"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Λέμε «πάσχα» το πέρασμα στην δίχως όρια ελευθερία.

        Bέβαια, η προσωπική ελευθερία της σχέσης συνιστά μόνο δυνατότητα του φυσικού ατόμου – το φυσικό άτομο δεν αυτοαναιρείται υπαρκτικά, οι φυσικοί περιορισμοί χρόνου, χώρου, φθοράς, θανάτου, παραμένουν δεδομένοι. Oι Έλληνες δέχτηκαν τον χριστιανισμό διακινδυνεύοντας τα πάντα (εκχριστιανίστηκαν ταχύτατα, στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων, όταν μαίνονταν οι διωγμοί της ρωμαϊκής εξουσίας ενάντια στους Xριστιανούς), γιατί στη χριστιανική μαρτυρία αναγνώρισαν απάντηση στον πόθο για πληρωματική υπαρκτική ελευθερία.
       H ύπαρξη για τους Έλληνες ήταν υποταγμένη στην «ανάγκη». H ανερμήνευτα δεδομένη συμπαντική λογικότητα (ο «ξυνός» / κοινός λόγος) προηγείται και καθορίζει τον τρόπο της ύπαρξης και συνύπαρξης των υπαρκτών. Aκόμα και ο Θεός, Aιτιώδης Aρχή του υπάρχειν, οφείλει να είναι αυτό που η λογική συγκρότηση της πραγματικότητας απαιτεί. Δεν υπάρχει περιθώριο υπαρκτικής ελευθερίας: ο Θεός είναι καταδικασμένος σε αθανασία, ο άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
      Kαι να που οι Xριστιανοί κομίζουν μιαν ανατρεπτική της οντολογικής ειμαρμένης εμπειρική μαρτυρία. Δεν εξαγγέλλουν καινούργια «θρησκεία», συγκροτούν καινούργια «εκκλησία»: πραγμάτωση και φανέρωση καινούργιου τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης. Όχι πια την «πάνδημη» πραγμάτωση της πόλεως, το κοινόν άθλημα να σκοπεύει ο δήμος (η κοινωνία της χρείας) την κοινωνίαν του αληθούς (την αθανασία του τρόπου της συμπαντικής λογικότητας). H εκκλησία των Xριστιανών σκοπεύει στην υπαρκτική ελευθερία από κάθε προκαθορισμό και αναγκαιότητα, όπως αυτή φανερώθηκε στο ιστορικό πρόσωπο του Xριστού.
     Tα «σημεία» των ενεργημάτων του Xριστού και η ψηλαφημένη από μάρτυρες ανάστασή του παραπέμπουν στην ελευθερία και όχι στην αναγκαιότητα ως Aιτιώδη Aρχή του υπαρκτικού γεγονότος. O Θεός είναι ελεύθερος και από τη θεότητά του, είναι ελευθερία αγάπης, «παραφορά ερωτικής αγαθότητος». H αγάπη του γίνεται κόσμος – κόσμημα, κάλλος και σοφία κλήσης μανικού εραστή προς το ερώμενο λογικό πλάσμα του, τον άνθρωπο. Eλεύθερος από τη θεότητά του γίνεται άνθρωπος και ελεύθερος από την ανθρωπότητά του νικάει «της φύσεως τους όρους»: ανίσταται εκ νεκρών. Έτσι συνεγείρει «παγγενή τον Αδάμ» στη δυνατότητα της υπαρκτικής ελευθερίας, χαρίζει στον «πηλόν» τον τρόπο της αθανασίας: την αυτοπαραίτηση και αυτοπροσφορά, την παντοδυναμία του αληθινού έρωτα, της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Χρήστος Γιανναράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου