"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Ντοστογιέφσκυ:«Υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα ελευθερίας: να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του»

      Υπάρχουν δύο εκδοχές της ελευθερίας, δυο πραγματικότητες ριζικά διαφορετικές που χαρακτηρίζονται με το όνομα «ελευθερία».
     Πρώτη (αν και χρονολογικά δεύτερη) η αντίληψη που διαμόρφωσε το ατομοκεντρικό πολιτιστικό «παράδειγμα» (το μεταρωμαϊκό δυτικοευρωπαϊκό) – είναι η κοινή σημερινή μας αντίληψη: Ελευθερία ονομάζουμε τη δυνατότητα (ή το ατομικό «δικαίωμα») απεριόριστων κατά το δυνατό επιλογών. Να επιλέγω, όχι να μου επιβάλλουν. Να διαλέγω πολίτευμα, κυβέρνηση, κοινωνική ιδεολογία, μεταφυσικές «πεποιθήσεις», εφημερίδα, κανάλι, αναγνώσματα, ενδυμασία, εμφάνιση, σεξουαλική συμπεριφορά.
      Με βάση αυτή την εκδοχή της ελευθερίας οργανώνεται σήμερα η λειτουργία της αγοράς (τυπικό υπόδειγμα το «σούπερ μάρκετ»), αλλά και το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, σε ποσοστό συνεχώς αυξανόμενο η λειτουργία της εκπαίδευσης, η λογική της δημοσιογραφίας, η αποτίμηση της καλλιτεχνικής παραγωγής, η αλλοτριωμένη σε ιδεολογία θρησκευτικότητα. Η ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα, ατομική διεκδίκηση, κατάκτηση αθροιστικά συλλογική, θεμέλιο του Δικαίου, βάση του συνδικαλισμού και κάθε μορφής οργανωμένου βίου, συνιστά την ταυτότητα του πολιτιστικού μας «παραδείγματος», του τρόπου να υπάρχουμε, να σκεπτόμαστε, να θέλουμε και να ενεργούμε σήμερα.
      Μοιάζει να απουσιάζει από το επίπεδο του συνειδητού (να αγνοείται ή ασυνείδητα να απωθείται) η πρόδηλη πραγματικότητα ότι η ελευθερία των επιλογών είναι εξ ορισμού (καταγωγικά) παγιδευμένη. Παγιδευμένη στις δυναστικές απαιτήσεις του ορμέμφυτου εγωκεντρισμού, της ενστικτώδους ιδιοτέλειας, στις περίτεχνες, μεθοδικές εκμεταλλεύσεις των παντοδύναμων ορμών από την ψυχολογική υποβολή και χειραγώγηση: Δηλαδή από τη διαφήμιση, την προπαγάνδα, την ηδονικά καμουφλαρισμένη (και γι’ αυτό κατά κανόνα ανεπίγνωστη) «πλύση εγκεφάλου». Νομίζουμε ότι επιλέγουμε οδοντόκρεμα, κόμμα, ιδεολογία, «πεποιθήσεις» και συμπεριφορές του γούστου μας, της απόλυτας δικής μας προτίμησης. Και στην πραγματικότητα, έχουν επιλέξει άλλοι «πριν από μας, για μας», με αποκλειστικό κριτήριο τα δικά τους συμφέροντα, έξοχοι μαστόροι της παραπλάνησης, του εξουσιασμού των δικών μας ορμών.

     Ο Ντοστογιέφσκυ λέει ότι «υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα ελευθερίας: να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του». Είναι η δεύτερη εκδοχή, αντίληψη, εμπειρική βεβαιότητα. Προϋποθέτει (αλλά και γεννάει) διαφορετικό «τρόπο» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, διαφορετικό πολιτιστικό «παράδειγμα».
      Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του, σημαίνει: να μην δεσμεύεται σε προκαθορισμένες από τη φύση του αναγκαιότητες, σε ορμέμφυτες ενστικτώδεις επιταγές, δηλαδή απρόσωπες, αυτονομημένες από τη μοναδικότητα της σκέψης, της κρίσης, της απόφασης του λογικού υποκειμένου. Kάθε έμβιο υπαρκτό υπάρχει με τον δεδομένο τρόπο του είδους στο οποίο ανήκει. Mόνο ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη δυνατότητα να ενεργεί την ύπαρξή του με τον τρόπο της ελευθερίας: «Nα είναι αυτό που δεν είναι, να μην είναι αυτό που (από τη φύση του) είναι» (Σαρτρ). Nα υπάρχει, όχι ως φυσικό άτομο, αδιαφοροποίητη μονάδα ομοειδούς συνόλου, αλλά ως απροκαθόριστα ενεργούμενη υπαρκτική ετερότητα: ως πρόσωπο. Nα πραγματώνει την ύπαρξη ως μοναδικότητα σχέσης.
 Χρήστος Γιανναράς

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν

      «Τα όρια της γλώσσας (μου) είναι και τα όρια του μυαλού μου. Οι γνώσεις μου περιορίζονται σε ό,τι μπορώ να αποτυπώσω λεκτικά». Με τις ρηξικέλευθες ιδέες του και την εκκεντρικότητα που τον χαρακτήριζε ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν μυθοποιήθηκε και θεωρείται πλέον μία από τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες του περασμένου αιώνα.
      Μοναχικός, ομοφυλόφιλος, επιδεικτικά σχεδόν αδιάφορος για τον ακαδημαϊκό χώρο, ασκητικός και ευάλωτος στην ανάγκη του για το ενδιαφέρον των φίλων, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διανοητές. Με τις ιδέες του για τη λογική και τη γλώσσα αμφισβήτησε τις παραδεδομένες θέσεις και απέρριψε παραδοσιακές εναλλακτικές. Χαρακτηριστικά έλεγε: «Θα μου φαινόταν γελοίο να αμφισβητούσε κανείς την ύπαρξη του Ναπολέοντα. Αν κάποιος όμως υποστήριζε ότι η Γη είναι μόλις 150 ετών, θα είχα μεγαλύτερη περιέργεια να τον ακούσω».
        Θεωρούσε ότι, όταν η φιλοσοφία παγιδεύεται ανάμεσα σε δύο φαινομενικά αναπόφευκτους πόλους [π.χ., ρεαλισμός - ιδεαλισμός, καρτεσιανισμός - συμπεριφορισμός (behaviourism), πλατωνισμός - φορμαλισμός], πρέπει να απορρίπτονται τα κοινά αυτονόητα των δύο πόλων. Ο ίδιος είχε επίγνωση του απρόσιτου των ιδεών του, πράγμα που τον έκανε να νιώθει ότι δεν ανήκε σε καμία πραγματικότητα.
      Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1889 στη Βιέννη. Ήταν το όγδοο και τελευταίο παιδί μιας εξαιρετικά εύπορης οικογένειας των Αψβούργων, που είχε όμως βαρύ ιστορικό: τρία από τα τέσσερα αδέλφια του αυτοκτόνησαν. Η οικογένεια λάτρευε τη μουσική και στο σπίτι τους, που είχε επτά πιάνα με ουρά, σύχναζαν τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης βιεννέζικης μουσικής, όπως ο Γιοχάνες Μπραμς και ο Μπρούνο Βάλτερ. Ύστερα από σχολική εκπαίδευση με έμφαση στις φυσικές επιστήμες και στα μαθηματικά ο Βίτγκενσταϊν πήγε το 1906 στο Βερολίνο, για να σπουδάσει μηχανικός.
      Το 1908 συνέχισε τις σπουδές του στο Μάντσεστερ, όπου ειδικεύθηκε στην αεροναυπηγική, αλλά απορροφήθηκε από τα μαθηματικά και ιδιαίτερα από το Principia Mathematica του Μπέρτραντ Ράσελ. Απορροφήθηκε σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που το 1911 αποχώρησε από το Μάντσεστερ, για να ασχοληθεί με τα μαθηματικά και τη λογική με τον Ράσελ στο Κέιμπριτζ. Ο Ράσελ, ο οποίος δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα από τους μαθητές του, έλεγε για τον Βίτγκενσταϊν: «Το μυαλό του έπαιρνε φωτιά και διείσδυε στα άδυτα της διανόησης με τρόπο εκθαμβωτικό. Πολύ σύντομα ήξερε όσα είχα να του διδάξω».
       Ως το 1912 ο Ράσελ ήταν πεπεισμένος ότι ο Βίτγκενσταϊν ήταν ιδιοφυής. Τον ώθησε να στραφεί στη φιλοσοφία των μαθηματικών, πείθοντάς τον να εγκαταλείψει τα εφηρμοσμένα μαθηματικά και την αεροναυπηγική. Στην περίοδό του στο Κέιμπριτζ ο Βίτγκενσταϊν ασχολήθηκε με τις θεμελιώδεις ιδέες των μαθηματικών και της λογικής. Ένιωθε όμως ότι το Κέιμπριτζ απείχε πολύ από τον ιδανικό χώρο μάθησης και θεωρούσε ότι οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον στο να είναι πάντοτε ετοιμόλογοι στις συζητήσεις, αλλά οι ιδέες τους υστερούσαν σε βάθος και πρωτοτυπία.
      Για τον λόγο αυτόν εγκατέλειψε την Αγγλία (χωρίς να έχει πάρει ούτε καν πτυχίο, γιατί η πτυχιακή εργασία του δεν συνοδευόταν από τον αναγκαίο πρόλογο και τις υποσημειώσεις) και μετακόμισε στη Νορβηγία. Εκεί πέρασε μια περίοδο απομόνωσης, που όμως ήταν ιδιαιτέρως παραγωγική. Διαμόρφωσε τότε τις ιδέες του για τη λογική και τη γλώσσα που απετέλεσαν τη βάση για το μεγάλο έργο του Tractatus Logico-Philosophicus.

     Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εντάχθηκε ως εθελοντής στον αυστριακό στρατό και προσπάθησε κατ' επανάληψη να σκοτωθεί. Απέτυχε όμως και μάλιστα τιμήθηκε επανειλημμένως για τη γενναιότητά του. Το 1918 αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς και στο σακίδιό του βρέθηκαν τα χειρόγραφα του Tractatus Logico-Philosophicus που έγραψε στα τέσσερα χρόνια υπηρεσίας και επρόκειτονα στείλει στο Ράσελ για σχολιασμό.
      Με το τέλος του πολέμου βρέθηκε δικαιούχος μιας τεράστιας περιουσίας την οποία αποποιήθηκε. Μετεκπαιδεύτηκε ως δάσκαλος δημοτικού. Δεν κατάφερε όμως να διεισδύσει στην αγροτική κοινωνία της αυστριακής επαρχίας και αποπειράθηκε ξανά - ανεπιτυχώς - να αυτοκτονήσει.  
     Το 1926 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου δοκίμασε την τύχη του ως βοηθός κηπουρού και αρχιτέκτονας. Τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Κέιμπριτζ και υποβάλλει το Tractatus Logico-Philosophicus ως διδακτορική διατριβή.
       Το 1930 έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο, όπου έκανε διαλέξεις για τη λογική, τη γλώσσα και τη φιλοσοφία των μαθηματικών. Το 1939 μάλιστα του ανετέθη η έδρα της Φιλοσοφίας. Για τις διαλέξεις του δεν χρησιμοποιούσε ποτέ σημειώσεις «γιατί οι σκέψεις πρέπει να είναι πάντα φρέσκες» αλλά σκεφτόταν φωναχτά. Πίστευε όμως ότι η επιρροή του ως δασκάλου ήταν επιβλαβής για τους μαθητές του και την ανεξαρτησία των ιδεών τους. Και είχε δίκιο, γιατί το βάθος και η καινοτομία της σκέψης του ήταν δύσκολο να μην επηρεάσουν όσους τις καταλάβαιναν. Η μαγεία της προσωπικότητάς του ήταν αναπόφευκτη και οι μαθητές του είχαν την τάση να τον μιμούνται, πράγμα που τον στενοχωρούσε. Πολλοί θεωρούν ότι για τον λόγο αυτόν ο Βίτγκενσταϊν δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει δική του φιλοσοφική σχολή και ο ίδιος με θλίψη και απορία το παραδεχόταν.
      Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εργάστηκε ως βοηθός στα νοσοκομεία του Νιούκασλ και του Λονδίνου και το 1944 επανήλθε στη διδασκαλία. Το 1947 αποσύρθηκε σε μια απομονωμένη καλύβα στην Ιρλανδία και δύο χρόνια αργότερα διεγνώσθη ότι έχει καρκίνο. Δεν στενοχωρήθηκε με τη διάγνωση γιατί δεν ήθελε να ζήσει περισσότερο. Συνέχισε να γράφει ως και μερικές ημέρες πριν από τον θάνατό του στο Κέιμπριτζ το 1951.
www.tovima.gr