"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Ντοστογιέφσκι: "Ο άνθρωπος, όπως ο παίκτης του σκακιού αγαπά μόνο το παίξιμο και όχι το σκοπό του παιγνιδιού".

            Αν το καλό και το κακό αποτελούν ένα μείγμα στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό οφείλεται σε έναν και μόνο λόγο, κατά τον Ντοστογιέφσκι: στο ότι η πιο μεγάλη δύναμη που κυβερνά και κατευθύνει την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η ελευθερία. «Πώς, λοιπόν, φαντάστηκαν», ρωτάει ο ήρωας του Υπογείου, «όλοι αυτοί οι σοφοί ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια λογική και τίμια θέληση; Και πώς τους κάπνισε να βρουν ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ποθεί κατά τρόπο λογικό και ωφέλιμο; Ο άνθρωπος μόνο ένα πράγμα έχει ανάγκη: να είναι η θέλησή του εντελώς ανεξάρτητη, όσο κι αν του στοιχίζει αυτή του η ανεξαρτησία, όσες κι αν είναι οι κακές συνέπειες που συνεπάγεται αυτό».
        Ο Ντοστογιέφσκι συνδέει αυτή τη δίψα του ανθρώπου για την ελευθερία άμεσα με το πρόβλημα της ηθικής. Λέγει και πάλι ο ήρωας του Υπογείου: «Νομίζω ότι ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου είναι ο ακόλουθος: ον δίποδο και αχάριστο. Μα αυτό δεν είναι όλο. Δεν είναι αυτό το μεγαλύτερό του ελάττωμα. Το μεγαλύτερο του ελάττωμα είναι η επίμονη ανηθικότητά του.
         Επίμονη από τότε που έγινε ο κατακλυσμός ως την εποχή μας. Η ανηθικότητα, και επομένως ο παραλογισμός: γιατί ξέρουμε χρόνια και χρόνια τώρα ότι ο παραλογισμός γεννιέται μονάχα από την ανηθικότητα. Ρίξτε μια ματιά στην ιστορία... Ένα μόνο πράγμα δεν μπορείτε να πείτε: ότι κυβερνά τον άνθρωπο η λογική... Και να τι συναντά κανείς κάθε φορά: παρουσιάζονται στον κόσμο άνθρωποι πολύ ηθικοί, φρόνιμοι, σοφοί και φιλάνθρωποι, που θέτουν σαν σκοπό της ζωής τους να γίνουν, αν μπορούν, φρόνιμοι και ηθικοί. Θα 'λεγες πως θέλουν να χρησιμέψουν σαν παράδειγμα στο γείτονά τους και να του αποδείξουν ότι μπορεί πραγματικά να ζήσουμε σαν άνθρωποι ηθικοί και φρόνιμοι.
        Μα τι γίνεται κατόπιν; Είναι γεγονός αποδεδειγμένο ότι, αργά η γρήγορα, πολλοί από τους φιλάνθρωπους αυτούς στο τέλος της ζωής τους διαψεύδουν τους εαυτούς τους και αφήνουν πίσω τους υλικό για ανέκδοτα, πολύ επιλήψιμα καμιά φορά». Για τον Ντοστογιέφσκι λογική και ηθική είναι αλληλένδετα, και τα δυο μαζί συγκρούονται με την ελευθερία: «Αχ, κύριοι», ρωτάει ο ήρωας του Υπογείου, «ποια θέληση, λοιπόν, θα έχω, όταν τα πάντα θα είναι ένας πίνακας μονάχα, αριθμητική και δύο και δύο κάνουν τέσσερα; Είτε, λοιπόν, το θέλω είτε όχι, «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» Είναι θέληση αυτό;».
          Για τον Ντοστογιέφσκι η υποταγή της ελευθερίας στη λογική και την ηθική, όχι μόνο είναι αδύνατη αλλά και ανωφελής και επιζήμια για τον άνθρωπο.  λέει ο ήρωας του Υπογείου. Η ελευθερία είναι για τον Ντοστογιέφσκι αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. «Τα μυρμήγκια έχουν ένα οικοδόμημα καταπληκτικό στο είδος του: τη μυρμηγκοφωλιά. Τα αξιοσέβαστα μυρμήγκια άρχισαν από τη μυρμηγκοφωλιά και θα τελειώσουν ασφαλώς εκεί, πράγμα που τους περιποιεί μεγάλη τιμή για την επιμονή τους και το θετικό τους πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως... Όπως ο παίκτης του σκακιού αγαπά μόνο το παίξιμο και όχι το σκοπό του παιχνιδιού... Ενδιαφέρεται μόνο για την ίδια τη ζωή και όχι για το σκοπό της».
          Εδώ αξίζει να σταθούμε λίγο, γιατί τα παραπάνω λόγια μας αποκαλύπτουν κάτι σημαντικό: τη διαφορά μεταξύ οντολογίας και ηθικής Αν τη λέξη ζωή την αντικαταστήσουμε με εκείνη του είναι, της ύπαρξης, τότε το να ενδιαφέρεται κανείς για το είναι, και όχι για το σκοπό του είναι, ισοδυναμεί με το να θεωρεί το είναι ως το ύψιστο και έσχατο αγαθό, και όχι ως μέσο για κάποιον ηθικό σκοπό. Αν τοποθετήσουμε το θέμα αυτό στα πλαίσια της θεολογίας, το καίριο ερώτημα του σκοπού της θείας ενανθρωπήσεως είναι αν ο Χριστός ήλθε, για να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, ηθικούς κ.τ.λ. ή για να μας κάνει να υπάρχουμε.
       Όλη η δυτική παράδοση βλέπει την Ενανθρώπηση ως τρόπο ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, ενώ οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας εστιάζουν τον σκοπό της ενανθρωπήσεως στην υπέρβαση του θανάτου ως απειλής για το είναι του ανθρώπου (Αθανάσιος). Η ελευθερία για τον Ντοστογιέφσκι είναι οντολογικό και όχι ηθικό ζήτημα: ο άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα χρησιμοποιήσει την ύπαρξή του ή πώς θα τη βελτιώσει, αλλά γι’ αυτή την ίδια την ύπαρξή του. Γι’ αυτό, όπως στην περίπτωση του Κυρίλοβ στους Δαιμονισμένους, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, ο Ντοστογιέφσκι ωθεί το θέμα της ελευθερίας στα υπαρξιακά του άκρα: ελευθερία σημαίνει ή να αποδεχθείς την ύπαρξη ως δώρο Κάποιου (του Θεού) ή να αρνηθείς την ίδια σου την ύπαρξη (να αυτοκτονήσεις), αν θέλεις να μην αποδεχτείς τον Θεό (δηλαδή να κάνεις τον εαυτό σου Θεό).

               Όλα στον Ντοστογιέφσκι παίζονται στο οντολογικό και όχι στο ηθικό επίπεδο. Ο άνθρωπος δεν θέλει να θυσιάσει το είναι για το εύ είναι. Και ο Χριστός δίνοντάς του ελευθερία, και όχι ψωμί ή δύναμη ή καλοπέραση, σκανδαλίζοντας έτσι τον Μέγα Ιεροεξεταστή στη γνωστή σκηνή των Αδελφών Καραμάζοβ, σέβεται την θεόσδοτη αυτή επιθυμία του ανθρώπου. Αλλά και στους Πατέρες της Εκκλησίας, (όπως π. χ. ο άγιος Μάξιμος), σκοπός της υπάρξεως δεν είναι απλώς το είναι, αλλά το εύ είναι. Η ελευθερία συνίσταται στην απόρριψη ή την αποδοχή του είναι της ύπαρξης.
         Αλλά αν τελικά ο άνθρωπος ασκώντας την ελευθερία του επιλέξει το είναι αντί του μη είναι, δηλαδή της αυτοκτονίας ή του μηδενός, αυτό που επιλέγει για τον Ντοστογιέφσκι δεν είναι παρά το είναι του έσχατου παραλογισμού, δηλαδή την οδύνη και το πάθος. Γράφει πάλι στο Υπόγειο: «και γιατί είστε πεπεισμένοι πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη μόνο από εκείνο που είναι κανονικό και θετικό, και πως μόνη η ευτυχία είναι χρήσιμη για τον άνθρωπο; Λέτε ο άνθρωπος αγαπά μόνο την ευτυχία; Μα ίσως να αγαπά άλλο τόσο τον πόνο. Και μπορεί ο πόνος να του είναι τόσο χρήσιμος όσο και η ευτυχία... Ο πόνος; Μα είναι και η μόνη αιτία της συνείδησης... Η συνείδηση βρίσκεται πολύ πιο πάνω από το δύο και δύο κάνουν τέσσερα... Όσο οπισθοδρομικό και αν φαίνεται, σίγουρα (ο πόνος) αξίζει περισσότερο από το τίποτε».
        Για ν' αποφύγει, λοιπόν, κανείς το «τίποτε», το μηδέν, το μη είναι, την αυτοκτονία, πρέπει να επιλέξει το είναι ως πόνο. Ο Ντοστογιέφσκι δίνει την εντύπωση ότι είναι μαζοχιστής. Είναι, λοιπόν, καλό πράγμα ο πόνος; Οι έννοιες του καλού και του κακού δεν έχουν θέση. Αυτό που ενδιαφέρει τον Ντοστογιέφσκι είναι το αληθινό, όχι το ηθικό. Η αλήθεια είναι ότι όλη η ύπαρξη είναι διαποτισμένη από τον πόνο. Αυτό που προβληματίζει έντονα τον Ντοστογιέφσκι είναι η ύπαρξη του πόνου, και μάλιστα του άδικου πόνου, όπως τον βλέπουμε στα μικρά παιδιά που κλαίνε και βασανίζονται χωρίς να φταίνε σε τίποτε. Αυτόν τον πόνο καλείται ο άνθρωπος να αγκαλιάσει και να κάνει δικό του, αν δεν θέλει να επιλέξει το μη είναι, το μηδέν.
      Αλλά, όταν ο άνθρωπος επιλέξει το είναι ως πόνο, δεν κάνει μια αναγκαστική επιλογή. Τότε, και μόνον τότε, ασκεί αληθινά την ελευθερία του. Και τότε, και μόνον τότε, η ελευθερία ταυτίζεται όχι με το μηδέν, αλλά με την αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι γίνεται έτσι ο θεολόγος της αγάπης. Σύμφωνα με τα λόγια του Γέροντα Ζωσιμά, αληθινή αγάπη είναι το «να κάνεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για όλα τα ανθρώπινα όντα και για τον κόσμο ολόκληρο».
    antifono.gr

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Λέμε «πάσχα» το πέρασμα στην δίχως όρια ελευθερία.

        Bέβαια, η προσωπική ελευθερία της σχέσης συνιστά μόνο δυνατότητα του φυσικού ατόμου – το φυσικό άτομο δεν αυτοαναιρείται υπαρκτικά, οι φυσικοί περιορισμοί χρόνου, χώρου, φθοράς, θανάτου, παραμένουν δεδομένοι. Oι Έλληνες δέχτηκαν τον χριστιανισμό διακινδυνεύοντας τα πάντα (εκχριστιανίστηκαν ταχύτατα, στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων, όταν μαίνονταν οι διωγμοί της ρωμαϊκής εξουσίας ενάντια στους Xριστιανούς), γιατί στη χριστιανική μαρτυρία αναγνώρισαν απάντηση στον πόθο για πληρωματική υπαρκτική ελευθερία.
       H ύπαρξη για τους Έλληνες ήταν υποταγμένη στην «ανάγκη». H ανερμήνευτα δεδομένη συμπαντική λογικότητα (ο «ξυνός» / κοινός λόγος) προηγείται και καθορίζει τον τρόπο της ύπαρξης και συνύπαρξης των υπαρκτών. Aκόμα και ο Θεός, Aιτιώδης Aρχή του υπάρχειν, οφείλει να είναι αυτό που η λογική συγκρότηση της πραγματικότητας απαιτεί. Δεν υπάρχει περιθώριο υπαρκτικής ελευθερίας: ο Θεός είναι καταδικασμένος σε αθανασία, ο άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
      Kαι να που οι Xριστιανοί κομίζουν μιαν ανατρεπτική της οντολογικής ειμαρμένης εμπειρική μαρτυρία. Δεν εξαγγέλλουν καινούργια «θρησκεία», συγκροτούν καινούργια «εκκλησία»: πραγμάτωση και φανέρωση καινούργιου τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης. Όχι πια την «πάνδημη» πραγμάτωση της πόλεως, το κοινόν άθλημα να σκοπεύει ο δήμος (η κοινωνία της χρείας) την κοινωνίαν του αληθούς (την αθανασία του τρόπου της συμπαντικής λογικότητας). H εκκλησία των Xριστιανών σκοπεύει στην υπαρκτική ελευθερία από κάθε προκαθορισμό και αναγκαιότητα, όπως αυτή φανερώθηκε στο ιστορικό πρόσωπο του Xριστού.
     Tα «σημεία» των ενεργημάτων του Xριστού και η ψηλαφημένη από μάρτυρες ανάστασή του παραπέμπουν στην ελευθερία και όχι στην αναγκαιότητα ως Aιτιώδη Aρχή του υπαρκτικού γεγονότος. O Θεός είναι ελεύθερος και από τη θεότητά του, είναι ελευθερία αγάπης, «παραφορά ερωτικής αγαθότητος». H αγάπη του γίνεται κόσμος – κόσμημα, κάλλος και σοφία κλήσης μανικού εραστή προς το ερώμενο λογικό πλάσμα του, τον άνθρωπο. Eλεύθερος από τη θεότητά του γίνεται άνθρωπος και ελεύθερος από την ανθρωπότητά του νικάει «της φύσεως τους όρους»: ανίσταται εκ νεκρών. Έτσι συνεγείρει «παγγενή τον Αδάμ» στη δυνατότητα της υπαρκτικής ελευθερίας, χαρίζει στον «πηλόν» τον τρόπο της αθανασίας: την αυτοπαραίτηση και αυτοπροσφορά, την παντοδυναμία του αληθινού έρωτα, της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Χρήστος Γιανναράς

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Νίτσε:Ηθική κυρίων και ηθική δούλων


            Μια ηθική κυρίων είναι προπαντός ξένη και δυσάρεστη για το σύγχρονο γούστο, όταν αποφαίνεται µε την αυστηρότητα της αρχής της, πως δεν έχουµε καθήκοντα παρά µόνο απέναντι των ίσων µας. Όσον αφορά τη στάση µας απέναντι στα όντα κατώτερης βαθµίδας, απέναντι σε καθετί που είναι ξένο, µπορεί να συµπεριφερόµαστε όπως θέλουµε, ´όπως το θέλει η καρδιά µας, και οπωσδήποτε, στέκοντας ´πέραν του καλού και του κακού. Μπορούµε, αν θέλουµε, να χρησιµοποιήσουµε και τον οίκτο και ό,τι συνδέεται µε αυτόν.
       Η ικανότητα και το καθήκον να έχουµε απέραντη ευγνωµοσύνη και άπειρο το αίσθηµα της εκδίκησης -και αυτά µόνο µέσα στον κύκλο των ίσων µας- την λεπτότητα στα αντίποινα και στην αντίληψη για τη φιλία, µια κάποια ανάγκη να έχουµε εχθρούς (για να χρησιµεύουν σαν διέξοδοι σε πάθη σαν τη ζήλια, τη µαχητικότητα, το θράσος, και τελικά, για να µπορούµε να είµαστε αληθινοί φίλοι απέναντι στους φίλους µας): όλα αυτά ανήκουν στα χαρακτηριστικά της ευγενούς ηθικής που, όπως είπα, δεν είναι η ηθική των ´καινούργιων ιδεών, πράγµα που σήµερα µας δυσκολεύει να τη συλλάβουµε και το ίδιο µας δυσκολεύει να την προσδιορίσουµε και να την ανακαλύψουµε.
        Τα πράγµατα είναι διαφορετικά µε την άλλη ηθική, την ηθική των δούλων. Αν υποθέσουµε πως όντα υποδουλωµένα, καταπιεσµένα και που υποφέρουν, εκείνα που δεν είναι ελεύθερα, αλλά αβέβαια για τους εαυτούς τους και κουρασµένα, και πως αυτά τα όντα αρχίζουν να ηθικολογούν, ποιες κοινές ιδέες θα βρουν στις ηθικές τους εκτιµήσεις; Όπως φαίνεται θα θελήσουν να εκφράσουν µια απαισιόδοξη δυσπιστία απέναντι στις γενικές καταστάσεις του ανθρώπου, ίσως µια καταδίκη του ανθρώπου και όλης της θέσης που κατέχει.
       Το βλέµµα του δούλου είναι δυσµενές για τις αρετές των ισχυρών. Ο δούλος είναι σκεπτικιστής και δύσπιστος για όλα τα ´καλά πράγµατα που οι άλλοι λατρεύουν, θάθελε να πειστεί πως, ακόµα και στους άλλους, η ευτυχία δεν είναι αληθινή. Αντίθετα, παρουσιάζει ολοκάθαρα τις ιδιότητες που χρησιµεύουν στο να γλυκάνουν τη ζωή εκείνων που υποφέρουν. Εδώ βλέπουµε να αποδίδουν τιµές στον οίκτο, στο σπλαχνικό και πρόθυµο χέρι, να λατρεύουν τη θερµή καρδιά, την υποµονή, την επιµέλεια, την ταπεινοφροσύνη, την ευπροσηγορία, γιατί αυτές είναι οι πιο χρήσιµες ιδιότητες, σχεδόν τα µόνα µέσα για να ελαφρώνουν το βάρος της ζωής. Η ηθική των δούλων είναι ουσιαστικά µια ηθική ωφελιµιστική.
Φρ. Νίτσε, Πέραν του καλού και του κακού, µετάφραση Μ. Ζωγράφου - Κ. Μεραναίου, εκδ. Μαρή, Αθήνα 1953, σσ. 200-202

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Ισοκράτους περί Ειρήνης,

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Δημοσθένους Υπέρ της Ροδίων Ελευθερίας,


Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Λυσίου Υπέρ Μαντιθέου