"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Ο "ξένος"του Άλμπερτ Καμύ

     Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο  Μερσώ, ένας ασήμαντος γραφειοκράτης, χωρίς ιδεολογία, άθεος, ένας άβουλος άνθρωπος, αντικοινωνικός, χωρίς πάθη, φιλοδοξίες και φίλους,  χωρίς όνειρα, χωρίς κανένα ουσιαστικό δεσμό με τους γύρω του, που ζει μια αδιάφορη ζωή υποταγμένη στη μοίρα.
      Αναπτύσσει σχέσεις επιφανειακές με τους γύρω του-όπως είναι ο δεσμός του με την Μαρί και η φιλία του με τον Ραϊμόν- αρνείται όμως να συμμετάσχει ενεργά στη ζωή, προσπαθώντας να ελέγξει το πεπρωμένο, όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι παλεύοντας, ελπίζοντας  ή πιστεύοντας σε κάτι που θα την αλλάξει, γιατί υπάρχει μέσα του μια ενστικτώδης άρνηση που εκφράζεται με αδιαφορία  και απραξία σε όσα του συμβαίνουν.  Ζει σε μια κοινωνία παράξενα αυταρχική και καταπιεστική.
      Από τη μια λοιπόν ένας άνθρωπος ξένος προς την ζωή, ξένος με τους γύρω, απορεί με τον τρόπο που οι άλλοι λειτουργούν, αισθάνονται και σκέφτονται -η γυναικούλα νευρόσπαστο, ο γέρο- Σαλαμανό, ο φύλακας, η Μαρί, ο εισαγγελέας, ο δικηγόρος κλπ-κι από την άλλη μια απολιθωμένη κοινωνία που καταδικάζει αυτούς που δεν ακολουθούν τις συναισθηματικές και ηθικές αξίες της και τις αμφισβητούν, δηλαδή  όσους δεν λειτουργούν  σύμφωνα με τους «κοινά» αποδεχτούς της όρους.
      Ανάμεσα σε μια τέτοια κοινωνία και τον «ξένο» εισβάλλει το τυχαίο με την μορφή αρχικά του θανάτου της μητέρας του, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν αδιάφορα («δεν είχα τίποτα να περιμένω από αυτήν αλλά ούτε κι αυτή από εμένα»), τον αδιάφορο έρωτά του για την Μαρί που δυστυχώς  γεννήθηκε την επομένη της κηδείας (ενοχοποιητικό στοιχείο στη δίκη ) και με τη φιλία του με τον Ραϊμόν που ο Μερσώ δέχεται αλόγιστα.
 
         Ακολουθεί το έγκλημα που κάνει σκοτώνοντας τον Άραβα. Κι αυτό οφείλεται σε συμπτώσεις συνθηκών:ο εκτυφλωτικός ήλιος, η κούραση, η επιθετικότητα του Ραϊμόν και του Άραβα. Αφήνεται και πάλι έρμαιο των γεγονότων που ακολουθούν το φόνο, αφού στη δίκη τον υπερασπίζεται ένας δικηγόρος που ορίζεται αυτεπάγγελτα.
       Δεν προσπαθεί καθόλου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρακολουθεί σχεδόν με απάθεια σαν τρίτος  την εξωτερική εμφάνιση ή τη συμπεριφορά των άλλων, ξαφνιάζεται με το μίσος που του δείχνει ο εισαγγελέας, που του φαίνεται τόσο ανεξήγητο όσο και η φιλία που του πρότεινε ο Ραϊμόν.
       Ωστόσο για τη δικαιοσύνη δεν υπάρχει τύχη. Ο εισαγγελέας εξιστορεί με τη σειρά τα γεγονότα που οδήγησαν τον Μερσώ να σκοτώσει, ισχυριζόμενος πως είχε απόλυτη επίγνωση των πράξεών του. Μάλιστα την επίγνωση αυτή τη στηρίζει, επικαλούμενος την εξυπνάδα του, για να πείσει πως πρόκειται για πράξη απεχθή και προμελετημένη, στηρίζει δε το παράλογο της αγόρευσής του στο γεγονός πως δεν δήλωσε ποτέ μετάνοια: «πώς να τόκανε άλλωστε αφού κήδεψε τη μητέρα του με την καρδιά ενός εγκληματία;». Όλα αυτά οδηγούν το Μερσώ στην καταδίκη και στη λαιμητόμο.
      Στη φυλακή σκέφτεται τον τρόπο που έζησε. Παρόλ' αυτά δεν τον αναιρεί: «είχα ζήσει κατά έναν ορισμένο τρόπο και θα μπορούσα να είχα ζήσει με κάποιον άλλο». Σκέφτεται τη μητέρα του και την κοινή τους μοίρα μπροστά στο θάνατο και για πρώτη φορά συναισθάνεται,  αφού καταλαβαίνει την επιθυμία και την ανάγκη της να κάνει νέα αρχή,  μιας κι αυτός είναι και ο δικός του πόθος.

       Έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του. Όπως κάθε άνθρωπος φοβάται τον θάνατο και τον τρόπο που αυτός θα επέλθει, γιατί η λαιμητόμος του στερεί την παραμικρή ελπίδα διαφυγής. Παρατηρεί την αδικία που διέπει το ποινικό σύστημα: « είχα παρατηρήσει πως ήταν βασικό να δίνεται μια ευκαιρία στον κατάδικο. Μια μόνο στις χίλιες ήταν αρκετή για να διορθώσει πολλά πράγματα». Σκέφτεται την Μαρί. Παρόλ' αυτά δεν απελπίζεται και θυμώνει. Τον θυμό και τον αγνωστικισμό του ξεσπά στον κληρικό που τον επισκέπτεται, αρνούμενος την κατήχηση και την παρηγοριά που του προσφέρει.
      Αποδέχεται τη ζωή όσο και το θάνατο.Η επίγνωση αυτή κι ο θυμός,  που ξεσπά, τον ελευθερώνει: «λες κι αυτός ο μεγάλος θυμός με είχε απαλλάξει από το κακό, μου είχε αφαιρέσει την ελπίδα και μπροστά σ' αυτή τη φορτωμένη σημάδια και άστρα νύχτα, ξανοιγόμουνα για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Διαπιστώνοντας πόσο όμοιος ήταν μ' εμένα, πόσο τέλος πάντων αδελφικός, ένοιωσα πως είχα γίνει ευτυχισμένος και πως ήμουνα ακόμα ευτυχισμένος». Ούτε μια στιγμή μετάνοιας κι η ευτυχία, που νοιώθει, ένα ακόμη στοιχείο του παραλόγου.
      Λυτρωμένος από το φόβο του θανάτου και την κοινωνική του μάσκα,  τραγική φιγούρα πια διατυπώνει μιαν ευχή: «Για να γίνουν όλα στην εντέλεια, για να νοιώσω λιγότερο μόνος, μου απόμεινε να εύχομαι να υπάρχουν πολλοί θεατές τη  μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους».
    Ο ήρωας του Καμύ μας ξαφνιάζει. Αναρωτιέται κανείς. Πώς μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος ένας άνθρωπος,  ώστε να μην δίνει καμία αξία και νόημα στη ζωή του; Πώς αφήνεται στη μοίρα που τον καθιστά τελικά παιχνιδάκι στα χέρια της; Πώς γίνεται τυχαία να αφαιρέσει μια ζωή; Πώς παρακολουθεί τη δίκη του σαν θεατής, ενώ δικάζεται από μεροληπτικούς δικαστές, προκαλώντας έτσι τη δυστυχία και το τέλος της ζωής του; Πώς γίνεται η Δικαιοσύνη να επιβάλλει μια ποινή βασιζόμενη σε μια σαθρή λογική που αντιστρατεύεται κάθε Δίκαιο; Στην πραγματικότητα δεν καταδικάζεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει, αλλά γιατί είναι διαφορετικός από τους ομοίους του, ξένος ανάμεσα σ' αυτούς-δεν έκλαψε στην κηδεία της μάνας του. Δεν είναι παράλογο;
      Μήπως ο Μερσώ αρχικά,  αν και με τον δικό του τρόπο ενσωματωμένος στην κοινωνία,  φορούσε μια μάσκα αδιαφορίας κι υποταγής, για να έχει την ελευθερία να ζει τους στιγμιαίους πόθους και τα  συναισθήματά του; Μήπως στην πραγματικότητα η απάθεια ήταν το μόνο όπλο που διέθετε απέναντι στο φόβο, στη μοναξιά, στο θάνατο, ζώντας σε μια κοινωνία παράλογη και ξένη; Μήπως μια μάσκα φορούμε όλοι και σωπαίνουμε, για να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί, ώστε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα στη ζωή και το μερίδιο της ευτυχίας που μας ανήκει;

      Σε όλο το μυθιστόρημα το παράλογο είναι που κυριαρχεί. Γι αυτό θέλησε ο Καμύ να μιλήσει, για το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο, το παράλογο μιας απολιθωμένης κοινωνίας και το προϊόν της που είναι η παράλογη συμπεριφορά των ανθρώπων της. Επιπλέον, το παράλογο χρησιμοποιεί για να περιγράψει την αίσθηση της ανούσιας ύπαρξης.
      Ίσως το μυθιστόρημα να χαρακτηρίζεται από μια έξαρση υπερβολής, αλλά πρέπει να αναλογιστούμε πόσες φορές οι άνθρωποι έχουν σταθεί αντιμέτωποι με την κοινωνία και τις δομές της. Πόσες φορές έχασαν την ζωή τους μαχόμενοι, πόσες φορές διχάστηκαν με τον ίδιο τους τον εαυτό κι άλλες πόσες στάθηκαν ανίκανοι να κυριαρχήσουν στη ζωή τους ή ν' αλλάξουν την ροή της ιστορίας…
     Το έργο γράφτηκε από ένα μαχόμενο συγγραφέα - φιλόσοφο - υπαρξιστή, σε μια εποχή (1942) που οι συγγραφείς αισθάνονταν ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ο άνθρωπος.Ας αναρωτηθούμε ποια είναι η ουσία της δικής μας ζωής και πώς την διαχειριζόμαστε. Ας αναλογιστούμε σε ποιες κοινωνίες ζούμε, βιώνοντας τη φρίκη του πολέμου και της εξαθλίωσης αναπαυτικά στους καναπέδες μας μέσω της τηλεόρασης  κι ας σκύψουμε μέσα μας να δούμε αν είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια ζωή φαινομενικά ασφαλή. Αν κρύβουμε σ' ένα βαθμό έναν Μερσώ που λειτουργεί, τόσο παράλογα, όσο παράλογος είναι και ο κόσμος του.
     Για το συγκεκριμένο έργο , ο Σαρτρ είπε χαρακτηριστικά : « Ο παράλογος άνθρωπος είναι ένα κλασικό έργο που γράφτηκε για το παράλογο και κόντρα στο παράλογο.Ο παράλογος άνθρωπος δεν έχει τίποτα να δικαιολογήσει».
Αικατερίνη Βεζιρτζόγλου/www.lexima.gr/

2 σχόλια: