"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Η χρεοκοπία της Αργεντινής


   Η Αργεντινή βρίσκεται συχνά τα τελευταία δύο χρόνια στα χείλη πολλών Ελλήνων, επισήμων και μη, με αναφορές σε τανκς, ανθρώπινες απώλειες και λεηλατημένα σούπερ μάρκετ που έφεραν στην επιφάνεια δραματικές μνήμες σε όσους έζησαν τα γεγονότα. Από τότε που η χώρα μας έβαλε στη ζωή της το μνημόνιο και βρέθηκε αντιμέτωπη με το χάσμα της χρεοκοπίας, όλος ο κόσμος θυμήθηκε την κατάρρευση της Αργεντινής το 2002, την  τραγική συνέπεια ενός συνδυασμού βαθιάς ύφεσης και μέτρων λιτότητας, που είχαν τις ρίζες τους στο σπάταλο κράτος της μεταπολίτευσης, στη φοροδιαφυγή και στη διαφθορά.
         Η οικονομία της Αργεντινής μετά από μια επίπονη περίοδο για την κοινωνία κατάφερε τελικά να ανακάμψει και να εισέλθει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, κάνοντας κάποιους αναλυτές να τη χρησιμοποιούν ως ένδειξη ότι μπορεί να υπάρξει ζωή μετά τη χρεοκοπία. Ο αντίλογος όμως λέει πως η κρίση χρέους της Αργεντινής δεν προκάλεσε κρίση στους πιστωτές, ενώ όταν συνέβη, η διεθνής οικονομία έμπαινε σε περίοδο σταθερής ανάπτυξης, κάτι που βοήθησε και την οικονομία της λατινοαμερικάνικης χώρας.

Το βάρος του δανεισμού    
          Η Αργεντινή βίωσε μια βαθιά οικονομική κρίση από το 1998 έως το 2002, που άλλαξε o ολοσχερώς το πρόσωπο μιας χώρας, η οποία θεωρούνταν λίγα χρόνια νωρίτερα οικονομικό θαύμα. Ουσιαστικά όμως, η κρίση άρχισε να γίνεται εμφανής από το 1983, χρονιά κατάρρευσης της δικτατορίας στη χώρα. Ο δανεισμός που απαίτησε η ανασυγκρότηση βάρυνε επικίνδυνα την Αργεντινή, δημιουργώντας στην αρχή μια πλασματική ευφορία, οδηγώντας όμως στη συνέχεια στην κατάρρευση του νομίσματός της (του αουστράλ που είχε αντικαταστήσει το πέσο).
        Η μία μετά την άλλη υποτίμηση του νεόκοπου νομίσματος, αλλά και οι αδυναμίες της τότε κυβέρνησης στο οικονομικό μέτωπο οδήγησαν σε υπερπληθωρισμό. Έτσι, το 1991 κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντομίνγκο Καβάγιο ως υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση του Κάρλος Μένεμ, ελήφθη η απόφαση το πέσο να “δεθεί” στο αμερικανικό δολάριο, υπό τις ευλογίες του ΔΝΤ, για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και να αντιμετωπίσει τον υπερπληθωρισμό. Η πρακτική αυτή δούλεψε για λίγο. Ο πληθωρισμός έπεσε, η αξία του νομίσματος διατηρήθηκε και πολλοί πολίτες μπορούσαν πια να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, να αγοράζουν εισαγόμενα αγαθά και να ζητούν δάνεια σε δολάρια με χαμηλά επιτόκια.
       Με τον καιρό όμως, η Αργεντινή αντιμετώπισε τα μειονεκτήματα της σταθερής ισοτιμίας. Συνδέοντας το πέσο με το δολάριο, οι Αργεντίνοι υιοθέτησαν ένα νόμισμα, του οποίου η ισοτιμία είχε ελάχιστη σχέση με τις οικονομικές τους συνθήκες. Υπήρξε ευλογία σε περιόδους υπερπληθωρισμού, όταν όμως η σταθερότητα επέστρεψε στη χώρα, η αδυναμία του νομίσματος να ανταποκριθεί αποδείχθηκε περισσότερο βάρος παρά όφελος.    
         Ήταν μια περίοδος που το ήδη τεράστιο χρέος της χώρας σε δολάρια αυξάνονταν, μαζί με τις ανάγκες της για συνεχή δανεισμό, ενώ οι δημόσιες δαπάνες φούσκωναν σε μια οικονομία, όπου κυριαρχούσε η διαφθορά . Και στο μεταξύ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έδινε δάνεια, τα οποία ουσιαστικά έπεφταν σε ένα βαρέλι δίχως πάτο.

Ο γείτονας πουλούσε φθηνότερα    
          Όταν το βραζιλιάνικο ρεάλ βυθίστηκε το 1999, το πέσο δεν μπόρεσε να ακολουθήσει, καθιστώντας τις αργεντίνικες εξαγωγές πολύ πιο ακριβές από αυτές του γείτονα. Η πτώση στις παγκόσμιες τιμές αγροτικών προϊόντων και η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδείνωσαν τα προβλήματα της Αργεντινής. Οι λιγότερες εξαγωγές περιόρισαν τη δυνατότητα της χώρας να κερδίσει συνάλλαγμα, για να αποπληρώνει τα εκφρασμένα σε δολάριο χρέη της. Η μειωμένη βιομηχανική δραστηριότητα στέρησε από την κυβέρνηση το ρευστό, για να ισοσκελίσει τους ισολογισμούς της, ενώ τα επίπεδα της ανεργίας έφτασαν στο 30%.
        Οι ξένοι επενδυτές και αγοραστές διαπίστωσαν πως τα δολάριά τους μπορούσαν να αγοράσουν περισσότερα στη Βραζιλία από ό,τι στην Αργεντινή, με συνέπεια οι ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές να γίνουν καπνός. Το 1999 το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 4% και η χώρα εισήλθε σε περίοδο ύφεσης, που κράτησε τρία χρόνια και κατέληξε σε μια δραματική κατάρρευση. Πρόεδρος ήταν τότε ο Φερνάντο ντε λα Ρούα.
         Τον Δεκέμβριο του 2000 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συμφώνησε να παράσχει στη χώρα δάνειο 40 δισ. δολάρια, για να καταφέρει να βγει από την κρίση. Το πακέτο όμως που συνόδευε το δάνειο προέβλεπε μέτρα λιτότητας, όπως αυξήσεις της φορολογίας και μειώσεις στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από μια δύσκολη χρονιά, στις 5 Δεκεμβρίου του 2001, το ΔΝΤ ανακοίνωνε ότι δεν θα εκταμιεύσει την δόση του 1,3 δισ. δολ. στην Αργεντινή, αφού όπως έκρινε τα μέτρα λιτότητας δεν ήταν αρκετά σκληρά, γεγονός το οποίο θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε με την περίπτωση της δικής μας χώρας.

Οργή στους δρόμους του Μπουένος Άιρες      
         Οι συνέπειες της συνεχιζόμενης ύφεσης, σε συνδυασμό με τα σκληρά μέτρα δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση. Τον Δεκέμβριο του 2001 οι Αργεντίνοι, φοβούμενοι πως τα πέσος τους θα υποτιμηθούν κατέφυγαν στις τράπεζες, θέλοντας να τα μετατρέψουν σε δολάρια σε ένα προς ένα ισοτιμία. Οι περιορισμοί των αναλήψεων που ακολούθησαν, προκειμένου να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, προκάλεσαν κύμα θυμού και αβεβαιότητας σε όλη τη χώρα. Ξεκινώντας από την επαρχία, ο κόσμος άρχισε να λεηλατεί σούπερ μάρκετ, με τις εξεγέρσεις να επεκτείνονται σταδιακά και στο Μπουένος Άιρες.

           Η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η πολιτική αδυναμία ήταν εμφανής. Ο κόσμος οργισμένος ξεχύθηκε στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, όχι μόνο οι άνεργοι, αλλά και οι μικρομεσαίοι που επλήγησαν από τους οικονομικούς περιορισμούς. Οι βίαιες διαμαρτυρίες των τελευταίων ημερών του Δεκεμβρίου του 2001 στην Plaza de Mayo κατέληξαν σε συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας που κορυφώθηκαν με την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
        Πέντε χιλιάδες πολίτες μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του υπουργού Οικονομικών, Καβάγιο, χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια, αναγκάζοντάς τον μετά από μία ώρα να παραιτηθεί, παίρνοντας στη συνέχεια μαζί του όλο το υπουργικό συμβούλιο. Ο πρόεδρος της χώρας Φερνάντο Ντε λα Ρούα χρειάστηκε ελικόπτερο, για να διαφύγει ανοίγοντας τον δρόμο στην πολιτική κρίση. Η ενδιάμεση κυβέρνηση που ακολούθησε δήλωσε αδυναμία να αντιμετωπίσει την κατάσταση και, προτού δει την έξοδο, ανακοίνωσε στις 25 Δεκεμβρίου του 2001 την αναστολή των πληρωμών στο ύψους 132 δισ. δολάρια χρέος της.
           Την έκρυθμη κατάσταση ανέλαβε να διαχειριστεί ο νέος πρόεδρος, Εντουάρντο Ντουάλντε, με πρώτη κίνηση την κατάργηση της σταθερής ισοτιμίας πέσο-δολαρίου. Το πέσο υποτιμήθηκε πάρα πολύ. Στις 3 Ιανουαρίου του 2002 η Αργεντινή χρεοκόπησε και επίσημα, αφού δεν κατάφερε να ανταποκριθεί σε πληρωμή ομολόγων 28 εκατ. δολαρίων. Η πτώση του πέσο έφερε αρχικά χάος, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό. Το βιοτικό επίπεδο του μέσου Αργεντίνου έπεσε σημαντικά, πολλές εταιρείες έκλεισαν ή χρεοκόπησαν, πολλά εισαγόμενα προϊόντα έγιναν κυριολεκτικά απρόσιτα. Για αρκετό καιρό, ο κόσμος κατέβαινε στους δρόμους, αμφισβητώντας τις προθέσεις και της νέας κυβέρνησης.
           Οι συντάξεις δεν μειώθηκαν εκείνο το διάστημα, είχε προηγηθεί όμως μια μείωσή τους 13% πριν από την κρίση στις ήδη χαμηλές συντάξεις. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, αν και δεν υπήρξαν περικοπές στις αποδοχές τους, είχαν δικαίωμα να εισπράττουν μόνο 250 πέσος την εβδομάδα, ποσό αρκετό μόνο για τις βασικές ανάγκες. Στον ιδιωτικό τομέα, έγιναν απολύσεις και οι πληρωμές συχνά γίνονταν σε ένα από τα πολλά διαφορετικά νομίσματα που άρχισαν να κυκλοφορούν στη χώρα. Για τις συναλλαγές πάνω από 1.000 πέσος ήταν υποχρεωμένοι οι εργαζόμενοι να χρησιμοποιούν επιταγές και επιβαλλόταν ένας πολύ υψηλός φόρος γι' αυτές.
        Τα περισσότερα νοσοκομεία είναι ιδιωτικά, όπως και τα σχολεία, οπότε η περίθαλψη ήταν ανάλογη του τι μπορούσε να καταβάλει κανείς, για να βρει την υγειά του. Σε όσα ιδρύματα επιδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό έγιναν περικοπές και πολλά από αυτά δεν μπορούσαν να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες.
        Πλήθος ανθρώπων, κυρίως οι πιο νέοι, μετανάστευσαν στην Ευρώπη. Αφού στο σύνθημα εκείνων των ημερών "Que se vayan todos!" , "Να φύγετε όλοι!", οι πολιτικοί δεν ανταποκρίθηκαν, δημιουργήθηκε ένα μαζικό κύμα μετανάστευσης κυρίως προς την Ευρώπη. Ουρές ατελείωτες στις πρεσβείες των ευρωπαϊκών χωρών για την έκδοση του πολυπόθητου διαβατηρίου, που θα γινόταν δικό τους αν είχαν τα απαραίτητα δικαιολογητικά που θα αποδείκνυαν ότι κάποιος πρόγονός τους είχε έρθει από κάποια γωνιά της γηραιάς ηπείρου.
        Υπήρχε ακόμα, μεγάλος προβληματισμός για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας κι έτσι, δημιουργήθηκαν τεράστιες αγορές, όπου ο καθένας πήγαινε προς ανταλλαγή ό,τι πίστευε ότι μπορεί να χρειαζόταν κάποιος άλλος. Στην αρχή φαγητά, μετά ρούχα και μετά αντάλλασσε άλλες υπηρεσίες, ακόμη και νομικές συμβουλές ή ιδιαίτερα μαθήματα. Δεν τα αντάλλασσε με είδος, αλλά με κουπόνια ανταλλακτικού χρήματος, τα creditos. Ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα αυτοσχέδιο νόμισμα. Ανάλογα με τα creditos που έπαιρνε γι' αυτό που πούλησε, αγόραζε άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες. Για να εισαχθεί κάποιος σε αυτό καταγραφόταν, έπαιρνε κάρτα μέλους και ένα μικρό αριθμό creditos για να μπορέσει να ξεκινήσει.

Μετά τη χρεοκοπία, η ανάκαμψη
          Ο Ντουάλντε κατάφερε να σταθεροποιήσει σε ένα βαθμό την κατάσταση και στη συνέχεια προκήρυξε εκλογές. Τον Μάιο του 2003 τα ηνία της χώρας πήρε ο Νέστωρ Κίρσνερ, διατηρώντας τον υπουργό Οικονομικών του προκατόχου του στη θέση του. Σταδιακά όμως, η υποτίμηση του νομίσματος άρχισε να δείχνει και το καλό της πρόσωπο.
      Οι εξαγωγές φθήνυναν, έγιναν ελκυστικότερες και εισήλθαν σε ανοδική πορεία, ωφελημένες και από τη δυναμική εμφάνιση της Κίνας στη διεθνή σκηνή, που άρχισε να επιλέγει τα αγροτικά προϊόντα της Αργεντινής. Η βιομηχανία και η γεωργία μπήκαν σε φάση ανασυγκρότησης, δημιουργώντας σταδιακά νέες θέσεις εργασίας και συμβάλλοντας στη μείωση της ανεργίας, που σε λίγα χρόνια υποχώρησε από το 20% στο 8,5%. Οι οικονομικοί ρυθμοί άρχισαν να αποκτούν υψηλά θετικά πρόσημα. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε πιστώσεις, εφάρμοσε ένα επιθετικό σχέδιο για την είσπραξη φόρων και άρχισε να εξοικονομεί χρήματα για κοινωνική πρόνοια, περικόπτοντας δαπάνες από άλλους τομείς. Το νέο παραγωγικό μοντέλο σε συνδυασμό με τα μέτρα ελέγχου των δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ανατίμηση του πέσο. Οι γεωργικές εξαγωγές αυξήθηκαν και ο τουρισμός επανήλθε. Η άνθηση των εξαγωγών έφερε στη χώρα συνάλλαγμα, διευκολύνοντας τις προσπάθειες αποπληρωμής του χρέους.
       Το 2005 η κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία, ώστε το μεγαλύτερο κομμάτι των χρεοκοπημένων της ομολόγων να ανταλλαχθεί από άλλα, με χαμηλότερη ονομαστική αξία. Ακόμα και το ΔΝΤ χαιρέτισε την ανταλλαγή, μπαίνοντας σε νέες διαπραγματεύσεις με τη χώρα.
       Μετά τις τελευταίες συμφωνίες με τους πιστωτές της η Αργεντινή έχει διευθετήσει περίπου το 92% του χρέους από τη χρεοκοπία της το 2001, ενώ έχει αποπληρώσει χρήματα που η χώρα δανείσθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πάντως η Αργεντινή πληρώνει ακόμα τη χρεοκοπία της. Αν και πέτυχε συμφωνίες με την πλειοψηφία των πιστωτών της, δεν μπορεί ακόμα να δανειστεί από τις ξένες αγορές.
        Όπως διαφαίνεται από όλα τα παραπάνω, η ιστορία επαναλαμβάνεται.Οι οι αδύναμες χώρες γίνονται έρμαια στα σχέδια των ισχυρότερων όσον αφορά στο χρήμα και στο κέρδος. Γι’ αυτό, θα πρέπει όλοι οι πολίτες μιας κοινωνίας να συνεργάζονται και να καταβάλλουν συλλογικές προσπάθειες, προκειμένου να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο σε δύσκολες στιγμές της πορείας τους.
Αλεξάνδρα Καφφέ-Μαρία Μαργαρίτη -Ζωή Μιχαηλίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου