"Ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ηδονές, υπάρχουν κάποιες παράνομες.Σε μερικούς περιστέλλονται από τους νόμους και από άλλες καλύτερες επιθυμίες, με την επικουρία του λογικού.Έτσι, ή φεύγουν εντελώς ή όσες μένουν είναι λίγες και αδύνατες. Σε άλλους όμως είναι δυνατότερες και περισσότερες..."
Πλάτωνος Πολιτεία

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Λέξεις , νόημα και καθολικές έννοιες

Αναζητώντας το νόημα των λέξεων, προβληματιζόμαστε γύρω από...
                Η γλώσσα αποτελείται από λέξεις. Το μικρότερο τμήμα της γλώσσας είναι η λέξη, ένας συνδυασμός από ήχους ή σημάδια στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή, που έχει νόημα. Κατά την αναζήτηση του νοήματος των λέξεων, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από τη σχέση ανάμεσα στη μορφή τους (σημαίνον) και στο περιεχόμενό τους (σημαινόμενο).
                Οι λέξεις είναι σύμβολα ενός κώδικα επικοινωνίας, που στο λόγο μας γίνονται ετικέτες συγκεκριμένων πραγμάτων ή καταστάσεων: βιβλίο, βουνό, δένδρο, αρετή, δικαιοσύνη. «Όνομα είναι ένας ήχος της φωνής που έχει σημασία κατά συνθήκη (Αριστοτέλης, Περί ερμηνείας). Το νόημα των λέξεων, λοιπόν, καθορίζεται από τη συμβατική σχέση που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των ανθρώπων που μιλούν την ίδια φυσική γλώσσα π.χ. η λέξη βιβλίο σημαίνει το πραγματικό βιβλίο.
Αναζητώντας το νόημα των λέξεων στα πράγματα...
                Αν δεχτούμε ότι οι λέξεις αποκτούν το νόημά τους από τα πράγματα που ονοματίζουν,  θα ανακύψουν άπειρα ερωτήματα, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν λέξεις που δεν αναφέρονται σε πράγματα. Υπάρχουν λέξεις  που αποκτούν το νόημά τους  σε συνδυασμό με άλλες λέξεις, όπως τα ρήματα(είναι , λέει), τα επιρρήματα(σχεδόν, πριν), ή οι σύνδεσμοι(και, ούτε) , αλλά και λέξεις που νοηματοδοτούνται, όταν ορίζονται από άλλες λέξεις, όπως αυτές που αναφέρονται σε ιδιότητες (λευκός, μαύρος) ή σε αφηρημένες καταστάσεις (δικαιοσύνη, αγάπη).
                Ερωτήματα όμως δημιουργούνται και στην περίπτωση που οι λέξεις αναφέρονται σε πράγματα, γιατί η σχέση λέξης-πράγματος ποτέ δεν είναι ξεκάθαρη. Ενώ δηλαδή αντιλαμβανόμαστε ότι ανάμεσα στη γλώσσα και την πραγματικότητα υπάρχει σχέση, είναι δύσκολο να οριστεί αυτή ως άμεση αντιστοιχία. Το νόημα των λέξεων είναι περισσότερο ευρύ και πιο σύνθετο απ’ ό,τι είναι τα πράγματα π.χ. το νόημα της  λέξης «θάλασσα» είναι διαφορετικό στο λόγο ενός ποιητή απ’ ό,τι στο λόγο ενός ειδικού επιστήμονα. Επιπλέον, το νόημα των λέξεων είναι περισσότερο γενικό από τα ίδια τα πράγματα π.χ.  η λέξη «βιβλίο» αναφέρεται σε κάθε βιβλίο που υπήρξε ή θα υπάρξει, είτε το έχουμε δει, είτε όχι. Τέλος, τα πράγματα υφίστανται ανεξάρτητα από τις λέξεις που τα ονοματίζουν π.χ. το βιβλίο ως αντικείμενο παραμένει πάντα βιβλίο, είτε ονοματίζεται από κάποιον Άγγλο με τη λέξη book, είτε κάποιος Γάλλος με τη λέξη livre. Επομένως, οι λέξεις δε σχετίζονται με συγκεκριμένα πράγματα, αλλά με έννοιες , δηλαδή με σύνολα ομοειδών πραγμάτων, οπότε το νόημα των λέξεων έχει καθολικότητα. Έτσι εξηγείται πώς μπορούμε να μεταφράζουμε κείμενα από τη μια γλώσσα στην άλλη.
Αναζητώντας το νόημα των λέξεων στις έννοιες...
                Αν οι λέξεις δεν αναφέρονται σε πράγματα, αλλά σε έννοιες σημαίνει ότι το νόημά τους βρίσκεται στους ορισμούς που σχηματίζει για τα πράγματα ο νους μας. Συχνά, όμως, οι ορισμοί των εννοιών διατυπώνονται με λέξεις που κι αυτές πρέπει να οριστούν , οπότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρχουν κάποιες λέξεις το νόημα των οποίων αναδύεται άμεσα, για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε και το νόημα των άλλων λέξεων.
                Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με τη σχέση ανάμεσα στις έννοιες και στα πράγματα. Για να αποκτήσει, για παράδειγμα  νόημα η λέξη «δέντρο», πρέπει να εντοπίσουμε το σταθερό γνώρισμα που είναι κοινό σε όλα τα δέντρα και με σημείο αναφοράς το γνώρισμα αυτό , να γενικεύσουμε και να διατυπώσουμε τη συγκεκριμένη έννοια. Το θέμα γίνεται περίπλοκο, όταν πρόκειται να διατυπώσουμε τον ορισμό εννοιών που αναφέρονται σε ιδιότητες ή χαρακτηριστικά πραγμάτων ή πράξεων, όπως για παράδειγμα , όταν θέλουμε να ορίσουμε τις έννοιες δικαιοσύνη και λευκότητα.
                Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι είναι ανάγκη να υπάρχει κάπου, ανάμεσα στις έννοιες και στην εμπειρική πραγματικότητα, η «καθαρή ουσία» των πραγμάτων, από την οποία θα εξασφαλίζεται και η απόλυτη τιμή του νοήματος των λέξεων. Το νόημα, δηλαδή, εξαρτάται από τη σχέση των εννοιών με τον εξωτερικό κόσμο΄η σχέση αυτή εξασφαλίζεται , επειδή τα πράγματα έχουν μια «καθαρή ουσία», που συλλαμβάνει ο ανθρώπινος νους. Το θέμα αυτό απασχόλησε τους φιλοσόφους από την αρχαιότητα, με αποτέλεσμα να διατυπωθούν διάφορες θεωρίες.

Οι θεωρίες που αναζητούν το νόημα των λέξεων στην «καθαρή ουσία» των πραγμάτων είναι...
                Σύμφωνα με τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, το νόημα των λέξεων προκύπτει από μια πραγματική και αναλλοίωτη ουσία που υπάρχει πριν από τα πράγματα (ιδέες).
                Ο Πλάτωνας  διέκρινε την πραγματικότητα σε δύο επίπεδα: στον αισθητό κόσμο της εμπειρίας, κυρίαρχο γνώρισμα του οποίου είναι η μεταβλητότητα των πραγμάτων και των γεγονότων που τον συγκροτούν  και στον ιδεατό (νοητό) κόσμο των ιδεών, ο οποίος διέπεται από την σταθερότητα των οντοτήτων που τον συνθέτουν.
                 Τα αισθητά πράγματα είναι αντικείμενα, τα οποία αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε, όχι εξαιτίας κάποιας δικής μας ατέλειας, αλλά γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Είναι, όπως οι σκιές ή οι εικόνες στον καθρέφτη, που, καθώς τις βλέπεις από κάποια απόσταση, σου φαίνονται σαν αληθινά πράγματα, αλλά όταν τις πλησιάσεις και τις αγγίξεις, διαπιστώνεις ότι είναι φαντάσματα, ανύπαρκτες οντότητες, καπνός. Σκιές, απεικάσματα και είδωλα, όμως, τίνων; Των ιδεών, απαντά ο Πλάτων.
                Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα πράγματα, οι έννοιες και συνεπώς οι λέξεις που τους δίνουν νόημα δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα, διότι βρίσκονται σε αδιάκοπη ροή και αλλάζουν συνεχώς. Ο κόσμος της εμπειρίας, όμως, αποκτά νόημα , επειδή ο νους μπορεί να συλλάβει την ουσία των ιδιοτήτων του. Κάθε υλικό υποκείμενο, δηλαδή, αλλάζει. Ό,τι απομένει σταθερό είναι οι ιδιότητές του, γιατί αναφέρονται  σε απόλυτα καθαρές ουσίες που είναι αιώνιες και αναλλοίωτες. Τις καθαρές αυτές ουσίες ο Πλάτωνας τις ονόμασε ιδέες.
                Οι ιδέες είναι η αρχή και η ουσία των εμπειρικών όντων, όχι όμως κατασκευάσματα του νου, είναι αιώνιες, αναλλοίωτες οντότητες μέσα στο χρόνο και στο χώρο και συνιστούν τα αρχέτυπα των αισθητών αντικειμένων.  Βρίσκονται έξω από τα αισθητά όντα, περιγράφουν τις καθαρές ουσίες και γίνονται αντιληπτές, όχι με τις αισθήσεις, αλλά με τη νόηση. Υποστήριξε ότι ο αισθητός κόσμος αποκτά νόημα, επειδή αναφέρεται στις ιδέες, τις προϋπάρχουσες νοητές και αναλλοίωτες ουσίες των πραγμάτων. Για κάθε κατηγορία αισθητών πραγμάτων υπάρχει μια ιδέα' παραδείγματος χάριν, για όλα τα τραπέζια, που υφίστανται στην γη, υπάρχει στον ουρανό η ιδέα του τραπεζιού, για όλες τις δίκαιες πράξεις, που εκδηλώνονται στον πλανήτη μας, υπάρχει η ιδέα της δικαιοσύνης -και ούτω καθεξής.
                Η θεωρία του Πλάτωνος για τις ιδέες προβλήθηκε από μελετητές του σαν μια προσπάθεια ερμηνείας των γενικών όρων που χρησιμοποιούμε, όταν εκφραζόμαστε. Κατά τον Πλάτωνα, λοιπόν, οι γενικοί όροι -«λευκό», «δίκαιο», «μεγάλο» κ.ά.- έχουν νόημα, καθόσον αναφέρονται σε καθολικές οντότητες, οι οποίες πράγματι δεν υπάρχουν μέσα στον επίγειο κόσμο μας και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγχέονται με τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα. Η λευκότητα, που αποδίδομε στο άγαλμα απέναντί μας, όταν λέμε ότι «το άγαλμα αυτό είναι λευκό», δεν γεννήθηκε μόλις κατασκευάστηκε το άγαλμα αυτό, ούτε και θα εξαλειφθεί μόλις καταστραφεί το άγαλμα αυτό. Η λευκότητα, όπως και κάθε άλλη καθολική οντότητα, είναι αιώνια και, ως εκ τούτου, υπάρχει έξω από τον γήινο κόσμο, κάπου στον ουρανό. Οι καθολικές οντότητες, στις οποίες αναφέρονται οι γενικοί όροι, κατά τον Πλάτωνα, είναι οι ιδέες.

                Σύμφωνα με τη θεωρία των καθολικών εννοιών του Αριστοτέλη, το νόημα των λέξεων προκύπτει από μια πραγματική και αναλλοίωτη ουσία που αποκαλύπτεται με νοητική διεργασία, έπειτα από τα πράγματα (καθολικές έννοιες).
                Απορρίπτοντας τη θεωρία των ιδεών του δασκάλου του, ο Αριστοτέλης  στρέφεται στο πραγματικό και γενικά στην αντικειμενική πραγματικότητα. Δε δέχεται λοιπόν πως η ουσία της πραγματικότητας βρίσκεται έξω απ’ αυτή, σ’ έναν άλλο κόσμο, αλλά στον κόσμο των αισθητών. Δεν απορρίπτει δηλαδή την ιδέα (το νοητό στοιχείο) ως ουσία του κόσμου, αλλά τη σχέση των αισθητών προς αυτήν. Κανένα ον, επομένως, δεν μπορεί να χωριστεί από την ουσία του, που είναι η σημαντικότερη κατηγορία από τα γνωρίσματα του όντος, γιατί απ’ αυτήν εξαρτάται η ύπαρξή του. Κατεβάζει , λοιπόν, τις ιδέες από τον ουρανό στη γη και τις ονομάζει είδος, δηλαδή μορφή, που εμπεριέχει τις ιδιότητες κάθε πράγματος , την καθαρή ουσία του. Η καθαρή ουσία, επομένως, δεν προϋπάρχει ως αυτοτελής οντότητα, αλλά ενυπάρχει ως συστατικό των πραγμάτων, οπότε ο νους τη συλλαμβάνει με τον τρόπο που δίδαξε ο Σωκράτης, δηλαδή με νοητική αφαίρεση των επιμέρους ιδιοτήτων και τη διατυπώνει ως έννοια που έχει καθολική εμβέλεια. Αυτές είναι τα «καθόλου» ή οι καθολικές έννοιες (= κοινά γνωρίσματα των πραγμάτων), που αποτυπώνουν γενικές ιδιότητες (λευκότητα, δικαιοσύνη) και που εξαιτίας της γενικότητας τους, προσδίδουν στα πράγματα νόημα αναγνωρίσιμο από όλους.

                Σύμφωνα με τη θεωρία του εμπειρισμού, το νόημα των λέξεων προκύπτει από μια ατομική-υποκεμενική εικόνα των πραγμάτων  που διαμορφώνουμε με τις αισθήσεις μας και βρίσκεται μόνο στη σκέψη μας.
                Οι εμπειριστές φιλόσοφοι (Τζον Λοκ – Ντέιβιντ Χιουμ) επηρεάστηκαν από τη θεωρία των καθολικών εννοιών του Αριστοτέλη. Υποστήριξαν ότι η ουσία –άρα και το νόημα-των πραγμάτων προκύπτει από την εικόνα που σχηματίζουμε γι’ αυτά στο νου μας. Όταν σκεφτόμαστε μία έννοια, χρησιμοποιούμε τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των εκδοχών της. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία του εμπειρισμού, που αναπτύχθηκε από το 17ο αιώνα και μετά, η αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει στο νου μας ως παράσταση, που διαμορφώνουμε με τις αισθήσεις μας. Οι εμπειριστές ονομάζουν τις παραστάσεις αυτές ιδέες, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με τις ιδέες του Πλάτωνα. Αντίθετα, σχηματίζονται όπως ακριβώς οι καθολικές έννοιες, δηλαδή με νοητική αφαίρεση. Οι ιδέες των εμπειριστών διαφέρουν από τα «καθόλου» του Αριστοτέλη, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι ατομικές-υποκειμενικές –εικόνες των πραγμάτων, που βρίσκονται στη σκέψη και μόνον. Αν, όμως, οι καθολικές έννοιες είναι συστατικά της σκέψης, τότε πώς διασφαλίζεται η αντικειμενικότητά τους, αφού οι σκέψεις διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο; Αυτό σημαίνει ότι οι εικόνες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν μια «καθαρή ουσία», οπότε δεν μπορούν να έχουν καθολική εμβέλεια και νόημα αναγνωρίσιμο από όλους.

Οι θεωρίες που αναζητούν το νόημα των λέξεων μέσα στις ίδιες τις λέξεις είναι...
                Ο νομιναλισμός ή ονοματοκρατία , που πρωτοδιατυπώθηκε από στοχαστές του Μεσαίωνα, με αφορμή ένα σχόλιο του Βοήθιου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη,  υποστηρίζει ότι η σχέση των εννοιών με τα πράγματα ενυπάρχει μόνο στο όνομά τους. Οι καθολικές έννοιες δεν είναι ουσίες, αλλά διανοητικά δημιουργήματα του καθενός , οπότε υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας και εξαφανίζονται πολύ εύκολα. Η μόνη πραγματικότητα που μένει πίσω τους είναι το όνομα που τα χαρακτηρίζει.  Υπάρχουν δηλαδή λέξεις- ονόματα που χρησιμοποιούμε, για να ονομάσουμε π.χ. τα πράγματα λευκά, αλλά δεν υπάρχει η λευκότητα ως κοινή ουσία.  Η θεωρία αυτή, αρχικά, καταδικάστηκε από την Εκκλησία ως αίρεση. Στη συνέχεια, όμως, υιοθετήθηκε από τους δομινικανούς μοναχούς που μελετούσαν τη Λογική του Αριστοτέλη ως πλήρης φιλοσοφική θεωρία.
                Εκείνος που έδωσε στο νομιναλισμό ακραίο προσανατολισμό ήταν κυρίως ο Γουλιέλμος Όκαμ, που αρνήθηκε την ύπαρξη σε οτιδήποτε γενικό και αφηρημένο. Εδώ όμως εντοπίζεται και το μειονέκτημα του νομιναλισμού. Αν θεωρήσουμε ότι κάποιο πράγμα είναι λευκό, επειδή μοιάζει με κάποιο άλλο λευκό πράγμα του οποίου την εικόνα έχουμε στο μυαλό μας, σημαίνει ότι υιοθετούμε την ύπαρξη της ομοιότητας. Τα πράγματα, δηλαδή, ανήκουν σε ορισμένη κατηγορία λόγω της ομοιότητάς τους.  Η έννοια όμως της ομοιότητας συνιστά καθολική έννοια, οπότε η θεωρία του νομιναλισμού αναιρείται.

Η θεωρία που αναζητά το νόημα των λέξεων στη χρήση τους μέσα στη γλώσσα ...
                Η θεωρία που αναζητά το νόημα των λέξεων στη χρήση τους μέσα στη γλώσσα  διατυπώθηκε από το φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν.  Επικεντρώνεται  στη χρήση των λέξεων και φράσεων και όχι σε θεωρίες για το νόημά τους. Προτάσσει την αναζήτηση των συνθηκών χρήσης της γλώσσας και των κανόνων εφαρμογής της. («Δεν είναι οι λέξεις που εκφέρεις εκείνο που μετράει, μήτε κι εκείνο που έχεις στο μυαλό σου την ώρα που τις εκφέρεις. Είναι η πράξη που δίνει στις λέξεις το νόημά τους»). α)Η άποψη αυτή ξεκινά από τη βάση ότι η γλώσσα είναι κοινωνικό φαινόμενο που προορίζεται για επικοινωνία. Η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσο πληροφόρησης και περιγραφής, αλλά χώρος δράσης (επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας). Δεν αποτελεί, δηλαδή, προσωπική δημιουργία. Ταυτόχρονα με τη γλώσσα επιτελούνται διάφορες  λειτουργίες : διατάζουμε, παρακαλούμε, ευχόμαστε και πραγματοποιούμε ένα ευρύ φάσμα πράξεων. Σκεφτείτε τις επιπτώσεις της φράσης : «Το Ειδικό Στρατοδικείο κρίνει εν ονόματι του Λαού και του Έθνους τους κατηγορουμένους ενόχους εσχάτης προδοσίας κατά του Έθνους και τους καταδικάζει εις θάνατον !». Για τους παραπάνω λόγους αρκετοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζων Ώστιν μιλούν για την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας. Οι λέξεις, δηλαδή, είναι τα επικοινωνιακά μας εργαλεία, οπότε το νόημά τους καθορίζεται από το πόσο αποτελεσματικές είναι στη επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας.
                β)Επιπλέον, η γλώσσα είναι ένα πολιτισμικό δημιούργημα, ένα κοινωνικό φαινόμενο στο οποίο μετέχουμε όλοι μέσα από την καθημερινή χρήση. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να μάθουμε μια γλώσσα μέσω της χρήσης της, οπότε αποκτούν νόημα και οι λέξεις –εργαλεία της π.χ. η λέξη «βιβλίο» έχει νόημα, επειδή χρησιμοποιείται, για να ονοματίσει το αντικείμενο βιβλίο.
                Η συγκεκριμένη θεωρία έχει λογική βάση, αλλά δεν καλύπτει όλες τις παραμέτρους γύρω από το νόημα των λέξεων, που είναι ευρύτερο από τη χρήση τους. Πολλές φορές, δηλαδή, δύο λέξεις μπορεί να έχουν το ίδιο νόημα, χωρίς να έχουν την ίδια χρήση (π.χ. διαβάζω, μελετώ) ή η ίδια λέξη, με το ίδιο νόημα μπορεί να έχει διαφορετικές χρήσεις (π.χ.ξέρω τι θέλω/ξέρεις τι λες;). Έτσι, κινδυνεύουμε να νομιμοποιήσουμε το γλωσσικό λάθος, με το επιχείρημα ότι κάθε γλωσσικό στοιχείο που καθιστά δυνατή την επικοινωνία είναι και σωστό, πράγμα που δεν ευσταθεί. Το βασικό μειονέκτημα της θεωρίας αυτής, όπως και γενικά της θεωρίας των νομιναλιστών, εντοπίζεται στο γεγονός ότι αναιρεί  την ύπαρξη καθολικών εννοιών, οπότε αφήνει αναπάντητα δύο βασικά ζητήματα:  α) Αν η χρήση των λέξεων τις σηματοδοτεί, τότε οι διάφορες γλώσσες θα ήταν μεταξύ τους ασύμβατες και αμετάφραστες. β)Πώς εξηγείται ότι αυτοί που μιλούν την ίδια γλώσσα αναγνωρίζουν το νόημα των λέξεων και τις χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο. 

2 σχόλια:

  1. Καβαλιέρος Ελευθέριος24 Ιουνίου 2015 στις 12:12 μ.μ.

    Κυρία Κανιάκα,
    Ενδιαφέρον το ιστολόγιό σας, αλλά κατά την άποψή μου θα ήταν περισσότερο χρήσιμο εάν υπήρχε η σχετική βιβλιογραφία στις καταγραφές σας. Να μπορεί ο αναγνώστης να καταφεύγει σε αυτήν για πληρέστερη πληροφόρηση.. Σε αυτήν την περίπτωση θα το έβαζα και στα "αγαπημένα", για να το συμβουλεύομαι σε τακτική βάση. Αυτή τη στιγμή για παράδειγμα, προσπαθώ να θυμηθώ σε ποιο σημείο ο Αριστοτέλης (όπως θυμούμαι) είπε το εξής: (ελεύθερη απόδοση). "Πολλές λέξεις για το ίδιο πράγμα". Ευχαριστώ, Καβαλιέρος Ελευθέριος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όλες οι ερωτήσεις που ανακύπτουν στην εργασία σας έχουν λογική απάντηση. Υπάρχει τρόπος που φανερώνει τη σχέση των πραγμάτων με τα ονοματα τους και τη σχέση των αφηρημένων με τα ονόματα τους. Υπάρχει τρόπος που φανερώνει τη σχέση των λέξεων με το σημαινόμενο τους πραγματικό ή αφηρημένο Με τον ίδιο τρόπο εξηγείται η σχέση πχ της λέξης [θάλασσα] και του συνδέσμου [και] με αυτό που σημαίνουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή