"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Υπόδειγμα απαντήσεων διδαγμένου κειμένου (Πλάτωνος Πρωταγόρας)

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Δ΄ ΤΑΞΗΣ
 ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 ΜΑΪΟΥ 2001
 ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Πλάτωνος Πρωταγόρας 323 c8- 324b
Ερώτηση Β3 : Να εντοπίσετε στο μεταφρασμένο κείμενο που ακολουθεί τα σημεία, τα οποία αναπτύσσουν και επεξηγούν την άποψη που εκφράζει ο Πρωταγόρας στη φράση: « ἐπί τούτοις που οἳ τε θυμοί γίγνονται καί αἱ κολάσεις καί αἱ νουθετήσεις»
        Στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, ο Πρωταγόρας συνομιλεί με το Σωκράτη και προσπαθεί να τον πείσει ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή και συνεπώς ο ίδιος είναι ο κατάλληλος δάσκαλος της « ευβουλίας». Για το λόγο αυτό, αρχικά χρησιμοποιεί το μύθο του Προμηθέα και στη συνέχεια εμπειρικές αποδείξεις από την καθημερινότητα των Αθηναίων του 5ου αιώνα π.χ. Πρωτίστως , επικαλείται τη στάση που κρατούσαν οι κάτοικοι « της σοφότερης πόλης της Ελλάδας», σύμφωνα με τη ρήση του συνομιλητή του, απέναντι σε όσους παρουσίαζαν επίκτητα ελαττώματα και στη συνέχεια εστιάζει στο σκοπό της ποινής, που επιβαλλόταν σε όσους αδιαφορούσαν να περιορίσουν ή να εξαλείψουν τις αντικοινωνικές συμπεριφορές τους.
             Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι όσοι αρνούνται συνειδητά ή ασυνείδητα να καλλιεργήσουν την αιδώ και τη δίκη που δόθηκαν «δυνάμει» στο ανθρώπινο γένος μέσω του Ερμή από το Δία, παραβιάζουν τους γραπτούς ή άγραφους νόμους σε βάρος των συνανθρώπων τους. Παρουσιάζουν λοιπόν τέτοιου είδους αντικοινωνικές συμπεριφορές, που σιγά- σιγά μετατρέπονται σε επίκτητα ηθικά ελαττώματα. Είναι φυσικό, λοιπόν, παρατηρεί ο σοφιστής, να εισπράττουν από τους συμπολίτες τους θυμό και οργή για τα λάθη τους, μαζί με συμβουλές και τιμωρίες. Αντίθετα με όσους παρουσιάζουν από τη φύση ή από την τύχη σωματικές μειονεξίες, οι άνθρωποι αυτοί είχαν και την υποχρέωση και τη δυνατότητα να διορθώσουν τα ελαττώματά τους, αλλά δεν το έπραξαν.
        Κανείς λοιπόν δε θυμώνει, ούτε συμβουλεύει, ούτε διδάσκει, ούτε τιμωρεί όσους παρουσιάζουν ατέλειες στην κατασκευή του σώματος, γιατί τα φυσικά ελαττώματα δεν υπάγονται στην ευθύνη του ανθρώπου να τα διορθώσει. Γι’ αυτό και οι άλλοι τους συμπονούν και προσπαθούν να τους βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Σε όσους όμως αδιαφορούν για την πολιτική αρετή και θέτουν σε κίνδυνο το καλό της πόλης, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους διδάξουν την αιδώ και τη δίκη, γιατί πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται με την πειθώ ή με τη βία. Όταν αποτυγχάνουν οι διδαχές, η πόλη τιμωρεί τον αδικούντα με τις ποινές που επιβάλλουν οι νόμοι. Ο στόχος της δεν είναι να εκδικηθεί το δράστη, ούτε να διορθώσει αυτό που έγινε, αλλά για να διδάξει με πιο δραστικό τρόπο την πολιτική αρετή στον παραβάτη και να συνετίσει τυχόν επίδοξους μιμητές του.
             Η σημασία που έδιναν οι Αθηναίοι στο ρόλο της τιμωρίας ως μέσο διδαχής της πολιτικής αρετής και γενικότερα ο ρόλος της παιδείας στη διαμόρφωση του καλού κἀγαθού πολίτη φαίνεται καθαρά στο μεταφρασμένο κείμενο του Πλάτωνα, που αποδίδει ανάγλυφα το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας του 5ου αιώνα. Συγκεκριμένα, « αρχίζουν από την παιδική ηλικία να διδάσκουν και να νουθετούν» τα παιδιά να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους γραπτούς και άγραφους νόμους της πόλης. Στην αρχή, « η παραμάνα και η μητέρα και ο παιδαγωγός και ο ίδιος ο πατέρας του» προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν στο παιδί τις αξίες εκείνες που θα του επιτρέψουν να διαχειρίζεται τα του οίκου του και να συμμετέχει ενεργά στα κοινά.
          Το ρόλο αυτό θα παίξουν αργότερα οι δάσκαλοι, που μέσω της απομνημόνευσης των έργων μεγάλων ποιητών θα εθίσουν τους μαθητές τους στην «ευκοσμία» και στην εκούσια θυσία προς όφελος της πατρίδας που επέδειξαν οι αρχαίοι ήρωες. Μετά την ενηλικίωσή τους, η διαπαιδαγώγηση των νεαρών μελών της κοινωνίας θα ανατεθεί στην πόλη. Με τη σειρά της, μέσω της υπακοής των νόμων θα ελέγξει, αφενός την αποτελεσματικότητα της αγωγής που δόθηκε από τους αρχικούς φορείς κοινωνικοποίησης και αφετέρου θα αναλάβει να διδάξει την πολιτική αρετή μέσα από τις λεπτομέρειες της καθημερινής συμβίωσης.
        Είναι πασιφανές ότι σε κάθε στάδιο της αγωγής, σύμφωνα πάντα με το μεταφρασμένο κείμενο του Πλάτωνα, η τιμωρία είναι το έσχατο μέσο διδαχής της ευκοσμίας. Όπου αποτυγχάνει η διδασκαλία και οι συμβουλές, οι γονείς μαζί με την παραμάνα και τον παιδαγωγό προσπαθούν «με απειλές και χτυπήματα να ισιώσουν-σα δέντρο που λυγίζει και γέρνει» το απείθαρχο παιδί. Στη συνέχεια, η φροντίδα των δασκάλων για τη σωστή συμπεριφορά των παιδιών, σε βάρος των γραμμάτων και της μουσικής αποτελεί έναν έμμεσο υπαινιγμό «για τους θυμούς, τις κολάσεις και τις νουθετήσεις» της σχολικής αγωγής. Η πόλη, με τη σειρά της « αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται στους νόμους», προστατεύοντας με τις ποινές τη συνοχή του κοινωνικού σώματος από την απείθεια και την αυθαιρεσία.
            Ιδιαίτερα ενδεικτική για τη φιλοσοφία των κυρώσεων από όλους τους φορείς αγωγής είναι η λέξη «ευθύνες», που αντιστοιχούσε στη διαδικασία ελέγχου του έργου των αξιωματούχων της πόλης στο τέλος της θητείας τους και η επιβολή ποινής στους παραβάτες. Εύλογα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απόδοση « ευθυνών» ωθούσε τους δράστες πίσω στην ευθεία οδό που υπαγόρευε το συμφέρον της πόλης. Από την άλλη, η συγκεκριμένη έννοια δηλώνει την ευθύνη του ατόμου να διορθώσει τα επίκτητα ελαττώματά του που μπορούν να βλάψουν τους συμπολίτες του και να διαταράξουν τα θεμέλια της πόλης.
          Συνεπώς, « οι θυμοί, οι κολάσεις και οι νουθετήσεις», είτε απευθύνονται σε ενήλικες που δε διορθώνουν τα επίκτητα ελαττώματά τους, είτε αφορούν παιδιά που δεν πειθαρχούν στους κανόνες των μεγάλων, στοχεύουν στη διασφάλιση της αρμονικής συμβίωσης των μελών μιας κοινωνίας και κατ’ επέκταση στην εσωτερική προστασία της πόλης. Είναι σαφές ότι η εμμονή του Πρωταγόρα στη διδασκαλία της πολιτικής αρετής με κάθε τρόπο- επιμέλεια, άσκηση, διδαχή, αλλά και απειλές και χτυπήματα- φανερώνει την πίστη του στη δυνατότητα εξέλιξης του ατόμου από την ανωριμότητα του άκρατου εγωκεντρισμού στη σφαίρα του συλλογικού εγώ , μέσω της παιδείας που μπορεί να μεταμορφώσει κυριολεκτικά ακόμη και την πιο άκαμπτη αντικοινωνική συμπεριφορά.
        Από την άλλη, ο σοφιστής τονίζει καθαρά την ευθύνη που έχει ο άνθρωπος να πάρει στα χέρια τη μοίρα του και να αλλάξει τις συμπεριφορές εκείνες που βλάπτουν πρωτίστως τον ίδιο και μετέπειτα το σύνολο , στο οποίο ανήκει. Χωρίς να αγνοούμε το ίδιον όφελος του Πρωταγόρα να προστατεύσει το επάγγελμά του, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το στόχο του Πλάτωνα να εκφράσει μέσα από το έργο του την προτεραιότητα που έδιναν οι Αθηναίοι στην πόλη τους και να συνδέσει την παιδεία με την πολιτική αρετή, μια σχέση που θα διερευνήσει ουσιαστικότερα στην Πολιτεία.



ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ΄ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΠΕΜΠΤΗ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2002
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ : Πλάτωνος Πρωταγόρας (323 Α-Ε)
Ερώτηση Β1: « Ἐν γάρ ταῖς ἂλλαις ἀρεταῖς… ἢ μη εἶναι ἀνθρώποις» : Να εκθέσετε το επιχείρημα που χρησιμοποιεί στην παράγραφο αυτή ο Πρωταγόρας, για να αποδείξει το «διδακτόν» της αρετής και να το αξιολογήσετε.
         Ο Πρωταγόρας, προκειμένου να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή είναι έμφυτη στον άνθρωπο (τουλάχιστον από τη στιγμή που λειτουργεί ως πολίτης) χρησιμοποιεί ως εμπειρική απόδειξη (τεκμήριον) το γεγονός ότι θεωρείται σωφροσύνη η παραδοχή της αδυναμίας σε κάποια τέχνη. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην αποδοκιμασία, που δέχεται κάποιος από το περιβάλλον του, γιατί υποστηρίζει ότι κατέχει την τέχνη του αυλού , ενώ δεν την κατέχει. Εάν όμως παραδεχτεί ότι δεν την κατέχει θεωρείται συνετός.
       Από την άλλη, θεωρείται έλλειψη σωφροσύνης ο ενστερνισμός της αδικίας ως τρόπου ζωής. Στην περίπτωση αυτή, όποιος πολίτης παραδέχεται σε βάρος του ότι είναι άδικος-έστω κι αν ολοφάνερα είναι-θεωρείται τρελός.Γι’ αυτό, κι αν ακόμη κάποιος στερείται τη σωφροσύνη ή τη δικαιοσύνη, πρέπει να υποκρίνεται ότι τις κατέχει.
          Γίνεται λοιπόν φανερό ότι ο Πρωταγόρας θεωρεί τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή στοιχεία σύμφυτα με την ανθρώπινη ιδιότητα, γιατί δεν μπορεί να νοηθεί άνθρωπος, που δε συμμετέχει σ’ αυτές τις αρετές και ανθρώπινη κοινωνία με αρμονική συμβίωση, χωρίς οι άνθρωποι να έχουν αυτές τις αρετές. Η ένταξη στο κοινωνικό σύνολο απαιτεί την (ειλικρινή ή μη) συμμετοχή στην αρετή και ο πολίτης που υιοθετεί αντίθετη άποψη αποβάλλεται. Με αυτό το τεκμήριο ενισχύει την άποψη της καθολικότητας και αναγκαιότητας της πολιτικής αρετής και ταυτόχρονα εξηγεί και την τακτική της αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου.
             Είναι γεγονός ότι η αιδώς και η δίκη αποτελούν βασικά συστατικά της ανθρώπινης ιδιότητας, που δόθηκαν σε όλους γενικά τους ανθρώπους με εντολή του Δία. Η συμμετοχή όλων στην πολιτική αρετή κρίθηκε από το Δία απολύτως απαραίτητη, για να συγκρατείται η συμπεριφορά τους στα σωστά όρια και να είναι έτσι δυνατή η συγκρότηση και η ύπαρξη μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
Ωστόσο, παρά την εντολή του Δία στον Ερμή δεν ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί η καθολικότητα αυτών των αρετών στους ανθρώπους, γιατί δεν αποτελούσαν μέρος της αρχικής τους φύσης. Βρίσκονται «δυνάμει» στον άνθρωπο και αποτελούν πρότυπα, που πρέπει να κατακτηθούν από τον άνθρωπο με τη λογική και τον προσωπικό του αγώνα. Επομένως, είναι η αναγκαία η διδασκαλία, δηλαδή η παιδεία, που θα μετατρέψει τον άνθρωπο από «δυνάμει» σε «ἐνεργείᾳ» πολιτικό ον.  
          Προχωρώντας στην κριτική του επιχειρήματος του Πρωταγόρα, οφείλουμε να πούμε ότι το επιχείρημά του δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό, καθώς υπάρχουν αρκετές αδυναμίες. Αρχικά, είναι φανερό ότι ο Πρωταγόρας εξισώνει το «είναι» με το «φαίνεσθαι», καθώς δε μιλά για πραγματική κατοχή της δικαιοσύνης, αλλά για προσποιητή κατοχή. Έτσι, ο Πρωταγόρας παρατηρεί ότι τους ανθρώπους δεν τους ενδιαφέρει, τόσο η δεοντολογία ως προς τη συμπεριφορά τους (τι πρέπει να κάνουν), όσο το συμφέρον τους, δηλαδή τι τους συμφέρει να κάνουν και η εικόνα τους στους υπολοίπους. Ωστόσο, η απόκρυψη της αδικίας και η προσποίηση της δικαιοσύνης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προσπάθεια να μην απομακρύνονται οι άνθρωποι από τη δικαιοσύνη, έστω και με αυτόν τον τρόπο. Μια τέτοια ερμηνεία όμως, μάλλον εξιδανικεύει την προσποίηση.
          Μια ακόμη αντίφαση με την καθολικότητα της πολιτικής αρετής υπάρχει στη φράση «ἐάντε ὦσιν, ἐάντε μή», όπου υποδηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι , γεγονός που δε συνάδει με το μύθο του Προμηθέα και με την καθολική διανομή της από το Δία. Η αντίφαση βέβαια, αίρεται, εάν θεωρήσουμε ότι ο Δίας έδωσε τις ιδιότητες αυτές «δυνάμει» στον άνθρωπο και ο ίδιος με τη δική του προσπάθεια και λογική μπορεί να τις μετατρέψει σε «ἐνεργείᾳ».
          Τελειώνοντας, παρατηρούμε ότι σε όλη την προσπάθεια του Πρωταγόρα να αποδείξει την καθολικότητα της αρετής κυριαρχεί μια δεοντολογική διατύπωση (δεῖν φάναι-ἀναγκαῖον μετέχειν), που δε συνάδει με την αποδεικτέα θέση που έχει αποφαντική διατύπωση. Επομένως, δεν είναι λογικά ορθό να λεχθεί ότι όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να μετέχουν σ’ αυτήν. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι αυτό που συμβαίνει και όχι τι θα έπρεπε να συμβαίνει.
        Είναι ακόμη φανερό ότι ο Πρωταγόρας στηρίζει την άποψή του στη γνώμη του κόσμου (ἡγοῦνται). Έτσι, διαφορετική θα ήταν η εκτίμηση για την προσποίηση της αρετής, εάν εξεταζόταν από την πλευρά της ηθικής δεοντολογίας ή της λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών.