"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Irvin Yalom, Ο Δήμιος του έρωτα

     Φανταστείτε αυτή τη σκηνή: ζητάμε από τριακόσιους ή τετρακόσιους ανθρώπους, άγνωστους μεταξύ τους, να σχηματίσουν ζευγάρια και να θέσουν στον παρτεναίρ τους μία και μόνη ερώτηση: « Τι θέλεις; » ξανά και ξανά και ξανά.Υπάρχει τίποτα απλούστερο; Μία μόνο αθώα ερώτηση και η απάντηση της. Κι όμως, έχω δει επανειλημμένα αυτή την ομαδική άσκηση να προκαλεί συναισθήματα απρόσμενης έντασης. Συχνά μέσα σε μερικά λεπτά ή αίθουσα πάλλεται από τη συγκίνηση. Άντρες και γυναίκες —πού δεν είναι με κανέναν τρόπο απελπισμένοι ή στερημένοι, αλλά επιτυχημένοι, λειτουργικοί, καλοντυμένοι άνθρωποι πού λάμπουν με την παρουσία τους— συνταράζονται ως το βαθύτερο είναι τους. 

      Αναζητούν αυτούς πού έχουν χαθεί για πάντα — νεκρούς η απόντες γονείς, συζύγους, παιδιά, φίλους: « Θέλω να σε ξαναδώ ». « Θέλω την αγάπη σου». «Θέλω να ξέρω πώς είσαι περήφανος για μένα». «Θέλω να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω και πόσο λυπάμαι που δεν σ’το είπα ποτέ». «Θέλω να γυρίσεις — είμαι τόσο μόνος». «Θέλω την παιδική ηλικία που δεν είχα ποτέ». « Θέλω να ξαναβρώ την. υγεία μου — να ξαναγίνω νέος. Θέλω να μ’αγαπάνε, να με σέβονται. Θέλω ή ζωή μου να έχει νόημα. Θέλω να κατορθώσω κάτι. Θέλω να είμαι σημαντικός για τούς άλλους, να με θυμούνται». Τόσο πολλά «θέλω». Τόσο πολλή λαχτάρα. Και τέτοια οδύνη, τόσο κοντά στην επιφάνεια,  ώστε   να  αποκαλύπτεται μέσα σε λίγα μόνο λεπτά. Οδύνη για το πεπρωμένο. Οδύνη για την ύπαρξη.

     Πρόκειται για μια οδύνη πού είναι πάντα εκεί, που κυκλοφορεί συνεχώς κάτω από τη μεμβράνη της ζωής· Οδύνη που την αγγίζουμε πάρα πολύ εύκολα. Πολλά πράγματα —μια απλή ομαδική άσκηση, λίγα λεπτά βαθύτερου συλλογισμού, ένα έργο τέχνης, ένα κήρυγμα, μια προσωπική κρίση που περνάμε, μια απώλεια— μας υπενθυμίζουν ότι τα βαθύτερα « θέλω » μας δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν: η επιθυμία μας να μείνουμε νέοι, να σταματήσει η διαδικασία της γήρανσης, να επιστρέφουν όσοι έχουν χαθεί, να έχουμε αιώνια 'αγάπη,προστασία, σπουδαιότητα, ή επιθυμία μας για την ίδια την αθανασία.Ακριβώς όταν αυτά τα «θέλω» που δεν μπορούμε να τα κατακτήσουμε αρχίζουν να κυριαρχούν στη ζωή μας, τότε στρεφόμαστε για βοήθεια στην οικογένειά μας, στους φίλους, στη θρησκεία — και μερικές φορές στήν ψυχοθεραπεία.

      Στο βιβλίο αυτό αφηγούμαι τις ιστορίες δέκα ασθενών πού στράφηκαν στήν ψυχοθεραπεία και στη διάρκεια της θεραπευτικής τους δουλειάς πάλεψαν μέ την οδύνη της ύπαρξης. Δεν ήταν αυτός ο λόγος πού ήρθαν σε μένα για να τους βοηθήσω. Αντίθετα, και οι δέκα υπέφεραν από κοινά προβλήματα της καθημερινής ζωής: μοναξιά, αυτοπεριφρόνηση, ανικανότητα, ημικρανίες, σεξουαλικούς καταναγκασμούς, παχυσαρκία,υπέρταση, πένθος, μια καταστροφική ερωτική εμμονή, διακυμάνσεις της διάθεσης, κατάθλιψη. Κι όμως, με κάποιον τρόπο (ο οποίος ξετυλίγεται διαφορετικά σε κάθε ιστορία) η ψυχοθεραπεία αποκάλυψε πώς αυτά τα καθημερινά προβλήματα είχαν βαθιές ρίζες — ρίζες που έφταναν ως τα ίδια τα θεμέλια της ύπαρξης.«Θέλω! Θέλω!» ακούγεται σ’όλες αυτές τις ιστορίες. Μια ασθενής φώναζε, « Θέλω να ξαναγυρίσει η αγαπημένη μου κόρη πού πέθανε», παραμελώντας συγχρόνως τούς δυο γιους της που ζούσαν. 

    Ένας άλλος επέμενε, «Θέλω να πηδήξω όποια γυναίκα βρεθεί μπροστά μου », ενώ ο καρκίνος των λεμφαδένων κυρίευε κάθε ελεύθερο πόντο τού κορμιού του. Κι άλλος ένας παρακαλούσε, «Θέλω τούς γονείς, την παιδική ηλικία πού δεν είχα ποτέ»,αγωνιώντας για τρία, γράμματα πού δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να τα ανοίξει. Μια ασθενής δήλωνε, «Θέλω να μείνω για πάντα νέα», καθώς, γριά γυναίκα πια, δεν μπορούσε να παραιτηθεί από τον έμμονο έρωτά της για έναν άντρα τριανταπέντε χρόνια νεότερο.

    Πιστεύω ότι το πρωταρχικό υλικό της ψυχοθεραπείας είναι πάντα αυτού τού είδους η υπαρξιακή οδύνη — και όχι, όπως υποστηρίζεται συχνά, απωθημένες ενστικτικές ορμές κάποιων ατελώς θαμμένων υπολειμμάτων ενός τραγικού προσωπικού παρελθόντος. Στην ψυχοθεραπεία πού κάναμε με καθέναν απ’ αυτούς τούς δέκα ασθενείς, η πρωτογενής κλινική υπόθεση μου —μια υπόθεση πάνω στην οποία βάσισα την τεχνική μου— ήταν ότι η θεμελιώδης αγωνία ξεπηδά απ ’ τις απόπειρες κάθε ανθρώπου, συνειδητές και ασυνείδητες, να χειριστεί τα σκληρά γεγονότα της ζωής, τα «δεδομένα» της ύπαρξης.     Ανακάλυψα ότι τέσσερα δεδομένα έχουν ιδιαίτερη συνάφεια με την. ψυχοθεραπεία: Το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι’αυτούς πού αγαπάμε. Η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας, όπως τη θέλουμε. Η έσχατη μοναχικότητά μας. Και,τέλος, ή απουσία οποιασδήποτε προφανούς σημασίας ή νοήματος στη ζωή. Όσο μελαγχολικά και να φαίνονται αυτά τα δεδομένα, εμπεριέχουν τούς σπόρους της σοφίας και της λύτρωσης. Μ’ αυτές τις δέκα ιστορίες ψυχοθεραπείας ελπίζω να δείξω ότι είναι δυνατόν αντιμετωπίσουμε τις αλήθειες της ύπαρξης και να χαλιναγωγήσουμε την ισχύ τους προς όφελος της προσωπικής μας αλλαγής και ωρίμανσης.