"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Η φιλοσοφική μελαγχολία του Βιζυηνού

       Για τον φιλόσοφο Βιζυηνό ελάχιστα έχουν γραφτεί.Αλλά μήπως έχουν γραφτεί αρκετά για το λογοτέχνη; Μόνον ο Δημαράς, που δυσκολεύεται να αξιολογήσει σωστά τους σημαντικούς καθαρευουσιάνους πεζογράφους μας - Ροΐδη, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό - του αφιερώνει μια μικρή, σχεδόν περιφρονητική παράγραφο. Τα τελευταία χρόνια χάρη σε μερικούς μελετητές - Μουλλά, Αθανασόπουλο - αρχίζει, με εκατό χρόνια καθυστέρηση, η εποχή της αναγνώρισης.
       Μπορούμε να αποκαλέσουμε τον Βιζυηνό φιλόσοφο; Ο προσδιορισμός αυτός θα μπορούσε να σημαίνει τρία πράγματα. Πρώτα τον δημιουργικό στοχαστή που επινόησε καινούργιες σκέψεις-κλειδιά για την ερμηνεία των πραγμάτων, που - ενδεχομένως - επεξεργάστηκε ένα καινούργιο κοσμοείδωλο. Με αυτή την έννοια, ο Βιζυηνός δεν ήταν φιλόσοφος. Δεν μας άφησε κάτι το πρωτότυπο στον χώρο των ιδεών, που να δικαιολογεί έναν παρόμοιο χαρακτηρισμό, πράγμα φυσικό αν σκεφθεί κανένας το ιδεολογικό τοπίο του ελληνικού 19ου αιώνα - που δεν έχει να επιδείξει κανένα πραγματικό φιλόσοφο.
       Όπως παρατηρεί ο Ε. Π. Παπανούτσος, "...ήταν αναπόφευκτο, τόσο στη φιλοσοφία, όσο και στις άλλες επιστήμες και τέχνες, να γίνουμε εδώ στην Ελλάδα (την πρώτη εκατονταετία της πολιτικής μας ελευθερίας) επαρχία της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης, περιοχή δηλαδή πνευματικά ετερόφωτη και συνειδητά μαθητεύουσα στα ξένα πρότυπα, ...ενώ η γενικότερα επιστημονική και ειδικότερα φιλοσοφική μας γραμματεία έχει κατά το χρονικό αυτό διάστημα περισσότερο τον διδακτικό και λιγότερο τον καθαρά ερευνητικό χαρακτήρα. Η πρωτοτυπία και η δημιουργία στην σφαίρα του πνεύματος προϋποθέτει όχι μόνο μεγαλοφυΐες (που άλλωστε παντού και πάντοτε σπανίζουν) αλλά και υψηλό επίπεδο γενικής παιδείας, όπου το κοινωνικό σύνολο φτάνει με επίπονες προσπάθειες μέσα σε ευνοϊκούς όρους οικονομικής ζωής και ύστερα από μακρούς χρόνους ελεύθερου βίου".
       Δεύτερη έννοια της λέξης φιλόσοφος: μελετητής της φιλοσοφίας, ακαδημαϊκός δάσκαλος, καθηγητής της ιστορίας της και των υποδιαιρέσεών της (ηθική, αισθητική και - τότε - ψυχολογία). Με αυτή την έννοια ο Βιζυηνός υπήρξε φιλόσοφος και σίγουρα από τους καλύτερους της εποχής του, στην χώρα του. Τα συγγράμματά του το πιστοποιούν. "Οι σύντομες πραγματείες που μας άφησε" γράφει ο Παπανούτσος "απάνω σε φιλοσοφικά θέματα, δείχνουν στέρεο θεωρητικόν οπλισμό και οξύ ερευνητικό νου." Και πιο πάνω: "Πραγματικά υπήρξε μεγάλο ατύχημα για την κίνηση των φιλοσοφικών ιδεών στην νέαν Ελλάδα το γεγονός ότι ο Γ. Βιζυηνός δεν εσταδιοδρόμησε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και, για λόγους κυρίως υγείας, εγκατέλειψε τις εργασίες του τις ψυχολογικές και αισθητικές".
       Υπάρχει όμως και μια τρίτη, λιγότερο κυριολεκτική σημασία της λέξης φιλόσοφος. Υπονοεί τον άνθρωπο που χωρίς να είναι συστηματικός στοχαστής έχει μια συγκροτημένη άποψη για τον κόσμο - και ιδιαίτερα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Συνήθως στην περίπτωση αυτή μιλάμε όχι για φιλόσοφο αλλά για `φιλοσοφημένο' (π.χ. συγγραφέα), και αναφερόμαστε σε βιοθεωρία (σε αντίθεση με την συστηματική κοσμοθεωρία). Η θεωρία αυτή υπάρχει σε κάθε σημαντικό δημιουργό και, τις περισσότερες φορές, δεν διατυπώνεται άμεσα αλλά προκύπτει έμμεσα από την ανάλυση του έργου του.
       Όταν αντιμετωπίζει κανείς έναν συγγραφέα που υπήρξε φιλόσοφος με την δεύτερη έννοια είναι σίγουρα ερεθιστικό να ερευνήσει αν υπήρξε και με την τρίτη - αν δηλαδή από το έργο του προκύπτει μια συνεκτική βιοθεωρία - και να αντιπαραβάλλει τις δύο ιδεολογικές παρουσίες του. Πόσο ο μελετητής και δάσκαλος της φιλοσοφίας επηρεάζει τον συγγραφέα - και πού;
       Η κ. Ποταμιανου-Παλλαντίου γράφει σχετικά: "Η φιλοσοφία έδωσε στην ταραγμένη ψυχή του Βιζυηνού, όχι μόνον ένα τρόπο σκέψης αλλά και ένα τρόπο διαφυγής από την οδύνη της καλλιτεχνικής πρακτικής της δημιουργίας μέσα από την λογοτεχνική έκφραση: ακόμα περισσότερο που στην περίπτωσή του, το ποιητικό και το πεζογραφικό έργο του, συνεστήθη άμεσα από τα βιώματα και τα πρόσωπα της ζωής του, έτσι, ώστε τα διηγήματά του - που διαμορφώθηκαν στην προοπτική της επεξεργασίας των βιωματικών καταστάσεων και των "συνειδητών προσωπικών μύθων" του - να καθίστανται αποκλειστικός παράγοντας αλληλοπροσδιορισμού της ζωής και του έργου του.
       Πραγματικά, η διάσταση είναι έντονη: από την μια πλευρά η πιο συγκινησιακά φορτισμένη λογοτεχνική γραφή κι από την άλλη στεγνός "θετικιστικός προσανατολισμός" και "αυστηρά ακαδημαϊκό ύφος".Στην περίπτωση του Βιζυηνού νομίζεις πως έχεις να κάνεις με δύο ξεχωριστά άτομα. Πού ταιριάζει ο τρυφερός και σοφός αφηγητής της ιστορίας του παππού ("Το μόνον της ζωής του ταξίδιον") με τον στεγνό δάσκαλο του εγχειριδίου "Ψυχολογικαί μελέται επί του Καλού" που αναφέρεται σε έργα τέχνης όχι εκ των ένδον - με τον τρόπο του δημιουργού - αλλά με την ψυχρή αδιαφορία του ανατόμου και καταλογογράφου;

         Μια άλλη εξήγηση, εκτός από την ψυχολογική, είναι πως ο Βιζυηνός έβλεπε την φιλοσοφία σαν αντικείμενο σταδιοδρομίας και μόνο. Προσπαθούσε λοιπόν να μιμηθεί το τρέχον ακαδημαϊκό ύφος για να προσαρμοσθεί στα κρατούντα και να αρέσει στους πανεπιστημιακούς κριτές. Το ίδιο δεν είχε κάνει άλλωστε στα νιάτα του με τους ποιητικούς διαγωνισμούς; Είναι πολύ πιθανό, στην ανάγκη του για αναγνώριση και οικονομική εξασφάλιση, να υποδύθηκε ένα πρόσωπο που του ήταν εντελώς ξένο. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του καλόν ηθοποιό, κι ίσως εδώ να το απέδειξε.
         Στο έργο του Βιζυηνού κυριαρχεί μια τραγική, σκοτεινή μοίρα, η οποία ταιριάζει απόλυτα με ένα φιλοσοφικό σύστημα που κυριαρχούσε στην Γερμανία την εποχή που σπούδαζε εκεί - ένα σύστημα στο οποίο, ούτε ο ίδιος αναφέρεται, ούτε άλλος κανείς το έχει συνδέσει μαζί του. Κανένα κείμενό του δεν έχει happy end, κανένας ήρωάς του δεν είναι ευτυχισμένος.
        Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος γράφει: "O Βιζυηνός είναι ένας θλιμμένος ή πικραμένος πεζογράφος". "Υπάρχει ακόμη ένα αίσθημα θανάτου, συγκρατημένης απελπισίας και πικρής διάψευσης..." Την παρουσία του θανάτου, "βίαιου και άδικου", σημειώνει σαν leit-motiv του έργου και ο Μουλλάς: "..ό,τι σημαδεύει ανεξίτηλα τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι μια μνήμη ώριμη να συνθέσει την 'Νέκυϊά' της, επιστρέφοντας διαρκώς σ' ένα παρελθόν σφραγισμένο με την παρουσία του θανάτου". Και παρακάτω: "Αυτή την παρουσία του θανάτου θα την βρούμε ακόμα και στους τίτλους των τριών από τα έξη διηγήματα του Βιζυηνού". Τα ίδια (ίσως και χειρότερα) ισχύουν για τον Βιζυηνό ποιητή.
       Και αν μεν στην ποίηση, πολλά μπορούν να αποδοθούν σε ρομαντικές επιδράσεις, στο διήγημα, όπου (με μία εξαίρεση) ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος μας ρεαλιστής, οι ρίζες του σκότους είναι πολύ πιο βαθιές. Ο Αθανασόπουλος γράφει για τα "τέσσερα μοτίβα της απελπισίας" που πρωτοεμφανίζονται στο πρώτο (χρονολογικά) διήγημα του συγγραφέα ("Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας") και "...θα ριζώσουν είτε στην ζωή του συγγραφέα ως έμμονη ιδέα, είτε ως αφηγηματικά μοτίβα μέσα στο έργο του."  Σε τελευταία ανάλυση τα τέσσερα αυτά θέματα συνενώνονται σε ένα - το θέμα της "διπλής πραγματικότητας" και της ματαίωσης ή διάψευσης που αυτή επιφέρει. Η σύγκρουση της μιας πραγματικότητας με την άλλη (και δεν ξέρω ποια θα έβαζα εντός εισαγωγικών -την επιθυμητή ή την ανεπιθύμητη) φέρνει στην καλύτερη περίπτωση απογοήτευση και πίκρα - στην χειρότερη καταστροφή και εκμηδένιση.
       Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της βιοθεωρίας του Βιζυηνού - ο βαθύς πεσιμισμός και η διπλή πραγματικότητα - θυμίζουν την φιλοσοφία του Arthur Schopenhauer.Δεν υπάρχει  καμία ένδειξη ότι ο Βιζυηνός είχε διαβάσει Schopenhauer. Ήταν όμως πολύ πιθανό - μια και βρέθηκε στην Γερμανία ακριβώς την ίδια χρονιά που κυκλοφορούσε το περίφημο δοκίμιο του Nietzsche: "Ο Schopenhauer ως παιδαγωγός". Τότε ομολογούσε ότι: "Ανήκω στους αναγνώστες του Schopenhauer, που, αφού διάβασαν την πρώτη του σελίδα, γνώριζαν με ακρίβεια ότι θα διαβάσουν όλες τις σελίδες και θα αφουγκραστούν κάθε μία λέξη που έχει αρθρώσει. Η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν δημιουργήθηκε αμέσως και παραμένει και τώρα η ίδια όπως πριν εννέα χρόνια."
        Είναι γεγονός πως κυρίως τα διηγήματα του Βιζυηνού αποτελούν σε πολλά σημεία πιστή αποτύπωση των ιδεών του Schopenhauer στην λογοτεχνία.Ο κόσμος του Schopenhauer είναι ο κατ' εξοχήν κόσμος της διπλής πραγματικότητας. Ήδη ο τίτλος του βιβλίου του μιλάει για τον κόσμο με δύο μορφές: σαν βούληση και σαν παράσταση. Η Γερμανική λέξη Vorstellung σημαίνει παράσταση και με τις δύο έννοιες - όχι μόνο εικόνα του νου αλλά και παράσταση θεάτρου. Μια παράσταση που, όπως θα δούμε, λοιδορεί τους θεατές.
       Ξεκινώντας από τον Κant και την διαπίστωσή του ότι "ο κόσμος είναι παράστασή μου" ο Schopenhauer δίνει στην κλασική Καντιανή διάκριση ανάμεσα στα φαινόμενα και τα νοούμενα ένα νέο νόημα. Δέχεται ως παράσταση τον κόσμο των φαινομένων, τον υποκείμενο στις κατηγορίες της νόησής μας . Όμως το ανεξερεύνητο νοούμενον, τα 'πράγμα καθ'αυτό' του Kant, εδώ δεν μένει απροσπέλαστο, αρνητικά μόνο καθορισμένο. Καθορίζεται θετικά, χαρακτηρίζεται ως βούληση και αποτελεί την πραγματική όψη του όντος. Είναι το τμήμα του εαυτού μας που δεν αντικειμενοποιείται, βιώνεται άμεσα, και δρα τυφλά, παρορμητικά και ασυνείδητα.
       Ο νους λοιπόν κατασκευάζει μια πραγματικότητα (παράσταση) που είναι μόνο πρόσοψη, φενάκη, παγίδα. Πρόκειται για απλές αντικειμενοποιήσεις της βούλησης. Πίσω τους βράζει η βουβή, παντοδύναμη βούληση, που ορίζει τα πάντα. Σαν πράγμα καθ' αυτό είναι ενιαία και αδιαίρετη, όμως έχει πολλές επί μέρους εκφάνσεις στην φύση (εξέλιξη, μαγνητισμός, έλξη, ένστικτο).
       Η βούληση είναι κάτι σαν την αρχαία μοίρα. Μια τυφλή, βίαιη παρορμητική δύναμη που δεν ξέρει καλό μήτε κακό. Ακολουθεί τους δικούς της σκοπούς, αγνοεί την μεμονωμένη ύπαρξη - άνθρωπο ή μυρμήγκι. Στα χέρια της είμαστε όλοι αθύρματα. Αλέθει ελπίδες και όνειρα, συντρίβει σκοπούς και στόχους. Ο μισογύνης Schopenhauer εξηγεί την ομορφιά των γυναικών σαν παγίδα - που την μετέρχεται η φύση για να προωθήσει τους σκοπούς της, την διαιώνιση του είδους.
       Οι διαφυγές είναι δύο. Ο Schopenhauer τις δανείζεται την μία από τον Πλάτωνα, την άλλη από τον Βούδα. Υπάρχουν παραστάσεις (σαν τις πλατωνικές Ιδέες) που δεν υπόκεινται στον νόμο της αιτιότητας. Δεν τις προσεγγίζουμε με τις αισθήσεις και τον νου - όπως τις άλλες παραστάσεις - αλλά με θέαση, βαθύ διαλογισμό. Αποτελούν το αντικείμενο της τέχνης. Οι τέχνες μπορούν να σώσουν το αιώνιο μέσα στα φαινόμενα. Ιδιαίτερα η μουσική που για τον Schopenhauer. μπορεί μόνη αυτή να συλλάβει και να απεικονίσει την καθαρή βούληση.

         Για όσους δεν μπορούν να λυτρωθούν με την τέχνη υπάρχει πάντα η κλασική Βουδιστική συνταγή. Αν η ζωή είναι πόνος - ακυρώστε την ζωή. Ακυρώνω την ζωή αν πάψω να επιθυμώ, να προσκολλώμαι, να ελπίζω. Αιτία του ατομικού πόνου είναι η εξατομίκευση της βούλησης. Αρνούμαι την βούληση και επιστρέφω από το είναι στο μηδέν. Ασκητισμός και συμπόνια είναι το απόσταγμα της σοφίας.
      Διάψευση, απογοήτευση, πίκρα - το γέλιο της Μάσιγγας, ο Μοσκώβ-Σελήμ που περιμένει (και τρέμει) το ανέφικτο, ο παππούς που δεν ταξίδεψε ποτέ παρά μόνο στον άλλο κόσμο, ο Πασχάλης, ο Κιαμήλης, η μάνα Μηχαλιέσα - ένας συρφετός από ανθρώπους που μια μοίρα αδυσώπητη τους αλέθει ανάλγητα. Καμία ελπίδα πουθενά, ούτε δικαιοσύνη, πλήρης απουσία Θεού. Και η θρήσκα μάνα, που έταζε το άρρωστο παιδί στην εκκλησία (χωρίς αποτέλεσμα) στο τέλος συγχωρεί εκείνη τον Πατριάρχη, τον εκπρόσωπο του Υψίστου.   
      Ίσως ο Βιζυηνός να είναι ο πιο συνεπής στην απαισιοδοξία του λογοτέχνης μας. Οι ήρωές του συνθλίβονται ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες - την επιθυμητή και την πραγματική - και κάθαρση δεν υπάρχει. "Με όλο το πεζογραφικό του έργο" γράφει ο Β. Αθανασσόπουλος, "περιγράφει από την θετική της άποψη μια ουτοπία.. Μέσα από μια τραγική προοπτική - ή πρόθεση - αποκαλύπτει την έλλειψη ανταπόκρισης και ακριβούς εξωτερικής ή και εσωτερικής αντιστοιχίας ανάμεσα στα γεγονότα, τις σκέψεις, τα όνειρα και φυσικά ανάμεσα στα λόγια των χαρακτήρων." 
       Μπορεί η τραγικότητα αυτή να κατάγεται από αλλού -π.χ. την αρχαία τραγωδία. Ωστόσο, σε έναν αιώνα πολύ αισιόδοξο, με τους επιστήμονές του και τους θετικιστές φιλοσόφους του (στους οποίους μαθήτευσε ο Βιζυηνός) μόνον ο Schopenhauer κήρυξε το ευαγγέλιο της απαισιοδοξίας. Είναι η πιο κοντινή πηγή. Χρονικά και τοπικά θα ήταν δύσκολο για τον Βιζυηνό να μην συναντηθεί με την σκέψη του Γερμανού. Το ότι δεν αναφέρεται σε αυτόν, στα φιλοσοφικά του κείμενα, είναι απλό να εξηγηθεί. Ο Schopenhauer δεν ήταν ποτέ δημοφιλής στους ακαδημαϊκούς κύκλους - μια παραπομπή σε αυτόν δεν θα ωφελούσε έναν υποψήφιο καθηγητή.
      Πρόκειται πραγματικά για δύο διαφορετικές πνευματικές προσωπικότητες:από τη μια ο  Βιζυηνός φιλόσοφος και από την άλλη ο Βιζυηνός λογοτέχνης. Ο ένας ευρωπαίος, ορθολογιστής, θετικιστής, αισιόδοξος, με πίστη στην επιστήμη και τα πειράματα των δασκάλων του - ο άλλος απαισιόδοξος, ανατολίτης, μελαγχολικός μοιρολάτρης, όλο πάθος και συναίσθημα. Αλλά και ο Schopenhauer υπήρξε ο πιο ανατολίτης από τους ευρωπαίους φιλοσόφους. Διότι, ενώ οι άλλοι έψαχναν την γνώση σαν συνεπείς Δυτικοί, αυτός αναζητούσε την λύτρωση - την οποία άλλωστε βρήκε στην σκέψη της ανατολής.
      Η διχασμένη προσωπικότητα του Βιζυηνού αντιπροσωπεύει την διπλή πραγματικότητα που περιγράφει ο Schopenhauer. Ο Βιζυηνός φιλόσοφος είναι ο κόσμος σαν παράσταση - ενώ ο λογοτέχνης αντιστοιχεί στη σκοτεινή βούληση,την υπόγεια μοίρα που τελικά τον κέρδισε ολόκληρο.
 www.hellenicaworld.com/ Νίκος Δήμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου