Πρόλογος (Στίχοι 1-99) Στ.21-38 & 49-77
|
|
ΑΝΤ. ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα,
|
Πολυαγαπημένη μου αδερφή Ισμήνη,
|
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅ τι τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου κακῶν
|
άραγε ξέρεις αν υπάρχει καμιά
συμφορά που μας κληροδότησε ο Οιδίποδας
|
ὁποῖον Ζεὺς οὐχὶ τελεῖ νῷν ἔτι ζώσαιν;
|
και να μην την έστειλε ο Δίας σ’
εμάς όσο ακόμη ζούμε;
|
οὐδὲν γὰρ ἐσθ᾽οὔτ᾽ ἀλγεινὸν οὔτ᾽ ἄτης ἄτερ
|
Γιατί τίποτε δεν υπάρχει, ούτε
λυπηρό, ούτε γεμάτο συμφορές
|
οὔτ᾽ αἰσχρὸν οὔτ᾽ ἄτιμόν, 5
|
ούτε που να φέρνει ντροπή, ούτε
επονείδιστο,
|
ὁποῖον ἐγὼ οὐκ ὄπωπ᾽ τῶν σῶν τε κἀμῶν κακῶν.
|
που να μην έχω δει εγώ μέσα στα
δικά σου και στα δικά μου βάσανα.
|
καὶ νῦν τί αὖ τοῦτ᾽ κήρυγμα φασι
|
Και τώρα τι είναι πάλι αυτή η
διαταγή που λένε
|
θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως πανδήμῳ πόλει;
|
ότι διακήρυξε (έβγαλε) ο στρατηγός
πριν από λίγο σ’ ολόκληρη την πόλη;
|
ἔχεις τι κεἰσήκουσας;
|
Ξέρεις τίποτα κι έχεις ακούσει;
|
ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα
|
Ή μήπως σου ξεφεύγει ότι τους
αγαπημένους απειλούν
|
κακά τῶν ἐχθρῶν; 10
|
κακά που ταιριάζουν στους εχθρούς;
|
ΙΣΜ. ἐμοὶ μὲν, Ἀντιγόνη, οὐδεὶς μῦθος φίλων ἵκετ᾽,
|
Σε μένα τουλάχιστον, Αντιγόνη,
καμιά είδηση δεν έφτασε για τους αγαπημένους[μου]
|
οὔθ᾽ ἡδὺς οὔτ᾽ ἀλγεινὸς
|
ούτε ευχάριστη, ούτε δυσάρεστη,
|
ἐξ ὅτου δύο ἐστερήθημεν δυοῖν ἀδελφοῖν,
|
αφότου οι δυο μας στερηθήκαμε τα
δυο μας αδέρφια,
|
θανόντοιν μιᾷ ἡμέρᾳ διπλῇ χερί·
|
που σκοτώθηκαν την ίδια μέρα με
αμοιβαίο φόνο
|
ἐπεὶ δὲ στρατὸς Ἀργείων φροῦδός ἐστιν ἐν νυκτὶ τῇ νῦν, 15
|
κι από τότε που ο στρατός των
Αργείων τράπηκε σε φυγή τη νύχτα αυτή
|
οἶδ᾽ οὐδὲν ὑπέρτερον,
|
δεν ξέρω τίποτε περισσότερο,
|
οὔτ᾽ εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ᾽ ἀτωμένη.
|
ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη ούτε
πιο δυστυχισμένη.
|
ΑΝΤ. ᾔδη καλῶς,
|
Ήμουνα σίγουρη,
|
καί οὕνεκ᾽ τοῦδ᾽ ἐξέπεμπον σ᾽ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν,
|
και γι’ αυτό ζήτησα να’ρθεις στις
εξώπορτες του ανακτόρου,
|
ὡς μόνη κλύοις.
|
για να τ’ ακούσεις μόνη.
|
ΙΣΜ.τί δ᾽ ἔστι; δηλοῖς γάρ καλχαίνουσ᾽ τι ἔπος. 20
|
Τι
‘ναι λοιπόν;Γιατί δείχνεις ότι κάποια είδηση σε βασανίζει.
|
ΑΝΤ . Κρέων γὰρ τὼ κασιγνήτω νῷν
|
Γιατί, ο Κρέοντας από τα δυο μας αδέρφια,
|
οὐ τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ᾽ ἀτιμάσας ἔχει τάφου;
|
δεν έκρινε τον ένα άξιο ταφής, ενώ
τον άλλο ανάξιο να ταφεί;
|
Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι, χρησθείς σὺν δικαίᾳ δίκῃ
|
Τον Ετεοκλή, όπως λένε, αφού του
φέρθηκε,με δίκαιη κρίση
|
καὶ νόμου
|
και σύμφωνα με το (θρησκευτικό)
νόμο,
|
ἔκρυψε κατὰ χθονὸς
|
διέταξε να τον θάψουν κάτω από τη
γη,
|
ἔντιμον τοῖς ἔνερθεν νεκροῖς· 25
|
ώστε να είναι τιμημένος μες στους
νεκρούς στον κάτω κόσμο,
|
τὸν δ᾽ νέκυν Πολυνείκους ἀθλίως θανόντα
|
αλλά το κορμί του Πολυνείκη, που
πέθανε με αξιολύπητο τρόπο,
|
φασιν ἐκκεκηρῦχθαι ἀστοῖσι
|
λένε πως έχει διακηρυχτεί στους
πολίτες
|
τὸ μὴ καλύψαι τάφῳ μηδὲ κωκῦσαί τινα,
|
κανείς να μην το θάψει και να μην
το κλάψει,
|
ἐᾶν δ᾽ ἄκλαυτον, ἄταφον,
|
αλλά να το αφήσουν άκλαυτο κι άθαφτο,
|
γλυκὺν θησαυρὸν οἰωνοῖς εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς. 30
|
εύρημα ευχάριστο για τα όρνια που
λαίμαργα ψάχνουν, για να βρουν την τροφή τους.
|
τοιαῦτά φασι
|
Τέτοια λένε
|
κηρύξαντ᾽ ἔχειν τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα,
|
ότι έχει κηρύξει δημόσια ο Κρέοντας
«ο καλός»
|
σοὶ κἀμοί, λέγω γὰρ κἀμέ,
|
για σένα και για μένα —λέω και για
μένα—,
|
καὶ δεῦρο νεῖσθαι
|
και [λένε] ότι έρχεται εδώ,
|
προκηρύξοντα ταῦτα σαφῆ τοῖσι μὴ εἰδόσιν,
|
για να τα διακηρύξει δημόσια, ώστε
να είναι ξεκάθαρα σ’ αυτούς που δεν τα ξέρουν,
|
καὶ οὐκ ἄγειν τὸ πρᾶγμα ὡς παρ᾽ οὐδέν,
|
και δε θεωρεί την υπόθεση κάτι
ασήμαντο,
|
ἀλλ᾽ ὃς ἂν δρᾷ τι τούτων, 35
|
αλλά όποιον κάνει κάτι απ’ αυτά,
|
προκεῖσθαι φόνον δημόλευστον ἐν πόλει.
|
ότι (τον) περιμένει θάνατος με
δημόσιο λιθοβολισμό μπροστά στην πόλη
|
οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα
|
Έτσι έχουν αυτά για σένα· και
γρήγορα θα δείξεις
|
εἴτ᾽ πέφυκας εὐγενὴς
|
αν είσαι από ευγενική γενιά και
γενναία στο ήθος
|
εἴτ᾽ κακή ἐσθλῶν.
|
ή τιποτένια από ευγενική γενιά.
|
ΙΣΜ. ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ᾽ ἐν τούτοις,
|
Δύστυχη, αν έτσι έχουν τα πράγματα,
|
τί δ᾽, ἐγὼ ἂν προσθείμην πλέον λύουσ᾽εἲθ’ ἃπτουσα; 40
|
τι όφελος θα μπορούσα να φέρω εγώ
ό,τι κι αν κάνω;
|
ΑΝΤ. Σκόπει εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσει.
|
Σκέψου αν θα με βοηθήσεις και θα
συνεργαστείς μαζί μου.
|
ΙΣΜ. ποῖόν τι κινδύνευμα;
|
Για ποια επικίνδυνη πράξη μιλάς;
|
ποῖ γνώμης ποτ᾽ εἰ;
|
Τι τάχα έχεις στο μυαλό σου;
|
ΑΝΤ. εἰ κουφιεῖς τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε χερί.
|
[Σκέψου] αν θα σηκώσεις το νεκρό μαζί μ’
αυτό μου εδώ το χέρι.
|
ΙΣΜ. ἢ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ᾽,
|
Αλήθεια, έχεις στο νου σου να
θάψεις αυτόν,
|
ἀπόρρητον πόλει;
|
μολονότι απαγορεύεται ρητά στους
πολίτες;
|
ΑΝΤ. τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν ἀδελφόν ,ἢν σὺ μὴ θέλῃς · 45
|
Το δικό μου, βέβαια,και το δικό σου
αδερφό, αν εσύ δε θέλεις·
|
οὐ γὰρ δὴ ἁλώσομαι προδοῦσα.
|
γιατί κανείς δε θα με κατηγορήσει
ότι τον πρόδωσα.
|
ΙΣΜ. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;
|
Παράτολμη,μολονότι το έχει
απαγορέψει ο Κρέοντας;
|
ΑΝΤ. ἀλλ᾽ οὐδὲν μέτα αὐτῷ εἴργειν με τῶν ἐμῶν.
|
Μα δεν έχει κανένα δικαίωμα αυτός
να μ’εμποδίσει από τους δικούς μου.
|
ΙΣΜ. Οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη,
|
Αλίμονο· σκέψου,αδερφή μου,
|
ὡς ἀπεχθὴς δυσκλεής τε πατὴρ ἀπώλετο νῷν, 50
|
πόσο μισητός και ντροπιασμένος μας
χάθηκε ο πατέρας,
|
ἀράξας διπλᾶς ὄψεις αὐτὸς αὐτουργῷ χερί
|
αφού χτύπησε δυνατά ο ίδιος τα δυο
του μάτια με το ίδιο του το χέρι
|
πρὸς ἀμπλακημάτων αὐτοφώρων ·
|
λόγω των αμαρτημάτων που μόνος του
έφερε στο φως·
|
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
|
κι ύστερα η μάνα και η γυναίκα
του,διπλό όνομα,
|
λωβᾶται βίον πλεκταῖσιν ἀρτάναισι ·
|
πεθαίνει ντροπιασμένη με μια πλεχτή
θηλιά·
|
τρίτον δέ δύο ἀδελφὼ
|
τρίτο κακό, τα δυο μας αδέρφια,
|
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω κατειργάσαντο 55
|
που αλληλοσκοτώθηκαν οι
δυστυχισμένοι
|
μίαν καθ᾽ ἡμέραν
|
μέσα στην ίδια μέρα,
|
κοινὸν μόρον ἐπαλλήλοιν χεροῖν.
|
βρήκαν αμοιβαίο θάνατο με χέρι που
σήκωσε ο ένας πάνω στον άλλο.
|
Σκόπει νῦν δ᾽ αὖ ὅσῳ κάκιστ᾽ ὀλούμεθ᾽,
|
Και τώρα πάλι, σκέψου πόσο
ατιμωτικά θα χαθούμε
|
νὼ μόνα δὴ λελειμμένα,
|
εμείς οι δυο, που έχουμε μείνει
ολομόναχες,
|
εἰ παρέξιμεν ψῆφον ἢ κράτη τυράννων,
|
αν παραβούμε την απόφαση και τη
βασιλική εξουσία,
|
νόμου βίᾳ. 60
|
παραβιάζοντας το νόμο.
|
ἀλλά τοῦτο μὲν χρὴ ἐννοεῖν
|
Αλλά πρέπει να σκεφτείς το εξής,
|
ὅτι ἔφυμεν γυναῖκε,
|
ότι δηλαδή από τη μια γεννηθήκαμε
γυναίκες
|
ὡς οὐ μαχουμένα πρὸς ἄνδρας.
|
και από την άλλη δεν επιτρέπεται να
τα βάζουμε με άντρες·
|
ἔπειτα δ᾽ οὕνεκ᾽ ἀρχόμεσθ᾽ ἐκ κρεισσόνων,
|
ύστερα,ότι κυβερνιόμαστε από
ισχυρότερους,
|
ἀκούειν καὶ ταῦτ᾽κἄτι ἀλγίονα τῶνδε.
|
ώστε να υπακούμε και σ’ αυτά και
σ΄ακόμη πιο οδυνηρά απ’ αυτά.
|
Ἐγὼ μὲν οὖν πείσομαι τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι · 65
|
Εγώ λοιπόν θα υποταχτώ στους άρχοντες
|
αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς ξύγγνοιαν ἴσχειν,
|
παρακαλώντας αυτούς που είναι στον
κάτω κόσμο να με συγχωρήσουν,
|
ὡς βιάζομαι τάδε,
|
γιατί κάνω αυτά χωρίς τη θέληση
μου·
|
τὸ γὰρ πράσσειν περισσὰ οὐκ ἔχει οὐδένα νοῦν.
|
γιατί το να κάνει κανείς πράγματα
ανώτερα από τις δυνάμεις του είναι τελείως ανόητο.
|
66 ΑΝΤ. οὔτ᾽ ἂν κελεύσαιμ᾽ οὔτ᾽ ἄν δρῴης ,
|
Ούτε θα σε παρακαλούσα, ούτε θα
δεχόμουν τη σύμπραξη σου,
|
γ᾽ ἂν ἡδέως ἐμοῦ μέτα
|
με ευχαρίστηση, εγώ τουλάχιστον,
|
εἰ θέλοις ἔτι πράσσειν. 70
|
έστω κι αν τώρα πια ήθελες να με
βοηθήσεις.
|
ἀλλ᾽ ἴσθ᾽ ὁποῖά σοι δοκεῖ,
|
Αλλά έχε όποια γνώμη θέλεις,
|
κεῖνον δ᾽ ἐγὼ θάψω·
|
εκείνον όμως εγώ θα θάψω·
|
καλόν μοι θανεῖν ποιούσῃ τοῦτο.
|
θα ‘ναι ωραίο για μένα να πεθάνω
,αφού θάψω τον αδερφό μου ·
|
κείσομαι μετ᾽ αὐτοῦ φίλη, μετά φίλου,
|
θα αναπαύομαι πλάι του αγαπημένη
κοντά σ’ αγαπημένο,
|
ὅσια πανουργήσασ᾽.
|
αφού διαπράξω μια ιερή παρανομία.
|
ἐπεὶ πλείων χρόνος
|
γιατί είναι περισσότερος ο καιρός
|
ὃν δεῖ ἀρέσκειν με τοῖς κάτω
|
που πρέπει να αρέσω σ’ αυτούς που
είναι στον κάτω κόσμο
|
τῶν ἐνθάδε. 75
|
παρά σ’ αυτούς που είναι δω πάνω.
|
ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι·
|
Γιατί αιώνια εκεί θα αναπαύομαι·
|
εἰ δέ δοκεῖ σοὶ,
|
μα εσύ, αν το κρίνεις σωστό,
|
ἀτιμάσασ᾽ ἔχε τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα.
|
περιφρόνησε όσα είναι άξια τιμής
για τους θεούς.
|
ΙΣΜ. ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι,
|
Εγώ δεν τα περιφρονώ αυτά,
|
ἔφυν ἀμήχανος τὸ δὲ δρᾶν βίᾳ πολιτῶν.
|
από τη φύση μου όμως είμαι ανίκανη
να ενεργώ αντίθετα με τη θέληση των πολιτών.
|
ΑΝΤ. σὺ μὲν τάδ᾽ ἂν προὔχοι᾽·
|
Εσύ αυτά μπορείς να τα προφασίζεσαι·
|
ἐγὼ δὲ δὴ τάφον χώσουσ᾽ 80
|
εγώ όμως θα πάω να σωρεύσω χώμα
|
ἀδελφῷ φιλτάτῳ πορεύσομαι.
|
και να σηκώσω τύμβο για τον
πολυαγαπημένο αδερφό.
|
ΙΣΜ. οἴμοι ταλαίνης, ὡς ὑπερδέδοικά σου.
|
Αλίμονο, δυστυχισμένη, πόσο φοβάμαι
για σένα!
|
ΑΝΤ. μὴ ᾽μοῦ προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον.
|
Για μένα μη φοβάσαι· φρόντιζε για
τη δική σου μοίρα.
|
ΙΣΜ. ἀλλ᾽ οὖν προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενὶ τοὔργον,
|
Όμως τουλάχιστον μην αποκαλύψεις σε
κανέναν αυτό το σχέδιο σου,
|
κρυφῇ δὲ κεῦθε, σὺν δ᾽ αὔτως ἐγώ. 85
|
κράτησε το μυστικό, το ίδιο θα κάνω
κι εγώ.
|
ΑΝΤ. οἴμοι, καταύδα· πολλὸν ἐχθίων ἔσει σιγῶσ᾽,
|
Αλίμονο, διακήρυξε το σ’ όλους·
πολύ πιο μισητή θα είσαι αν σωπάσεις,
|
ἐὰν μὴ πᾶσι κηρύξῃς τάδε.
|
αν σ’ όλους δε διαλαλήσεις αυτά
εδώ.
|
ΙΣΜ. θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις.
|
Έχεις ζεστή καρδιά για ψυχρά
πράγματα.
|
ΑΝΤ. ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἀρέσκουσ᾽ οἷς μάλισθ᾽ ἁδεῖν με χρή.
|
Ξέρω όμως ότι είμαι αρεστή σ’ εκείνους
που πρέπει περισσότερο ν’αρέσω.
|
ΙΣΜ. εἰ καὶ δυνήσει γ᾽· ἀλλ᾽ ἀμηχάνων ἐρᾷς. 90
|
Ναι, αν βέβαια θα έχεις και τη
δύναμη· επιδιώκεις όμως ακατόρθωτα πράγματα.
|
ΑΝΤ. οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι.
|
θα σταματήσω λοιπόν,όταν πια δε θα
‘χω δύναμη.
|
ΙΣΜ. ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα.
|
Καθόλου όμως δεν πρέπει να κυνηγάει
κανείς τα ακατόρθωτα
|
ΑΝΤ. εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρεῖ μὲν ἐξ ἐμοῦ,
|
Αν εξακολουθήσεις να λες αυτά, και
από μένα θα μισηθείς
|
ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει δίκῃ.
|
και δίκαια θα σε μισεί για πάντα ο
νεκρός.
|
ἀλλ᾽ ἔα με καὶ τὴν ἐξ ἐμοῦ δυσβουλίαν
|
Αλλά άφησε εμένα και τη δική μου
αφροσύνη
|
παθεῖν τὸ δεινὸν τοῦτο·95
|
να πάθω αυτό το κακό·
|
γὰρ οὐ πείσομαι τοσοῦτον οὐδὲν ὥστε μὴ οὐ θανεῖν καλῶς.
|
γιατί τίποτε τόσο φοβερό δε θα
πάθω, ώστε να μην πεθάνω έντιμα.
|
ΙΣΜ. ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ σοι, στεῖχε· τοῦτο δ᾽ ἴσθ᾽
|
Προχώρα λοιπόν,αν έτσι κρίνεις·αυτό
να ξέρεις μόνο,
|
ὅτι ἄνους μὲν ἔρχει, τοῖς φίλοις δ᾽ ὀρθῶς φίλη.
|
ότι βαδίζεις ασυλλόγιστη,όμως αληθινά
αγαπημένη στους αγαπημένους σου.
|
Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014
Πρόλογος Αντιγόνης (στίχοι 1-99)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου