Κατ’ αναλογία, μπορεί οι αρχές στις οποίες στηρίζεται η ζωή του καθένα μας να μην παρουσιάζουν κανένα απολύτως πρόβλημα, μέχρι που θα παρουσιαστούν οι δυσκολίες της ζωής και οι αρχές αυτές θα τεθούν υπό αμφισβήτηση»), ότι κάποια στιγμή , όλοι μας, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούμε να παραδεχτούμε την άγνοιά μας και να πληρώσουμε τις συνέπειες της ανευθυνότητάς μας. Αυτό θα συμβεί, όταν, είτε σε μας, είτε σε δικούς μας ανθρώπους παρουσιαστούν δυσκολίες, τις οποίες θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε. Και τότε θα συνειδητοποιήσουμε έκπληκτοι ότι δεν ξέρουμε τον τρόπο να βοηθήσουμε, ούτε τον εαυτό μας, ούτε τους άλλους, αφού ποτέ δεν σκεφτήκαμε τίποτε πέρα από τα άμεσα καθημερινά ζητήματα.
      Σε τέτοιου είδους ερωτήματα, που αφορούν την ύπαρξη μας ή το περιεχόμενο για παράδειγμα των εννοιών «καλό» ή «κακό», μοιάζει να μην υπάρχει απάντηση κι αν επιμείνουμε, θα πρέπει να απομακρυνθούμε νοερά από τον εαυτό μας και να τον κοιτάξουμε από μακριά, σα να ήταν κάποιος άλλος.
     Τα φιλοσοφικά ερωτήματα χαρακτηρίζονται οριακά, έσχατα ή θεμελιώδη, γιατί φτάνουν εκεί, όπου νομίζουμε ότι βρίσκεται το έσχατο σημείο της γνώσης μας και μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που θεωρούσαμε ως το καταληκτικό όριο της σκέψης μας, στην πραγματικότητα είναι η αφετηρία μιας πνευματικής αναζήτησης σε άλλα βαθύτερα γνωσιολογικά πεδία.
     Στη φιλοσοφία, οι απαντήσεις έχουν μικρότερη σημασία από τις ερωτήσεις, γιατί τα φιλοσοφικά ερωτήματα, που είναι συνήθως αλλόκοτα κι απίστευτα, εκφράζουν τον προβληματισμό του ανθρώπου απέναντι στην ύπαρξή του και τα πράγματα, στοιχείο διαχρονικό. Οι φιλόσοφοι δηλαδή, θέτουν ερωτήματα, εκεί, όπου φαινομενικά δεν υπάρχει ερώτηση.

         Οι απαντήσεις σ’ αυτά αντίθετα, αποτελούν περιπτωσιακή κι όχι οριστική επίλυσή τους. Είναι προτάσεις-υποθέσεις, στηριγμένες στην προσωπική θεωρία κάθε φιλοσόφου. Σύμφωνα με τον Κάρλ Γιάσπερς, «φιλοσοφία θα πει να βρίσκεσαι καθ’ οδόν». Τα ερωτήματά της είναι ουσιαστικότερα από τις απαντήσεις της και κάθε απάντηση μετατρέπεται σε νέο ερώτημα». Εκτός από τους ειδικούς, που ασχολούνται συστηματικά με τη φιλοσοφία, κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος  έχει χρέος να ξεφεύγει από τις όποιες βεβαιότητες του έχουν επιβάλλει και να τολμά να αμφιβάλλει.
     Η χειρότερη όμως στιγμή για τον άνθρωπο είναι όταν χρειάζεται επειγόντως να επαναπροσδιορίσει τις αρχές , στις οποίες έχει οικοδομήσει μια ολόκληρη ζωή, γιατί δεν τον εξυπηρετούν στη νέα πλέον πραγματικότητά του («…μέχρι που θα παρουσιαστούν οι δυσκολίες της ζωής και οι αρχές αυτές θα τεθούν υπό αμφισβήτηση»).
      Η αιτιολόγηση βασικών πεποιθήσεων, αρχών, αξιών, ακόμα κι επιστημονικών αξιωμάτων που έχουμε διδαχθεί και εμπιστευόμαστε
θεωρείται από τους φιλοσόφους κάτι απολύτως αναγκαίο. Αυτό συμβαίνει, γιατί η φιλοσοφική δραστηριότητα ξεκινά από την άποψη ότι οι αισθήσεις μας, αλλά και η λογική μας συχνά σφάλλουν, οπότε όλα όσα δεχόμαστε ως προφανή μπορούν κάποια στιγμή ν’ αλλάξουν.
     Στη φιλοσοφική διαδικασία, δεν είναι μόνο δική μας υποχρέωση να αιτιολογούμε τις βασικές μας πεποιθήσεις. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι φιλόσοφοι για τις θέσεις που υποστηρίζουν. Είναι ευνόητο ότι για να υιοθετήσουμε θέσεις τόσο παράδοξες ,όπως οι φιλοσοφικές, δεν αρκούν οι ισχυρισμοί, ή οι ιδέες των στοχαστών που τις υποστηρίζουν. Χρειαζόμαστε πρώτιστα πειστικές αποδείξεις για την εγκυρότητά τους, δηλαδή με επιχειρήματα που από λογική άποψη είναι αδιάσειστα.
     Πέρα από τα όσα σημειώθηκαν, ο Γουορμπάρτον κρίνει αναγκαίο  να τονίσει ότι οι ωφέλειες που προκύπτουν για το άτομο, όταν αμφισβητεί τις έτοιμες και κατασκευασμένες κοινωνικές αξίες ή ακόμη και τα προσωπικά του όρια είναι πολλές και σημαντικές. Πρωταρχικά αξιοποιεί στο έπακρο τις διανοητικές του δυνατότητες και διευρύνει τους ορίζοντές του, γεγονός, που του επιτρέπει να ζει ουσιαστικά και να απολαμβάνει πλήθος ηδονές («αν δεν αμφισβητείτε σοβαρά την ορθότητα των αντιλήψεων στις οποίες βασίζεται η ζωή σας, σίγουρα κάνετε τη ζωή σας φτωχότερη, επειδή ακριβώς δεν αξιοποιείτε τις διανοητικές σας δυνάμεις»).
     Δυστυχώς, οι άνθρωποι σε κάθε εποχή αποφεύγουν να ταράξουν την καθημερινή τους μακαριότητα και γιατί θα χρειαστεί να κοπιάσουν, πράγμα, που τους προκαλεί δυσφορία και γιατί φοβούνται το άγνωστο και ανοίκειο («Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν ότι απαιτεί υπερβολικά μεγάλη προσπάθεια ή ότι φέρνει μεγάλη αναστάτωση η ενασχόληση με τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα»).
     Σε πολλές περιπτώσεις, οι προκαταλήψεις γεννούν ασφάλεια, που οι άνθρωποι την ονομάζουν «ευτυχία» και προστατεύουν από τις αναθυμιάσεις που προκαλούν η σήψη της δυστυχίας και το ψέμα της ανεπάρκειας («Ίσως να είναι ευτυχισμένοι και βολεμένοι, μέσα στις προκαταλήψεις τους»).
Υπάρχουν όμως και οι γενναίοι και οι δυνατοί , που θέτουν ερωτήματα και προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις στον εαυτό τους και στους άλλους, γιατί αυτό αποτελεί πρόκληση γι’ αυτούς, γιατί αυτό σημαίνει ζωή («Άλλοι όμως νιώθουν μεγάλη επιθυμία να δώσουν απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα και κάτι τέτοιο αποτελεί πρόκληση γι’ αυτούς»).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
        Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, όπως θα έλεγε και ο Σωκράτης, ο ανεξέταστος βίος δεν είναι βιωτός. Αυτό σημαίνει ότι αξίζει τον κόπο να αναρωτηθούμε για πρώτη φορά στη ζωή μας για όσα θεωρούσαμε μέχρι χθες ως ακλόνητες βεβαιότητες. Με τη ματιά του παιδιού και την κρίση της προηγμένης εποχής μας, μπορούμε να τολμήσουμε να αναρωτηθούμε, να αμφισβητήσουμε ακόμη και μας τους ίδιους. Ξεκινώντας από το τι και το γιατί, ίσως δε χρειαστεί να πανικοβληθούμε, όταν θα αντιμετωπίσουμε τον πόνο και την αποτυχία. Μπορούμε τουλάχιστον να μάθουμε τον τρόπο να είμαστε πρωταγωνιστές στη ζωή μας. Ένας άγνωστος κόσμος, εκεί έξω μας περιμένει να τον γνωρίσουμε!

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Τι είναι ευτυχία;

Ευτυχία είναι, όταν αυτά που σκέφτεσαι,
αυτά που λες και αυτά που πράττεις
βρίσκονται σε αρμονία

Μαχάτμα Γκάντι

       Η πολυδιάστατη έννοια της ευτυχίας, η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών και διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, όπως και μελέτη χιλιάδων ειδικών, έχουν οδηγήσει στην αδυναμία υιοθέτησης ενός κοινού ορισμού ή έστω ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας αναφορικά με αυτό το ζήτημα, γεγονός που δίνει μια γοητεία στο εγχείρημα προσδιορισμού τι είναι ευτυχία.
      Η δυσκολία του ορισμού της έννοιας ευτυχία αποτυπώνεται στην προσπάθεια σκιαγράφησής της στο κλασικό «Λεξικό της Φιλοσοφίας» του Andre Lalande (1955), όπου η ετυμολογική έννοια συμπληρώνεται από δύο ακόμη επεξηγήσεις και εν τέλει απαιτεί και μια κριτική επί των όρων, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να θεωρήσει ότι έχει κάπως κατανοήσει τις εννοιολογικές παραμέτρους του όρου. Η ετυμολογική σημασία αναφέρεται στην ευνοϊκή τύχη, από το ελληνικό πρόθεμα ευ και τύχη, από τη ρίζα τυγχάνω, που παρουσιάζει αντιστοιχία και με τον αγγλοσαξονικό όρο happiness από το happen με την έννοια του γεγονότος που συμβαίνει κατά τύχη καθώς και το γερμανικό gluck από τη γερμανική ρίζα gelingen που σημαίνει επιτυγχάνω.
      Με μια ευρύτερα φιλοσοφική θεώρηση, ευτυχία, σύμφωνα πάντα με το Λεξικό του Lalande, είναι «η κατάσταση της πλήρους ικανοποιήσεως που γεμίζει όλη τη συνείδηση». Προτείνεται παράλληλα ο αναλυτικότερος και διεισδυτικότερος ορισμός που δίνει ο Καντ στο έργο του Κριτική του Καθαρού Λόγου, σύμφωνα με τον οποίο η ευτυχία ταυτίζεται με την «ικανοποίηση όλων των κλίσεων μας τόσο σε έκταση, δηλαδή σε πολλαπλότητα, όσο και σε ένταση, δηλαδή σε διάρκεια».

     Ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρο και αργότερα ο Αυγουστίνος κατέγραψαν 289 απόψεις για το τι σημαίνει ευτυχία, αυτή η έννοια που αποτελεί την έγνοια όλων, ενώ παράλληλα γεννά
απορίες και ερωτήματα ως προς τη φύση, τις ιδιότητες και κυρίως την επίτευξη ή απόκτησή της. Η ευτυχία είναι συναίσθημα, διάθεση ή βίωμα; Είναι στόχος, πορεία ή ουτοπία; Είναι διαρκής ή εξαντλείται σε στιγμές; Και τι καθορίζει την ευτυχία μας ή την έλλειψή της; Ποιες μορφές μπορεί να πάρει και σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο επηρεάζει την επικοινωνία μας με τους άλλους;
Τι μπορεί να είναι σήμερα ή πώς μπορεί να βιώνεται σήμερα η ετυχία
      Ερωτήματα αναφορικά με την ευτυχία έχουν απασχολήσει τη φιλοσοφία, τη θεολογία και την ψυχολογία, όπως είναι μάλλον αυτονόητο και αναμενόμενο, αλλά προσφάτως και μάλλον αναπάντεχα και την οικονομική επιστήμη, η οποία αποφάσισε να εμπλακεί στη μελέτη των παραμέτρων που εξασφαλίζουν την ευτυχία και, κάνοντας ένα βήμα ακόμη πιο πέρα, να την αποτιμήσει και να κοστολογήσει την απώλειά της.
        Το 1984 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πεδίο της οικονομικής θεωρίας το σχήμα της «ηδονικής αξίας της ζωής», το οποίο αναφέρεται στην ευχαρίστηση και την απόλαυση που προσφέρει στο άτομο η ζωή του, εξαιρουμένων των οικονομικών απολαβών. Σύντομα προσαρμόστηκε στις πρακτικές της νομικής επιστήμης και τέθηκε στην υπηρεσία των λειτουργών της προς όφελος πελατών τους που είχαν πέσει θύματα «ηδονικών απωλειών». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αυτούς ο γάμος, για παράδειγμα, ισοδυναμεί με ένα ποσό της τάξης των 70.000 αγγλικών λιρών ετησίως.
       Ένα άλλο παράδειγμα αυτού του όψιμου ενδιαφέροντος για τη διαχείριση της ανθρώπινης ευτυχίας αποτελεί το The Happiness Institute), το οποίο εδρεύει στην Αυστραλία και χρησιμοποιεί τις αρχές και τις μεθόδους της (Positive Psychology) για να βοηθήσει τους πελάτες του «να απολαύσουν και πάλι τη ζωή, να νιώθουν καλά και να είναι αισιόδοξοι, να βελτιώσουν τις σχέσεις τους, να αναπτύξουν το αίσθημα ελέγχου και να ζήσουν μια υγιή και ισορροπημένη ζωή». Οι ειδικοί επιστήμονες του Ινστιτούτου είναι πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί μας – με το αζημίωτο πάντα – το μυστικό της ευτυχίας και διαδικτυακώς.

       Η εγκυρότητα της διαπίστωσης του
στα 1930 ότι από τη συμπεριφορά των ανθρώπων συνάγεται πως σκοπός της ζωής τους είναι η επιδίωξη και η διατήρηση της ευτυχίας δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Το πρόγραμμα της ‘αρχής της ηδονής’ ορίζει και επιβάλλει τόσο την αποφυγή του πόνου όσο και την αποκόμιση ευχαρίστησης.
     Εντούτοις, «δεν υπάρχει καμιά συμβουλή που να κάνει για όλους· ο καθένας πρέπει να δοκιμάσει μόνος του με ποιον ιδιαίτερο τρόπο μπορεί να γίνει ευτυχισμένος» (Φρόυντ),  καθώς εκτός από την ιδιοσυγκρασία διαφέρουν και οι συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι αναπτύσσονται και λειτουργούν. Έχοντας παραχωρήσει για χάρη της ασφάλειάς  του ένα μέρος της δυνατότητάς του για ευτυχία μέσω της ικανοποίησης των ορμών του, ο πολιτισμένος άνθρωπος καλείται να εκμεταλλευτεί την εναπομείνασα ικανότητά του για να πετύχει τον υπέρτατο στόχο.
        Ο υπέρτατος αυτός στόχος, η ευτυχία, αποτελεί μια έννοια καθημερινή, αλλά δυσνόητη. Δεν επιτρέπει έναν μονοδιάστατο ορισμό, δεν προσφέρεται για πειραματικές διαπιστώσεις. Εντούτοις, είναι ενδιαφέρον να διερευνηθεί κατά πόσο υπάρχουν συγκεκριμένοι, μετρήσιμοι παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν και κατά πόσο πρόκειται για μια κατάσταση που υπόκειται σε τεκμηρίωση και ποσοτικοποίηση. Θεωρώντας ως αυθεντική πηγή για τις διαπιστώσεις αυτές τον αβίαστο λόγο των ίδιων των υποκειμένων, θα επιχειρήσουμε μια διαδρομή μέσα από αναπαραστάσεις, βιώματα και σημασίες της ευτυχίας για να προσεγγίσουμε τη βαθύτατα προσωπική εμπειρία της, όπως αποτυπώνεται στον κοινωνικό εαυτό των υποκειμένων. Ελπίδα και επιδίωξή μας είναι να μας δοθεί η δυνατότητα να αγγίξουμε έστω φευγαλέα μια πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης που δύσκολα μπορεί κανείς να μοιραστεί με τον Άλλο.

Από τους Αλχημιστές στον Αριστοτέλη

 Δεν υπάρχει στη ζωή πιο μεγάλη απόλαυση ούτε πιο μεγάλη ευτυχία από το να μην έχεις συνείδηση ότι ζεις

      Η ευτυχισμένη ζωή, ως έννοια αλλά και ως βίωμα, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους εργάτες του πνεύματος όλων των εποχών και όλων των ρευμάτων. Ακόμη και οι πιο «σκοτεινοί» των φιλοσόφων, σε κατάσταση οι ίδιοι μελαγχολίας έως και κατάθλιψης, πάντοτε θέτουν το ερώτημα για την ευτυχία τού ανθρώπου και αναζητούν την οδό που οδηγεί σε αυτήν. Έφτασαν, μάλιστα, κατά την εποχή της Αναγέννησης να αναζητούν τη φιλοσοφική λίθο, η οποία θα σήμαινε την εξασφάλιση της διαρκούς και αδιάκοπης ευτυχίας μέσω της αιώνιας νεότητας και των απεριόριστων υλικών αγαθών.
      Οι αλχημιστές της Αναγέννησης, επομένως, ονειρεύτηκαν να προσφέρουν στον άνθρωπο τις, κατά την άποψή τους, βασικές προϋποθέσεις της καλής ζωής: ευρωστία και πλούτο. Παρέλειψαν, όμως, να συμπεριλάβουν σε αυτές τη θεωρητική όψη της ευδαιμονίας ως διαρκούς και αυτάρκους ενέργειας, όπως την προσδιόρισε ο Αριστοτέλης.
       Για τον μεγάλο φιλόσοφο της ελληνικής αρχαιότητας «η πιο ωραία και ευχάριστη ζωή» οφείλει να εναρμονίζεται με τον νου, το κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπου (Αριστοτέλης). Η ευδαιμονία είναι μια ενέργεια που διαρκεί καθ’ όλη τη ζωή του ανθρώπου και κατατάσσεται μεταξύ των καθαυτών επιθυμητών ενεργειών, αφού δεν στερείται τίποτα και ο άνθρωπος δεν την επιδιώκει έχοντας κατά νου έναν απώτερο σκοπό αλλά την ίδια την απόκτησή της, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο από τα εξωτερικά καλά.
         Για τον Αριστοτέλη η ευδαιμονία συνδέεται με την ύπαρξη ελεύθερου χρόνου, ο οποίος διακρίνεται με σαφήνεια από τον εργάσιμο, καθώς, όπως τονίζει, «εργαζόμαστε για να σχολάσουμε, όπως κάνουμε πόλεμο για να εξασφαλίσουμε ειρήνη» (Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 181). Σε αυτό τον χρόνο της περισυλλογής και της ανάπτυξης δραστηριοτήτων που ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του κάθε ατόμου συγκαταλέγεται και η επικοινωνία με ευχάριστους φίλους, καθώς μόνο τέτοιου είδους φίλους έχει νόημα να συναναστρέφεται ο ευτυχισμένος άνθρωπος. Όποιος στοχεύει στην ύψιστη ευδαιμονία, τη μακαριότητα, θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τη θεϊκή θέληση και να γνωρίζει ότι θα οδηγηθεί σε αυτήν μόνο μέσω της ανθρώπινης ενέργειας της συναφέστερης προς την ενέργεια του θεού.

       Συνεχίζοντας την ανάλυσή του για την ευδαιμονία, ο Αριστοτέλης την ορίζει ως κάποιο είδος θεωρίας, με συνέπεια να μπορεί να καταστεί αυτή αντικείμενο απόλαυσης του θεωρητικού ανθρώπου, χωρίς όμως να παραλείπει μια αναφορά στην αναγκαιότητα των εξωτερικών αγαθών για μια ομαλή διαβίωση. Οι άνθρωποι επιδιώκουν να αποκτήσουν αυτό που τους λείπει, θεωρώντας ότι έτσι θα ολοκληρωθεί η ευτυχία τους, επενδύοντας αυτή την προσμονή με τις ελπίδες τους. Άλλωστε, οι άνθρωποι είναι τα μόνα όντα που ασχολούνται, διερωτώνται, συλλογίζονται για την ευτυχία τους, καθιστώντας αυτό το στοιχείο καταστατικό της συστατικό (Lear).
       Την ίδια περίπου εποχή, ο Επίκουρος προτείνει τη δική του εκδοχή για το περιεχόμενο και την απόκτηση της ευτυχίας, ταυτίζοντάς την με την εξασφάλιση της σωματικής υγείας, παράλληλα με εκείνη της ψυχικής ηρεμίας (Επίκουρος). Για τον Επίκουρο ο ορισμός είναι αποφατικός: ευτυχία είναι το να μην πονάμε στο σώμα και το να μην ταρασσόμαστε στην ψυχή, μια θεωρία που θα επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, μετρώντας πολυπληθείς οπαδούς.
     Αυτός ο διπλός στόχος της ευτυχίας επιτυγχάνεται με οδηγό τη φρόνηση, η οποία είναι εκείνη που μας αποκαλύπτει «τις αιτίες για τις οποίες μας αρέσει ή δεν μας αρέσει κάτι και που διώχνει όλες αυτές τις αντιλήψεις από τις οποίες ταλαιπωρείται η ψυχή μας» (Επίκουρος). Το χαρακτηριστικότερο, όμως, στοιχείο της θεωρίας του Επίκουρου είναι εκείνο της αναγνώρισης και της εξύψωσης της ηδονής ως βάσης «κάθε προτίμησης και κάθε αποφυγής», ως κριτηρίου και μέτρου για να εκτιμήσουμε την ευτυχισμένη ζωή.
         Το υπέρτατο αγαθό που είναι η ευτυχία, την οποία, σύμφωνα πάλι με τον Επίκουρο, όταν την έχουμε, έχουμε το παν κι όταν δεν την έχουμε κάνουμε το παν για να την αποκτήσουμε, απασχόλησε και τον Σενέκα, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ για την ποιότητα του καθημερινού βίου. Μπορεί η δική του ζωή να τον διέψευσε, εντούτοις πρέσβευε ότι οι μόνοι πραγματικά ευτυχισμένοι άνθρωποι είναι όσοι αφιερώνονται στο πνεύμα και μόνο τότε ζουν πραγματικά, καθώς με τη μελέτη προσθέτουν στον χρόνο της ζωής τους και εκείνον που έχει προϋπάρξει, ερχόμενοι σε επαφή με τη σοφία των προγενέστερων τους (Σενέκας). Ο Επίκτητος πάλι, συμπυκνώνει την άποψή του για την ευτυχία σε μια μόνη φράση, υπό τη μορφή συμβουλής: «Μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα όπως τα θέλεις εσύ, αλλά να τα δέχεσαι όπως έρχονται και τότε θα είσαι ευτυχισμένος» (Επίκτητος).

 Οι μικροί καθημερινοί στόχοι του Giacomo Leopardi

       Με τον Επίκτητο πιθανώς να μην συμφωνούσε ο Ιταλός  Giacomo Leopardi (1798-1837 )  – στοχαστής, φιλόσοφος και ποιητής που το έργο του διακρίνεται από βαθιά απαισιοδοξία. Ο Giacomo Leopardi θεωρούσε ότι ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει την ευτυχία, ζώντας μια ειρηνική στιγμή, ελπίζοντας, όμως, ταυτόχρονα στην έλευση καλύτερων ημερών. Ο ίδιος εξομολογείται:
Τη θεία αυτή κατάσταση την αισθάνθηκα κατά διαστήματα επί πολλούς μήνες στην ηλικία μεταξύ 16 και 17 ετών, όταν ακριβώς ήμουν απερίσπαστα απασχολημένος με τις σπουδές μου, χωρίς καμιάν άλλην έγνοια, έχοντας την ήρεμη και σταθερή ελπίδα για ένα μέλλον γεμάτο ευχαρίστηση.
        Όμως αυτό το αίσθημα δεν θα το ξαναδοκιμάσω ποτέ πια, διότι μια παρόμοια ελπίδα, που μόνο αυτή μπορεί να μας ικανοποιήσει στο παρόν, δεν θα μπορούσε να γεννηθεί παρά μόνο σε ένα νέον άνθρωπο της ηλικίας εκείνης ή, τουλάχιστον, τόσο λίγο έμπειρο. (…) Όταν όμως έχουμε γνωρίσει, και χάσει, την ευτυχία, οι ελπίδες δεν μπορούν πια να μας ικανοποιήσουν και η δυστυχία έχει κιόλας εγκατασταθεί στον άνθρωπο.
       Για τον Leopardi η ευτυχία πηγάζει από τη ζωηρή φαντασία που δεν αφήνεται να περιοριστεί από τη γνώση ορίων, αλλά τροφοδοτείται από ένα είδος άγνοιας ή παραγνώρισης της πραγματικότητας. Πιστεύει ότι τόσο η ευτυχία όσο και η δυστυχία υπόκεινται στην κρίση του καθενός και, εντέλει, «ο άνθρωπος είναι τόσο δυστυχισμένος όσο ακριβώς φαντάζεται πως είναι… και το ίδιο ισχύει και για το πόσο ευτυχισμένος είναι». Οι ασχολίες, ακόμη και αν δεν προκαλούν ισχυρές συγκινήσεις, μαζί με την επίτευξη των μικρών καθημερινών μας στόχων είναι τα συστατικά της ευτυχίας, που μας επιτρέπουν να ξεπεράσουμε τη ματαιότητα της ανθρώπινης κατάστασης.

        Η απόσταση του χρόνου, θεωρεί ο Leopardi, καθιστά γλυκές τις αναμνήσεις των ευτυχισμένων στιγμών, ισχυρότερα και από την ίδια τη στιγμή της απόλαυσής τους, με την ελπίδα της μελλοντικής επανάληψής τους. Καταλήγει, όμως, στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου, η ευτυχία, δεν υπάρχει, αφού την αναζητά χωρίς ουσιαστικά να γνωρίζει τη φύση της, σε τι δηλαδή συνίσταται.

Ο Νίτσε και η ευτυχία

         Ο Νίτσε, στο έργο του "Η Χαρούμενη Γνώση" (1886) εκτός από τις αναλύσεις του για τη γνώση, την τέχνη, την ηθική και την αλήθεια, αναφέρεται, επίσης, στην έννοια της ευτυχίας ακολουθώντας τη Στωική παράδοση, που θέλει την ευχαρίστηση και την απαρέσκεια άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους με έναν τρόπο που για να γευτεί κανείς την ευχαρίστηση θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να υπομείνει αντίστοιχες ποσότητες δυσαρέσκειας. Πιστεύει ο Νίτσε ότι η ευτυχία είναι εν πολλοίς μια ανθρώπινη κατασκευή, καθώς εξαρτάται από την κρίση των ανθρώπων για τα κίνητρα των πράξεων και των σκέψεων, κρίση που πολύ απέχει από τα πραγματικά κίνητρα.
         Υπογραμμίζει, επίσης, τη σημασία της υστεροφημίας και της γνώμης των άλλων στη διαμόρφωση της ευτυχίας μας. Θεωρεί ότι ανεξάρτητα με ό,τι γνωρίζουμε εμείς στο πεδίο των πράξεων ή των σκέψεών μας, όταν κάποια στιγμή αποκαλύπτεται ότι οι άλλοι έχουν διαμορφώσει μια διαφορετική άποψη για εμάς η ευτυχία μας κινδυνεύει με κατάρρευση. Σε αντίθεση με τη θλίψη και την κακοκεφιά που έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν μια ολόκληρη κοινωνική οργάνωση, κρίνει πως η ευτυχία «δεν είναι καθόλου μεταδοτική αρρώστια». Εντούτοις, δεν παραλείπει να τονίσει τη σημασία του μοιράσματος της χαράς με τους άλλους, γιατί μόνο έτσι μπορεί κανείς να γίνει «μεγάλος».Η ποιητική περιγραφή του ευτυχισμένου ανθρώπου που έχει να μας προσφέρει είναι η εξής:
         Ο κίνδυνος του πιο ευτυχισμένου – να ‘χεις εκλεπτυσμένες αισθήσεις και λεπτό γούστο· να ‘σαι συνηθισμένος σ’ ό,τι πιο εκλεκτό και εξαίσιο έχει το πνεύμα, σα να ‘ταν αυτό απλώς η πιο σωστή και κατάλληλη τροφή· να χαίρεσαι μια δυνατή, θαρραλέα, παράτολμη ψυχή· να περνάς μέσα από τη ζωή με ήρεμα μάτια και σταθερό βήμα, έτοιμος πάντα για τις πιο ακραίες καταστάσεις όπως σε μια γιορτή και γεμάτος από τον πόθο για κόσμους και θάλασσες, ανθρώπους και θεούς που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα· να ακούς κάθε ευδιάθετη μουσική σαν να ‘ταν σημάδι ότι παράτολμοι άνθρωποι, στρατιώτες, ποντοπόροι χαρίζουν στον εαυτό τους εκεί μια βραχύχρονη ανάπαυση και ευχαρίστηση και ξαφνικά, μέσα στη βαθύτατη απόλαυση της στιγμής, νικιούνται από τα κλάματα κι απ’ όλη τη βυσσινιά μελαγχολία του ευτυχισμένου: ποιος δεν θα ‘θελε να ‘ναι όλα αυτά κατοχή του, κατάστασή του!
Της Νίκης Παπασταύρου